«Στην Απόλλωνος για σούσι». Με τα μαύρα της γυαλιά και το αγορίστικο χτένισμα. Με το μαύρο της παλτό και με τα μαύρα της δάκρυα. Για τον Γ.Χ. , τον Γιώργο της που λογάριαζε από πάντα τον έρωτα μια πράξη βίας. Τον Χειμωνά, μετέωρο τότε και τώρα ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, μια λεπτομέρεια στον πίνακα της Αθήνας που φορά ευρωπαϊκό φουστάνι. Που ερωτεύεται και αργοπεθαίνει Σκουφά και πέριξ, μες στα σπίτια μιας εποχής πολύ αρτ ντεκό, ληγμένης από καιρό μες στις συνειδήσεις του κόσμου. Διαθέτει όμως και μια δροσιά η Μαλβίνα, έχει έναν τρόπο να μετουσιώνει το εθνικόν έρεισμα σε πράγμα προσωπικό του βαθέως εαυτού. Και την ίδια στιγμή συλλαμβάνει την ευαισθησία της εποχής, τα ίχνη του κιτς μες στην αισθητική ζωή μας την ανύπαρκτη. Δεν είναι και λίγο να απομένει έστω και αυτό από τέτοια σιωπή. Τα παιδιά που αγαπάει είναι παράξενα στα αλήθεια, ρωτήστε τον Μπωντλαίρ. Και να θυμάστε, μην της σερβίρετε ποτέ σε φλιτζάνι Μαν Ρέι γιατί δεν κάνει καθόλου κέφι την επαναδιατύπωση που δεν έχει την παραμικρή βαρύτητα. Πάει να πει, τα βαριέται τα κλισέ η Μαλβίνα και ζει πενθώντας που από μόνο του συνιστά μια πρόθεση καλλιτεχνική.
Την βλέπω μονάχη της να ποζάρει με φόντο την πόλη, ολότελα αθέλητα, ολότελα φυσικά. Οι φίλοι της περνούν, την φιλούν και χάνονται. Θυμίζουν εραστές που δαπανήσανε την ευκαιρία τους. Και εκείνη με κορίτσι αναγεννησιακό, μια ευθεία αμφισβήτηση, σε πρώτο πρόσωπο. Σπάζει το δάχτυλο του χεριού στην οροφή της Καπέλα Σιξτίνα και φεύγει με το σύννεφο, πώς αλλιώς;
Μια ζωή σαν μεταφορά, από παράγραφο σε παράγραφο, σπουδάζοντας τον νεοελληνικό πολιτισμό εκ των έσω, με μια πρωτόγνωρη αυθάδεια που δεν έγινε ποτέ υπερβολή. Όλα γραμμένα του μέτρου και οι υπαινιγμοί τα κεφάλαια που ακολουθούν μια διατύπωσή της.
Κορίτσια όπως η Μαλβίνα δεν καίγονται στ΄άστρα. Τριγυρίζουν στην Απόλλωνος, πιάνουν κουβέντα με την Κατερίνα, γκρεμίζουν τον κόσμο από τον μαύρο του καλόγερο, ξεκρεμάνε την κορνίζα του παλιού, φρεσκάρουν τις μέρες μας με μακιγιάζ από λέξεις. Φορούν ένα σακάκι και παριστάνουν τις σκιές. Τις αγκαλιάζουν πεθαμένοι πατεράδες, σφίγγουν κατανυχτικά τα χέρια στο στήθος σαν να τον αγκαλιάζουν.
Δεν στερούνται ήθους, επειδή το κουβαλούν αυτούσιο στο τι και το πώς, στο βλέμμα το ανιδιοτελές που καταντάει λογοτεχνία, έτσι όπως μιλά στις καρδιές μας. Πότε γελούμε, πότε πικραινόμαστε με την Μαλβίνα, μαθαίνουμε να λατρεύουμε τα κοσμιτικά επίθετα, όπως «κούκλα μου» και άλλα τέτοια βαλμένα με έμφαση στο φινάλε ενός σεναρίου ή μιας ιστορίας ή ενός καινούριου συγγραφικού είδους που μπορούσε να κουβαλά το μαγικό μαζί με το τοπίο της πραγματικότητας που δεν διαπραγματεύεται με τίποτε, έξω από τον εαυτό της. Δύσκολο παζάρι και θα προκύψουν απώλειες, εντάσεις, μακριές περίοδοι μελαγχολίας, καιροί ειρήνης και άλλοι του πολέμου. Η Μαλβίνα ντύνεται ναυτάκι του Αιγαίου και ξεχύνεται μέσα από τα δελτία ειδήσεων, με μια πονηριά που κάνει θραύση στην οθόνη. Κυριολεκτική.
Η απόσταση μικραίνει, κάτι σπάει στην σκηνογραφία. Εκείνη μας κλείνει το μάτι, πιο κοριτσίστικη από ποτέ, διαλυμένη και υπέροχη ψυχή, μαζί. Μου θυμίζει εκείνο το φιλμ, μια αβάσταχτη ελαφρότητα. Να μπορούσα λέει να δω, να πω τα πράγματα όπως εκείνη. Επιστρατεύω τον Βακαλόπουλο, μπλέκω τον Κακίση, γυρεύω κοιτάσματα ποίησης, μια ατμόσφαιρα μεταμορφώσεως, ικανή να καταστήσει το φοκλόρ κάτι ολότελα εξευγενισμένο. Όμως μόνο αυτό, επειδή βλέπεις μωρό μου – θα έλεγε και εκείνη – ο θάνατος επιφέρει μια κάποια αμηχανία.
Η Μαλβίνα θα του ξέφυγε. Τ΄όχημα του Χειμωνά, Ινεότης, θα σταμάτησε. Η Μαλβίνα επιβιβάστηκε και τώρα δυο φίλοι υπογραμμίζουν την οδό Απόλλωνος με κάτι φρέσκο στο πνεύμα τους, με κάτι πεισιθάνατο που ΄ναι από σώμα και ατμόσφαιρα δική τους. Αρχίζω να πιστεύω πως όσοι μοιάζουν σοφοί, τα΄χουν βρει με την απώλεια ή τουλάχιστον μάθανε να φτιάχνουν μια κάποια σκηνοθεσία για την ώρα. Μεγάλα μαύρα γυαλιά ηλίου με τον ήλιο εδώ και εκεί με σκόρπια μάτια στην μικρή οδό του Κολωνακίου. Εκεί συχνάζει η Μαλβίνα όταν θέλει να μιλήσει για τα δικά μας, τα κοινά. Τριγυρίζει σαν θαμώνας του καφενέ – έχει γούστο να ανταμώσει με τον Γκόρπα και ύστερα να πνίξουν τις ζωές τους σε λίγα δάχτυλα – συχνά την πλήττει ένας στατικός ίλιγγος που μόνον εκείνη θα ψαχνε για να βρει ένα ισοδύναμό του στις τάξεις, λέει του έρωτα. Εξομολόγηση, σαν τη γραφίδα της, συγνώμη για την ασχήμια μας και λίγη ευφυία για τις άνοστες μέρες μας, εκείνες που ήρθαν δίχως εκείνη, με τη σάτιρα καλοπληρωμένη και για πάντα σ΄απόσταση από την ουσία των πραγμάτων, από ότι μας χρειάζεται και από ότι μας εκλιπαρεί επίμονα για λίγη παρουσία, για λιγότερη απουσία.
Στο μεταξύ, στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας με τις αντιπαροχές του ’81 ακόμη νωπές, ακούγεται ο εξής διάλογος.
Παρακαλώ; Εμπρός; Την Μαλβίνα θα ήθελα.
Τι λέτε κύριε; Ποια Μαλβίνα; Την Κάραλη;
Ναι, αυτή.
Έχει πεθάνει, κύριε, πλάκα μας κάνετε; Πού ζείτε;
Εδώ πιο πέρα και η αλήθεια είναι πως δεν γύρευα εκείνη, μόνο μια λέξη για να κλείσω ένα ποίημα νεοελληνικό, από εκείνα που γράφω δίχως λόγο.
Βρε άει…Έπειτα μονάχος του. Πάει λέει και αυτή.
Απόστολος Θηβαίος