[… Και κροτάλων πάταγος…], καθώς οι εραστές παρασέρνονται από αδόκιμες ιστορίες. Όλα προσχηματικά θα μου πείτε, αφού η ποίηση φύεται εκ του φυσικού, εκεί έξω. Είναι το δάκρυ το αναιδές που λέει αλλιώς τα πράγματα της ζωής μας. Τι να σου κάνουν και οι ποιητές, οι εραστές τι να σου κάνουν, που ξεμακραίνουν πάντα αργά τ’απόγευμα, αφήνοντας νευρικά να σαλέψουν των καπέλων τους τα άνθη.
Φόρεσε τα καλά του τα ρούχα. Τ’άσπρο πουκάμισο, ένα μαύρο κοστούμι. Ξυρίστηκε και πρόσθεσε την κολόνια του. Κοίταξε στον καθρέφτη, του φάνηκε σαν κάποιος άλλος να τον κοιτούσε απ’εκεί μέσα. Ένιωσε αμήχανα, έσβησε το φως, τράβηξε την πόρτα και χάθηκε στο σκιερό κλιμακοστάσιο. Κάτι πελάτες του συμβολαιογράφου τον καλησπέρισαν και ανέκοψαν κάπως τη φόρα του. Μα έπειτα έδωσε μια και γλίστρησε κάπως βιαστικά, όπως όταν ήταν ακόμη παιδί. Μόνο τώρα που δεν θα ακούσει εκείνη τη φωνή από το τρίτο πάτωμα, να του ζητάει να προσέχει μην τάχα και χτυπήσει. Η διάθεσή του γίνηκε κάπως άσχημη, το παιδικό του όνειρο ξέφτισε. Κάτι τουφωτά σύννεφα άφησε τριγύρω να πλανηθούν και έσβησε το μαγεμένο του. Ο κύριος Λέανδρος, ο θυρωρός, απομεινάρι της μεταπολίτευσης, του χαμογέλασε, κραδαίνοντας κάτι επιστολές, διαφημιστικά δηλαδή, τίποτε σπουδαίο. “Πού πάτε έτσι βιαστικός, μου λέτε;”. Πώς να του πει ότι σε λίγη ώρα έχει ραντεβού με την ποίηση. Πάει καιρός που ανταμώσανε οι δυο τους. Κανείς δεν έκανε το πρώτο το βήμα, οι παγετώνες στο πρόσωπό της φάνταζαν απροσπέλαστοι. Και τ’απόγευμα έξω βάθαινε και βάθαινε.
Έφτασε νωρίτερα στο σημείο της συνάντησης. Έδωσε το όνομά του και ο μαιτρ τον οδήγησε στο τραπέζι που ‘χει κλειστεί για την περίσταση. Τριγύρω τα ζευγάρια που λιώνανε σαν ζάχαρη και σαν αστέρια, όρκους έδιναν και εκεί, στα μάτια του εμπρός, για πάντα τους καταπατούσαν. Αν τους ρωτούσες θα σου ‘λεγαν πως από έρωτα πεθαίνουν, πως χάρη στο αίσθημα ο κόσμος όλος λάμπει μες σε σκληρή διαύγεια.
Η ποίηση έφθασε με καθυστέρηση λίγων λεπτών. Φορούσε το καλοκαιρινό της φουστάνι, απλή σαν εφηβεία στάθηκε να μετρήσει τον χώρο. Ο μαιτρ της χαμογέλασε, εκείνη ανταπέδωσε, τον σκοπό της επίσκεψής της του εξήγησε. Μαζί φθάσανε στο τραπέζι, ο έρωτας γύρω διδασκόταν τ’αλφάβητο του κόσμου. Σηκώθηκε όπως επιβάλλουν οι καλοί τρόποι, την χαιρέτησε αγγίζοντας ανάλαφρα το παιδικό της το χεράκι. Και εκείνη, σαν δαίμονας θαλασσινός με λέξεις σκουλαρίκια και περιδέραια από προθέσεις που θα παραμείνουν ανεξιχνίαστες του χαμογέλασε. Μονάχα λίγο όμως και πέρασε στην τάξη της σιωπής, εκείνη που γίνεται κομμάτι της και όλο τη μαθαίνει ένα σωρό παιχνίδια για τις αδειανές τις ώρες. Εκείνος πρόλαβε να της πει δυο τρεις κουβέντες, έπειτα ξέσπασαν καταιγίδες, η βάρκα του σακατεύτηκε στους κάβους και τα βράχια. Ο έρωτας ερχόταν σαν τη νύχτα, αθόρυβος, συντριπτικός, ανυπολόγιστος.
“Τι πρέπει να κάνω για να γίνεις δική μου;”, την ρώτησε και ευθύς γίνανε τα μάτια του υγρά, δυο δειλά φανάρια μες στο ομιχλώδες το τοπίο. “Πες μου, τι θαύμα χρειάζεται;” Η ποίηση απομακρύνθηκε βιαστικά προς την πόρτα του μαγαζιού. Στάθηκε μια στιγμή, την είδε πίσω από το τζαμωτό να ανάβει το τσιγάρο της. Και έπεφτε μια μελαγχολία, ψυχρή και αποκλεισμένη. Παρίστανε την ανίδεη μα παράδερνε μες στον κόσμο σαν μυστικό διαπασών. “Πες μου, τι πρέπει”.
Του’γνεψε πίσω από το τζαμωτό. Λίγο αργότερα, συμπλήρωσε. “Κανένα θαύμα¨. Με τις γόβες της στα χέρια σκαρφάλωσαν στο παλιό γεφύρι. Εκείνη εμπρός και εκείνος, ένας απελπισμένος ποιητής του μοντέρνου μας καιρού ή πάλι κάποιος που γύρεψε ετούτο το ρόλο και τώρα με τον εαυτό του τα βάζει για την αστοχασιά του. “Δεν θέλει θαύματα, μόνο να αδειάσεις τον κόσμο μες στον εαυτό σου, μόνο να καρφιτσώσεις πάνω στο γυμνό σου σώμα όλη την τρυφερότητα αυτού εδώ του δειλού του αιώνα. Μια βόλτα, λίγες κουβέντες διαλεχτές, μια μακέτα αγάπης εκ του φυσικού αρκούν για εφόδια τούτου εδώ του καιρού”
Είχε τόσα να ρωτήσει μα η κρίσιμη στιγμή είχε φθάσει, εκείνη που πάντα έρχεται, ζητώντας από μας μια ξεκάθαρη απάντηση. Η γυναίκα που απομακρυνόταν έφερε πάνω της την αμεσότητα ενός μουσικού κομματιού. Έτρεξε πίσω της, τα χρώματα την κρύβανε ώσπου την πήραν πολύ μακριά. Η ποίηση είχε γίνει μια αλήθεια πολύ ρητορική.
Επέστρεφε απογοητευμένος, τα φώτα του δρόμου, πότε κάτωχρα και άλλοτε κατάμαυρα σαν λησμονημένες υπενθυμίσεις. Έτσι όπως επαναλαμβάνονταν μες στην προοπτική του δρόμου, θύμιζαν μποτίλιες αδειανές, σκίτσα και στίχους αδέσποτους.
Έφθασε στο έρημο το σπίτι. Έβγαλε με κινήσεις τελετάρχη το κοστουμάκι του, γυάλισε τα παπούτσια του, τα άφησε με το καλαπόδι τους και στάθηκε εμπρός από τ’ανοιχτό παράθυρο. Και δεν υπήρχε εκεί έξω καμιά πλατεία, μόνο το καλοκαίρι που έχει ριζώσει για τα καλά μες στις ζωές μας. Ήταν τότε που από εμπρός του πέρασε ένα κόκκινο μπαλόνι. Δυο τρεις φορές κύλησε χάμω και έπειτα στάθηκε να τον κοιτάζει με μια κατακόκκινη αθωότητα που όμοιά της ποτέ δεν είχε συναντήσει. Και ευθύς κατάλαβε τι εννοούσε η ποίηση όταν έκανε λόγο για θαύματα και απλότητες. Το μπαλόνι στροβιλίστηκε δυο φορές και έπειτα ένας ξαφνικός άνεμος το πήγε μακριά. Στη θέση του, ένα παιδί κυλούσε τριγύρω σαν νερό και γερνούσε. Επειδή η ποίηση είμαστε εμείς, με τα χέρια μας στις τσέπες και τα γόνατά μας γδαρμένα. Εμείς με τα φρεσκοβαλμένα μας σακάκια και με ένα φαράγγι για εαυτό μας, ανεξερεύνητο ακόμη...
Απόστολος Θηβαίος