Λευτέρης Χονδρός | Δέκα μήνες αυταρέσκειας | Εκδόσεις Θράκα

Γράφει ο Γιώργος Δρίτσας

Κάθε νέα ποιητική δημιουργία ενέχει, προφανώς, το στοιχείο το ακραιφνώς προσωπικό και ένα άλλο έτερο που την κάνει να ομοιάζει με άλλες ποιητικές συνθέσεις τόσο του παρελθόντος όσο και της εποχής της. Μέσα εξάλλου στη σύγχρονη εποχή είναι αστείο να αναζητούμε την απόλυτη πρωτοτυπία, κάτι που είναι, εν τέλει, βέβηλο για την ίδια την τέχνη της ποίησης και προφανώς για κάθε μορφή καλλιτεχνική δημιουργίας. Καθώς πάντα προηγείται κάτι ή κάποιος πριν από εμάς, κάπως έτσι, εξάλλου, δομείται ο πολιτισμός, και τίποτα δεν δημιουργείται εκ του μηδενός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χάνεται έτσι η ιδιαιτερότητα του εκάστοτε δημιουργού.

Με βάση αυτή την αρχή και αναζητώντας την προσωπική αλήθεια του συγγραφέα και δη στην προκειμένη του Λευτέρη Χονδρού, θα ξεκινήσω την ανάλυσή μου. Χωρίς να επιδιώξω μια ευρύτερη γενεαλογία και σύγκριση με άλλες γραφές και ρεύματα.  

Ο Λευτέρης Χονδρός, λοιπόν, έχει στο βιογραφικό του, αρκετές ποιητικές δημιουργίες, όπως τις ποιητικές συλλογές Το τελευταίο χειρόγραφο (Θράκα, 2019), Οδός Μητροπολίτη  (Σμίλη, 2022) και πρόσφατα το Δέκα μήνες αυταρέσκειας (Θράκα, 2024), στην οποία και θα αναφερθώ παρακάτω.

Η ποίησή του, λοιπόν, είναι μια ποίηση νεανική και ηθελημένα «παιδική». Δεν χρησιμοποιώ αυτό το επίθετο βέβαια ως κάτι αρνητικό, αφού η γλώσσα, οι εικόνες, η έκφραση και τα νοήματα κάθε άλλο παρά απλά είναι στη δομή τους, αλλά αντιθέτως θέλουν κάποια συγκέντρωση για να γίνουν με τον καλύτερο δυνατό  τρόπο αντιληπτά από τον αναγνώστη, που θέλει να δει πίσω από τις γραμμές. Αντιθέτως το χρησιμοποιώ ως βασικό υπαρξιακό τρόπο προσέγγισης της πραγματικότητας από τον συγγραφέα, ο οποίος προσπαθεί να κοιτάξει τον κόσμο με τα μάτια της καρδιάς ενός παιδιού, το οποίο βλέπει ακόμη μαγεία και κάποιο μυστήριο στον κόσμο, και όχι με τον αυστηρό ορθολογισμό ενός ενήλικα, που όμως ως ενήλικη παρουσία ενυπάρχει με τον διακριτικό και άλλοτε αδιάκριτο κυνισμό του εντός των ποιημάτων.

Όλα αυτά, βέβαια, γίνονται δίχως επιτήδευση. Αντιθέτως όπως βλέπουμε στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής «Δέκα μήνες αυταρέσκεια», ο συγγραφέας ταξιδεύει νοητικά από την Ολλανδία στις χώρες του κάτω κόσμου, μεταξύ μύθου, ονείρου και πραγματικότητας – κάτι που επαναλαμβάνεται και σε άλλα ποιήματα του, μέσα στα οποία βρίσκουμε μυθολογικές θεματικές (βλ. π.χ. τα ποιήματα Μέδουσα, Κυκλώπεια, Σίσυφος, Ελένη και Πηνελόπη). Έτσι, λοιπόν, σαν μικρό παιδί («άλλη εποχή από την παιδική δεν είχα») που ανακαλύπτει τον κόσμο, σαν το βρεφικό στάδιο του μικρού παιδιού από τον Ζαρατούστρα του Νίτσε, αντικρίζει ένα κόσμο που θεωρεί με ρομαντική αφέλεια ότι θα σώσει, ξέροντας όμως από «σεξομάγαζα» και άλλα «ανήθικα παιχνίδια», για τα μάτια ενός παιδιού, της ενηλικίωσης (βλ. ποίημα «Ένας φίλος στο Άμστερνταμ»).

Η παιδική καρδιά του συγγραφέα σε αυτό το ποιητικό σύμπαν παίζει σημαντικό ρόλο (βλ. ποίημα «Σαν παιδί»), καθώς αυτή τον κάνει να ξεφεύγει από τα τετραγωνάκια του νου και των αυστηρών γραμμών του τελευταίου («Τίποτα ο νους περισσότερο δεν επιθυμεί Απ’ τις γραμμές τις πάντα ευθυγραμμισμένες Όμως η άστατή μας η καρδιά στην τελική Κάνει εκείνες τις γραμμές τις πιο τσαλακωμένες» -ποίημα: «Άστατη καρδιά»). Η θέρμη της καρδιάς του λοιπόν τον φωτίζει, και κατ’ επέκταση  η ίδια η εσώτερη ύπαρξή του, δηλαδή η ψυχή του, που μετατρέπεται στον μοναδικό οδοδείκτη του μέσα στα χαώδη πλάτη της πόλης και της κοινωνίας των ανθρώπων («Ίσως αν η ψυχή μου δεν είχε τόσο κουραστεί να ’βλεπα πως όλα τα πράγματα που αναζητούσα βρίσκονταν ήδη ανέγγιχτα μέσα σ’ αυτή» – ποίημα «Αναζητώντας»). 

Κλείνοντας, για να μην υπάρξει παρερμηνεία, ο συγγραφέας δεν αντικρίζει αυτόν τον κόσμο με αφέλεια, ίσα ίσα παλεύει με τις εσωτερικές αβύσσους του, όπως μαρτυράει το ποίημα «Το πηγάδι», αλλά παρά ταύτα ανησυχεί και αναζητάει πέρα από την εφήμερη αντίληψη της σύγχρονης εποχής μια άλλη θέαση, βασισμένη στην καρδιά, όπως χαρακτηριστικά γράφει και ο ίδιος «ζούμε στο περιθώριο στην πλούσια πολιτεία αλλά η φτώχεια μας αυτή πηγάζει απ’ την καρδιά, κι αναρωτιέμαι εάν ποτέ θα μάθουμε την αιτία που πάντοτε μίαν άγκυρα θα πέφτει εδώ βαριά» (βλ. ποίημα  «Το κάλεσμα μιας χώρας»).