Απόστολος Θηβαίος | Ποτέ δεν σε ξέχασα Ελπήνωρ

© Fan Ho

αφήγημα


Το γνώριζε πως απόψε θα πέθαινε. Γνώριζε καλά πως εκείνο το βράδυ που ερχόταν καλοκαιριάτικο, με τις φασαρίες και τους θορύβους του θα είχε μια αποφασιστική σημασία για τη ζωή του. Κοίταξε από το ορθάνοιχτο παράθυρο, λίγη θάλασσα και τα αδύναμα φώτα του λιμανιού, οι παιδικές φωνές. Στην αντίθετη κατεύθυνση η νύχτα που κατεβαίνει από τα ρουμάνια, η νύχτα ένα σκληρό όραμα από εκείνα που δεν αφήνουν σκιές, μόνο σημαίνουν κάτι μεγαλύτερο, κάτι περισσότερο από πράγματα στοιχειώδη, όπως ο χρόνος, ο άνεμος, το φιλί, η δόξα. Το γνώριζε πως εκείνο θα ήταν το στερνό του βράδυ. Και ήσυχα, όπως σκιά γλίστρησε από την κάμαρη. Έξω η πόλη ανάσαινε βαριά, τόσα χρόνια δεν έλεγε να πεθάνει. Έγραψε ένα σημείωμα, “πηγαίνω στα άστρα”. Έγραφε και άλλα μα ήσαν οι χαρακτήρες μπερδεμένοι, οι γραμμές τους χάνονταν και έπαυαν πια λέξεις να σημαίνουν.

Τώρα τριγυρίζει στα υποστατικά του. Αγγίζει τρυφερά τ’ άλογο που γέρασε μα τον αναγνωρίζει και σαλεύει ανασαίνοντας την πάχνη της νύχτας. “Αντίο” του γνέφει και εκείνο σαν να αποκρίνεται στρέφει το βλέμμα προς τη θάλασσα, πίνοντας εκείνο το νυχτιάτικο θαύμα. Επειδή τ’ άλογό του ξέρει πως για εκείνον δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Το μέτωπό του καίει, το πάθος του σφοδρό, μια μανία τον κατατρέχει και μια διαύγεια που δεν είχε ποτέ. Φαίνεται πως όλα ετούτα καθορίζουν την ύστατη στιγμή του ανθρώπου. Μια παρουσία νιώθει ξωπίσω του, είναι το πεθαμένο του σκυλί που παίρνει μαζί του τον δρόμο για το κύμα. Τώρα θυμάται, ένας προς ένα έρχονται όλα τα πρόσωπα στο νου του. Τη φαντασία του που τη λογάριαζε νεκρή τώρα την βλέπει πιο ζωντανή από ποτέ να διαφεντεύει τη ζωή του, την ψυχή του, την ύπαρξή του ολόκληρη. Η Αριάδνη, οι Κύκλωπες, οι Λαιστρυγόνες, ο Ελπήνορας – αυτός προπάντων αυτός, με τα πικρά του μάτια – η πιστή του Πηνελόπη, η μητέρα, ο πατέρας, ο γιος του, το πλήρωμά του που χάθηκε ανάμεσα στις συμπληγάδες, η Καλυψώ και η Κίρκη, κορίτσια που δεν ξέχασε ποτέ, νησιά που νοστάλγησε.

Σε μια γωνιά του τοπίου βλέπει το φεγγάρι που ανοίγει έναν δρόμο μες στο νερό. Και έτσι ξέρει πως η κατεύθυνση της ζωής του, έστω και τώρα είναι σωστή. Πως είναι ο δρόμος ο δικός του και σαν από ένστικτο μαθαίνει να τον ξεχωρίζει. Πεθαμένες νύφες που γινήκανε νεράιδες χορεύουν και γελούν τριγύρω και όλες μαζί του λένε, “πάψε να πονάς, πάψε να πονάς”. Μα εκείνος τώρα καταδιώκεται από τις μορφές της ζωής του, σκύβει και πίνει από τ’αθάνατο νεράκι, τα πόδια του γδέρνει στα θαμνιά, η άμμος του μαστιγώνει το πρόσωπο. Και προχωρεί όπως η τέχνη, αργά, μεθοδικά. Και τον στεφανώνουν η επιείκεια, η λύπη, η παραχώρηση, η λευτεριά που στερεώνει το ζητούμενο της ζωής του. Πίσω του η ζωή ενός άνδρα, ο πόλεμος, νύχτα στην Τροία, αργότερα ένα μάτσο κοριτσόπουλα που κοιτάζουν τις ακτές της Ελλάδας και ξέρουν πως είναι γραμμένη η μοίρα τους. Τα μάτια των πνιγμένων στα ανοιχτά της Πύλου του σκίζουν την καρδιά.

Κάποτε κατηφόρισε στον Κάτω Κόσμο, κάποτε κέρασε μαύρο αίμα τις ψυχές που δεν μιλούν, κρατώντας την περασμένη τους αξιοπρέπεια και μια ησυχία ίσως εκκωφαντική, ίσως γεμάτη αίνιγμα. Μα τώρα κανείς δεν θα θυμάται όλα αυτά, περάσαμε στον αστερισμό της λογικής. Από κάπου κύλησε τ’άστρο, μια σταγόνα από τ’άγριο μέλι του ουρανού. Δεν έχει τίποτε να ευχηθεί και τώρα πια η Ναυσικά του, όμορφη, εικοσαετής με βασιλική κορμοστασιά και πίστη κρατιέται πάνω στα κύματα σαν όνομα που ποτέ δεν σβήστηκε, σαν το καλοκαίρι που ποτέ δεν πεθαίνει. Ετούτη εδώ δεν είναι νύχτα, είναι μονάχα ένας φλοιός πένθους.

Κοιτάζει μια τελευταία φορά την πόλη πέρα μακριά. Κάθε φορά θαρρείς πως αλλάζει θέση, πως ζωντανεύει έτσι που σαλεύουν οι φωτισμοί της. Κάπου κάπου φέρνει ο άνεμος τις φωνές, τα γέλια, τις μαρτυρίες της ζωής, μα γρήγορα όλα χάνονται και η νύχτα παίρνει ένα χρώμα γκρίζο ανοιχτό, σαν κάπου να ραγίζει κάτι από το επίμονο σκοτάδι στο βάθος του μυθιστορήματος.

Τώρα βαδίζει πάνω στα νερά, η θάλασσα ήταν πάντα το σπίτι του. Το άσπρο κύμα, εκείνο το μπλε το μακιγιαρισμένο που κρύβει όλη του την επιθυμία, υπήρξαν πάντα οι πιο μεγάλες του αγάπες. Και αν γύρισε, το χρωστά στους ποιητές, σε αυτή τη μεγάλη μεταφορά που είπαμε ζωή μας. Τώρα νιώθει μια ξεκούραση ηδονική και λεπτή και όλες του οι ελπίδες τίποτε δεν σημαίνουν. Ως το πρωί θα’χει χαθεί μες στην τρικυμία. Για λίγο ξύπνησε εκείνος ο στίχος του Ιερομόναχου και “έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα”. Όλοι του οι φόβοι σε λίγο, θα ‘χουν ξεφτίσει σαν τις σημαίες των εθνών που νικήθηκαν από τις άγνωστες συγκυρίες της ιστορίας.

Συνέρχομαι κάπως. Όνειρο ήταν, έτσι όπως το λέει και το τραγούδι. “Τελικά κύριε θα το αγοράσετε, να σας το τυλίξω;” Κοιτάζω το βιβλίο που κρατώ στα χέρια μου. Σε μια άκρια φέρει μια καλλιτεχνική αναπαράσταση της μάχης με τους μνηστήρες. Ο Οδυσσέας μοιάζει εύρωστος, ακμαίος, σίγουρος νικητής. “Όχι, όχι, μόνο μια ματιά έριχνα”. Ο πωλητής έφυγε ενοχλημένος κάπως, άρπαξε το βιβλίο από τα χέρια μου και χάθηκε προς την κατεύθυνση του αρχαίου δράματος. Ότι θυμάμαι από εκείνον τον Οδυσσέα δεν είναι άλλο από τη μορφή του, μισός ναύτης, μισός αρχάγγελος της ελληνικής εποποιίας. Έκανα να φύγω, ο πωλητής με κοίταξε βλοσυρά και κάπως ενοχλημένος. Μια παρέα μπήκε στο βιβλιοπωλείο και ευθύς φόρεσε το καλύτερό του χαμόγελο. Λίγο μετά τον πλησίασα. Είπα κάτι, σαν “ακόμα και τα ξύλινα άλογα γερνούν ξέρετε”. Με κοίταξε και εγώ συμπλήρωσα, “άταρ κλέος άφθιτον”. Ξεχύθηκα έξω, οι συμπληγάδες λέει ακατάπαυστα εργάζονταν, αλέθοντας τα χρόνια μου. Βρήκα τον τρόπο να κάνω εκείνη την έξοδο με πρωτοφανή αξιοπρέπεια. Εγώ που ποτέ δεν θα γίνω ένας Οδυσσέας, εγώ που αιώνιος Ελπήνωρ θα μείνω δεμένος, ένας ναύτης πικραμένος, με το κιούρτο και το κουπί. Αντίο Οδυσσέα, παλιέ μου φίλε, αντίο Ελπήνορα, έρημο ακρογιάλι μου, αντίο για πάντα.