Η μακέτα της ζωής μας

© Eli Lotar

Υπάρχουν δρόμοι
που γίνονται άγγελοι
και ιστορίες
που φαντάζουν πιο σημαντικές
από την ιστορία την ίδια.

 

 

Οδός Αριστοτέλους

 

Πέρασα χρόνια μετά από όλα εκείνα τα γεγονότα. Ο δρόμος είχε πιάσει μια καπνιά μες στα χρόνια και με δυσκολία πια μπορούσες να τον αναγνωρίσεις. Όλα είχαν αλλάξει και τα παλιά τα μαγαζιά είχαν κλείσει από χρόνια. Δεν είσαι πουθενά για να σου πω.

Στη θέση τους παντοπωλεία και ψιλικατζίδικα με ξενόγλωσσες επιγραφές, εδώ και εκεί σκιές. Μήτε τ’αδέσποτα θα φανούν πια στον δρόμο που γίνηκε καινούριος με τόση λήθη φορτωμένος. Το φεγγάρι ήταν πράσινο θυμάμαι – το ‘πε η Αλεξίου και έπειτα η καρδιά της μαχαιρώθηκε – και ήταν κάτι παιδιά που παίζανε όπως στα τραγούδια της ζωής μας. Στάθηκα στο μέσον του δρόμου που ερημώνει μια τέτοια ώρα και είδα όλη μου τη ζωή στην οδό Αριστοτέλους να εκτείνεται. Μου’ρθε ξάφνου μια μυρωδιά μανταρινιού και έκλαψα πικρά, φροντίζοντας να μην φανερωθεί η ευαίσθητη ψυχή, η ραγισματιά. Στο βάθος το σπίτι που παλιώνει με τις τέντες του σκισμένες, καράβι τσακισμένο, ναυάγιο που αργοπεθαίνει κάτω από το βάρος του καιρού. Είπα θα σκύψουν να τους χαιρετήσω, μα δεν ήρθαν και έφυγα αποκαρδιωμένος, σίγουρος, βέβαιος πως τα χρόνια περνούσαν. Και ίσως σε λίγο καιρό από τώρα να λείψω και εγώ από τη γνώριμη τη θέση μου, σαν φθάσει το απόγευμα αργό, νωχελικό, μια παλιά χοροεσπερίδα με τα ίδια πάντα τα τραγούδια και την ίδια πεθαμένη ορχήστρα.

Με πήρε το παράπονο που ‘φυγες νωρίς και δεν είπα τίποτε. Μόνο συγκράτησα τα απλωμένα ρούχα, λάβαρα στα χέρια νεκρών σημαιοφόρων και την ζωή με την αιώνια τέχνη της διέκρινα να κερδίζει στα σημεία. Και θυμήθηκα τον Καμύ που είπε για την πόλη του πως του φάνηκε μια χούφτα αστραφτερές πέτρες. Η αρχιτεκτονική παντού επέμενε μες στην ραθυμία της και είπα να απομακρυνθώ επειδή αν έμενα λίγο ακόμη το δειλινό θα με σκότωνε σου λέω. Θα φύγω, δίχως να κοιτάξω πίσω μου την οδό Αριστοτέλους που γερνά, έναν παλιό αυτοκράτορα της αστικής τάξης που λίγο λίγο ξεφτίζει και πονά.

Παίρνω τον δρόμο που αμέριμνος γερνάει. Κοδριγκτώνος, Ηπείρου, Χέϋδεν, Αβέρωφ και ένα σωρό άλλα σοκάκια μυστικά με αναμμένα φανάρια τους, με την ατέλειωτη θητεία τους μες σε τούτη την ξέφρενη την πολιτεία. Πήρα την οδό Μαγνησίας που βγάζει ως την Πατησίων και ύστερα πεθαίνει λίγο, αποκτώντας άλλα ονόματα.

Στο μπαλκόνι της, με φόντο τα χρόνια τέρατα ένα κορίτσι χτενίζει τα μαλλιά της. Δεν θα’ναι ούτε είκοσι χρονών και όμως μοιάζει με εκείνο το κάτι που αφήνει ακρωτηριασμένο η ομορφιά εδώ και εκεί, μια απόδειξη πως καμιά φορά τα παραμύθια λένε την αλήθεια. Ανταλλάξαμε δυο βλέμματα και εγώ θυμάμαι πως μου χαμογέλασε, εκείνη πρώτη, ανάμεσα σε επιχρίσματα αρτιφισιέλ που λιώνουν, ανάμεσα σε εξώστες και έρκερ με γαλλικές μορφές μπαρόκ και ροκοκό, σε μια προσπάθεια να μνημειωθεί ετούτη η οδός, τώρα και για πάντα. Μια άλλη φορά ίσως να αγαπηθούμε σκέφτηκα και συνέχισα ανάμεσα σε ήχους πουλιών που εκλιπαρούσαν για μια στάλα ελευθερία, τραγουδώντας το δράμα της ζωής τους, τ’ατέλειωτο.

Η οδός Αριστοτέλους μου θυμίζει κάτι μεγάλους ήρωες. Και είναι σκέτη γοητεία είπαν οι παλαιότεροι οι ποιητές των μεγάλων ηρώων να βιώνεις τις τροπές. Το γράψανε τα βιβλία που λιώνουν στο ράφι. Εμπορικόν Δίκαιον, Λογιστική του Κόστους, Δίκαιον Αστικό, κάτι δερμάτινες Ιφιγένειες που θυσιάστηκαν στη μοναξιά εκείνου του σπιτιού. Μα είπαμε να μην τα συλλογιέμαι όλα ετούτα. Καλύτερα με τα ποιήματα, καλύτερα με τα ποιήματα, συλλογίστηκα και εισήλθα στο σκιερό το πάρκο. Έμοιαζε με το ναυάγιο των ρόδων που’χουν τέτοια εποχή το χρώμα τους φθαρμένο.

Και χάθηκα κάτω από τις φυλλωσιές και μία προς μία ξανάβρισκα όλα εκείνα που είχα ξεχάσει, Και τότε τον είδα, ψηλό, ανάμεσα σε στίχους, σε δύσπνοιες και στίχους. Γεια σου Μανόλη, είπα, σαν να τον γνώριζα από καιρό. Τι κάνεις εσύ εδώ;

Και ο ποιητής που αγάπησα είπε: Καμιά φορά έρχομαι εδώ πέρα και πίνω ένα καφεδάκι. Ξέρεις καμιά φορά και εμείς οι πεθαμένοι παίρνουμε ρεπό. Στη ζωή κατεβαίνουμε, στα σπίτια που αγαπήσαμε τρυπώνουμε και αφήνουμε την αίσθηση να μας κατακλύσει. Και λίγο θυμόμαστε πώς ήταν εκείνο και το άλλο, πάει να πει νοσταλγούμε.

Φορούσε ένα κατάμαυρο κοστούμι, τόπους τόπους είχε χώματα. Κίτρινα τα δάχτυλά του από τους καπνούς, χρόνια τώρα. Σε λίγο θα φανούν οι φίλοι μου. Ο Καρούζος και ο Κατσαρός θα’ρθούν και τίποτε δεν θα πούμε. Κάτω θα τα βάλουμε να βρούμε τι ακριβώς μας διέφυγε από την ομορφιά.

Αυτό το τελευταίο δεν το κατάλαβα. Μα δεν ήταν ώρα για να ρωτήσω. Και έτσι πήρα  ένα κομμάτι χαρτί και του πρότεινα να μου το υπογράψει, να ‘χω και εγώ βρε αδελφέ κάτι δικό μου και σπουδαίο. Όμως εκείνη τη στιγμή τρεις μικρές αρραβωνιαστικές μες στ’άσπρα τους τα φουστανάκια περάσανε από τον επάνω δρόμο . Γέλια, χαρές, σκέτος χαλασμός, να δεις που κάτι τέτοια την ομορφαίνουν τη ζωή μας, είπε και εκείνος συμφώνησε.

Τον χαιρέτησα και καθώς απομακρυνόμουν γύρισα να τον δω. Έμοιαζε με ασπρόμαυρη φωτογραφία, με πρόσωπο κατανυχτικό και ολομόναχο, μες σε νερά μαύρα που πνίγουν τους έρωτες. Κάτω από τη φιγούρα του ο κόσμος ριγούσε μα δεν το ‘ξερες. Δεν το ‘ξερες πως οι μεγάλες σκηνές της ζωής σου δεν θα’χουν θεατές, μόνον εσένα και ένα τρόπαιο που το πήρε για πάντα μαζί της η οδός Αριστοτέλους των τραγουδιών.

Μα δεν είχα χαθεί ακόμη για τα καλά όταν επανέλαβε κάτι στίχους που ‘χε ξεχωρίσει και που όπως είπε, μου ταιριάζανε πολύ. Φώναζε από μακριά και τόπους τόπους έσπαγε εκείνη η κίτρινη σκοτεινιά που πέφτει σαν ομίχλη στις γειτονιές του κέντρου. Εκείνη η νεαρή που έμοιαζε με το κορίτσι της Κνωσού, το ίδιο συναρπαστική, ένα σπάνιο φρέσκο  γέλασε και έπειτα χάθηκε στις διαδρομές της. Και εγώ Μανόλη σε άκουγα που διάβαζες τους στίχους σου και περνούσα στο δάκρυ. Και είπα πως απόψε θα κλάψω ώσπου να τυφλωθώ. Ο άνεμος κουβαλούσε τους ύστερους τους στίχους και εσύ δεν ήσουν εδώ για να σου μιλήσω.

Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα
κάτω ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ
νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ

Τίποτε άλλο δεν είπαμε και εγώ βρέθηκα να κοιτάζω κάτι σπάνιες μαύρες πεταλούδες – τις φέρανε από το μοναστήρι- που φτερουγίζανε έξω στην αυλή, πότε πληγώνανε το φεγγάρι και άλλοτε πάλι διέφευγαν της προσοχής για να μεταμορφωθούν σε ολόκληρες στροφές με αβέβαιο τέλος.

Ήθελα να του πω, “Να ξέρεις Μανόλη τα χέρια της εποχής μου είναι πετρωμένα. Το ξέρω πως θα σε ξαναβρώ, πως αν κοιτάξω στο νερό θα σε δω που γίνεσαι ομίχλη και πετάς πάνω από την πόλη. Να ξέρεις Μανόλη εμείς δεν είμαστε άνθρωποι πια, είμαστε κομματιασμένοι άγγελοι και ίσως αύριο να ανακαλύψουμε με το τίποτε έναν τρόπο για να υπάρχουμε. Όπως και η οδός Αριστοτέλους που κρατιέται από τα καλώδια της αιωνιότητας. Όπως η οδός Αριστοτέλους που χιμάει με τα νύχια της στην καρδιά μου. Μανόλη”. Τίποτε δεν είπα.

Και εσύ δεν ήσουν πουθενά και το πάρκο με τις φυλλωσιές τι γρήγορα που χάθηκε. Τώρα όλα θύμιζαν την οδό Αιγύπτου και μια τσιμεντένια θλίψη σκέπαζε την καρδιά μου.

Βεβαίως από όλα αυτά πάει καιρός και είναι όλα πια μακιγιαρισμένα. Και τίποτε δεν σου λένε, δεν σου θυμίζουν τίποτε. Το ξέρω για αυτό σου μιλώ με ποιήματα και ας ξέρω ότι λείπεις και πως στα ίδια τα μέρη ποτέ δεν θα φανείς.

Α.Θ