1). Σκαρώστε μια ιστορία που θα περιέχει τις λέξεις: Αντόνιο, άστρα, σιδεροτροχιές, Μπέρνι, καρότσι ή οποιαδήποτε άλλη θελήσετε. Κανείς δεν θα πρέπει να υπολογίζει την άσκηση για χαμένη. Το λοιπόν.
Ξύπνησα σε μια άλλη απομακρυσμένη χώρα. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν, μόνο θυμόμουν σκόρπιες σκηνές από την ατέλειωτη πορεία μου. Η διαδρομή ήταν απαίσια, θυμάμαι πως κολλούσαν τα ρούχα πάνω στο σώμα μου. Προσπαθούσε μονάχο του το έρμο, έξω από εμένα,, να κάνει ένα βήμα μες στον βούρκο. Η γενική εντύπωσης υπήρξε νυχτερινή.
Μα την ώρα που είχα παραδοθεί στην οριστική απελπισία, βρέθηκα σε ένα πλάτωμα, με χαμηλό χορτάρι και μια λάμπα. Μα ποιος φρόντισε για συνδέσεις σε τούτη την απομακρυσμένη περιοχή, αναρωτήθηκα και ακολούθησα το καλώδιο που χανόταν μες στα δέντρα, μες στο πυκνό τους φύλλωμα. Και πάλι αργότερα, την ίδια ή και περισσότερη έκπληξη δοκίμασα όταν – στ’όνειρό μου πάντα – το καλώδιο ανερχόταν προς την έναστρη νύχτα. Ανεξήγητα πράγματα θα μου πείτε, ιδανικά των ζωγράφων και ανεξήγητη μέθη, ωραία ψεύδη.
Προχώρησα πιο ελεύθερος από ποτέ στην ηφαιστειογενή αυτή χώρα. Εμπρός μου τοπία έρημα, βουνά από άνθρακα όσο βλέπει το μάτι σου. Στο μέσον της διαδρομής μια ξεχασμένη γαλαρία. Ο ελεγκτής αρχαίος σαν νόμισμα μου γνέφει. Ελάτε, ελάτε, ακούγονται ήχοι από σιδεροτροχιές, σίδερα που εκκινούν τη ζωή τους μες σε ριπές επαναλαμβανόμενων μεσημεριών. Αισθάνθηκα κουρασμένος, στάθηκα, αναζήτησα νερό. Βρήκα μόνο το κάρβουνο να αχνίζει εδώ και εκεί. Ήταν ένα παράξενο οροπέδιο, κάπως αφιλόξενο και αχανές. Στο τέλος κάθισα χάμω, καθώς είχα απομακρυνθεί από τις φυλλωσιές που πύκνωναν και πύκνωναν ασύδοτα σε όλα τα μέτωπα. Μέτρησα το κουράγιο μου, το βρήκα λειψό, το βράδυ με αρπάζει σαν άγριο θυμοειδές.
Και πριν το καταλάβω άρχισα να επιστρέφω στην προτέρα ηλικία. Και τα ρούχα μου σκίζονταν και μικραίνανε και το σώμα μου επέστρεφε και θυμόταν. Στεκόμουν μια σπασμένη μαριονέτα στο χείλος του εαυτού μου και όλο θαύμαζα εντός μου σκύβοντας, κοιτώντας σαν μες σε στέρνα ακένωτη, την άπειρη έκταση του χρόνου. Τότε που θα σε έχω αγαπήσει και εσύ το ίδιο. Και δεν θα είναι αργά για κανέναν μας.
Ταράχτηκα, γύρεψα καταφύγιο, μια βροχή από κάρβουνο, ψιλή ψιλή σαν πούδρα έθαβε το τοπίο. Μια φωτιά, εδώ κοντά μου είπε ο ελεγκτής που ξανοιγόταν πέρα μακριά και όμως είχε μια φωνή ζεστή, καθαρή, ελπιδοφόρα. Φωνή οικεία που ‘χα ξανακούσει.
Ξύπνησα φοβισμένος. Η ζέστη φτερούγιζε εδώ και εκεί σαν πεταλούδα της νυκτός, η πόλη βαριανάσαινε και εγώ την άκουγα από το πόστο μου. Συλλογίστηκα το όνειρό μου, οι σκηνές του όλες γκρεμίζονταν τριγύρω μου.
Την άλλη μέρα μες στα σκουπίδια βρήκαν παγωμένο κάποιον συνάδελφο. Λυπηθήκαμε όλοι βεβαίως και μοιράσαμε τα πράγματά του. Μου ‘λαχε μια παλιά αφίσα από κάποιο θέατρο, κάπου στον κόσμο. Οι λέξεις, εγγλέζικες σήμαιναν, “υπέροχα επικίνδυνο” με κόκκινη μπογιά, ίσως φθαρμένη στις αρθρώσεις των γραμμάτων. Κόλλησα την αφίσα σε έναν απομονωμένο τοίχο στο βάθος του γαλάζιου μου στενού. Τώρα ήξερα πως η τραγωδία του άνθρακα μες στο όνειρό μου δεν σήμαινε τίποτε εμπρός σε αυτήν την αφίσα που μια φορά και έναν καιρό άνηκε στον νεκρό κύριο Αντόνιο Μπέρνι.
Τα σκισμένα ρούχα, το σώμα που μεγαλώνει, ποιος απατηλός, νεαρός θεός του σκεπάζει τα μάτια; Όλα τα χρωστώ σε αυτόν τον Αντόνιο Μπέρνι που έβαλε τα αγόρια του να αποκοιμούνται σε σκουπιδότοπους μοντέρνων ίσως πόλεων, φορώντας γάντια περισυλλογής και απέραντη θλίψη στις καρδιές των παιδιών που υπερβαίνουν τη φαντασία του Ριβέρα και χάρη στη μηχανή περνούν στην απέναντι όχθη. Το’παν πριν από αιώνες, για τον ύπνο της λογικής. Δεν τους πιστέψανε, είχε τόσο θόρυβο εκείνα τα χρόνια μες στις ιερές διευθύνσεις της Ευρώπης, οιμωγές, παρακάλια, μετανοείτε, σώσον και άλλα πολλά καρτερικά κωπηλατώντας σε ένα πέλαγος μελαγχολικής, μαδριλένικης μακέτας. Η Αργεντινή του Αντόνιο Μπέρνι, σαρώνεται από καλούς ανέμους και καλούς στρατηγούς και αγόρια που μαθαίνουν από την αρχή το παιχνίδι του πολέμου. Όλο διαψεύσεις, μες στο λατινικό της αλφάβητο, απλόχερη σε ομορφιά και δόξα, η Αργεντινή που συνθλίβεται κάτω από το βάρος του μέλλοντός της. Και τα παλιά παιχνίδια, και τα παλιά σου πράγματα, ω καλή Αργεντινή; Μα εκείνη δεν αποκρίνεται φτερά θεωρητικών της σχολής του Μονάχου ακούγονται, χαμένα άλματα και απέραντη διεκπεραιωμένη νιότη, δεκάδες άστρα με μια πέτρα στον ωκεανό φεύγουν για πάντα. Θα την χρωστά την αθωότητα για πάντα η ιστορία που δεν της καίγεται συνήθως καρφί για τίποτε. Την αθωότητα την παιδική θα την οφείλει, είναι ένα χρέος που θα βαραίνει το μέλλον της, όσο μακρινό και αν κυμαίνεται, μα τόσο διαρκές, μια συμπαγής μάζα μες στο όνειρό σου.
Θυμήθηκα πάλι την ιστορία, το γαλάζιο μου στενό, πράγματα που επιστρατεύει κανείς όταν θέλει να φτιάξει ένα δικό του κόσμο. Όλη τη σημασία την είχε εκείνη η άφταστη μελαγχολία του παλιού παιχνιδιού που δεν σαλεύει μες στο νου μου, δεν προσποιείται πως είναι κάτι στα χέρια του αγοριού με τα ξεφτισμένα ρούχα. Όλο το αίνιγμα μες στο όνειρό του που δεν θα μάθουμε ποτέ.
(2) Περιγράψτε μια συνηθισμένη μέρα
Ξύπνησα αργά. Το’χω αυτό το συνήθειο και μου φαίνεται ταιριάζει και στην εκφώνηση αγαπητέ κύριε διορθωτή, όποιος και να ‘σαι. Ότι θέμα και να έβαζες, να σου πω την αλήθεια, εγώ τα δικά μου θα σου έγραφα. Να σου πω και τον δικό μου καημό που με βαθμολογείς δίχως να με ξέρεις. Η γιαγιά Ιρίνα λέει μην κρίνεις για να μην κριθείς. Κάποιος άλλος της το ´χει πει μα είναι ζαλισμένη από τις δεκαετίες, φανταστείτε να συντρίβονται τα χρόνια πάνω στο κεφάλι σας, κύριε διορθωτή. Έτσι λοιπόν, εγώ πρέπει να σου πω ότι σήμερα, εδώ, δεν παίζεται κανένας σπουδαίος σκοπός. Δεν ξέρω καν πώς βρέθηκα εδώ. Νομίζω πως όλα αυτά τα ζει κάποιος άλλος, με έχει κυριεύσει μια απόσταση και κρατιέμαι μακριά από τον εαυτό μου. Δεν με νοιάζει το θέμα, έτσι και αλλιώς θα’μαι για πάντα εκτός. Εκτός σαιζόν, εκτός εποχής, εκτός συναγωνισμού, εκτός βάσεων, λίστας, επετηρίδας, νυμφώνος και τα λοιπά. Αγαπητέ κύριε διορθωτή, παρακαλώ φερθείτε με σεβασμό και τρυφερότητα στη φτωχή αυτή ύπαρξη. Μα και αν πάλι σταθείτε αυστηρός κριτής, να ξέρετε κύριε διορθωτή, τίποτε δεν μπορείτε να κάνετε με την καρδιά μου.
(3) Μιλήστε μας για τον ελεύθερο χρόνο.
Λυπάμαι που θα σας απογοητεύσω κύριε διορθωτή. Είπα με την προηγούμενη ερώτησή σας πως τέλειωσε αυτή η κοροϊδία. Πως αυτό το θεατρικό έργο επιτέλους τακτοποίησε τις οφειλές του και μπορεί να αποσυρθεί. Τα σκηνικά του μέρη δεν θα τα θέλει κανείς για αυτό και μπορείτε να τα πετάξετε μακριά. Ωστόσο, αν επιμένετε – που το κάνετε δηλαδή, το ξέρω και ας μην έχουμε συναντηθεί ποτέ εμείς οι δυο – να σας πω δυο λόγια αγαπητέ κύριε. Για τον ελεύθερο χρόνο που λέτε. Εμείς τη σήμερον ημέρα δεν διαθέτουμε καθόλου από αυτό το πολυπόθητο πράγμα. Και αν νομίζετε ότι μπορεί να χρειαστούν τετρακόσιες πενήντα λέξεις, εγώ μπορώ κύριε διορθωτή με πολύ λιγότερες να σας πείσω πως για τον άνθρωπο της εποχής μας ο ελεύθερος χρόνος συνιστά μια πρώτης τάξεως πληγή. Πάει να πει πως είτε περισσεύει μα η αδυνατισμένη μας φαντασία δεν μπορεί να θρέψει. Θεέ μου τι πείνα, τι δίψα! Ή πάλι, ποτέ δεν φτάνει και εμείς απομένουμε διαρκώς με την πίκρα εκείνων που χάσανε όλες τις ευκαιρίες τους. Μην τα συζητάτε κύριε διορθωτή, δεν ξέρετε τι πάει να πει χρόνος ελεύθερος, τι σόι πράμα φοβερό και αιμοβόρο που είναι. Διότι με την αδυναμία μας να τον χαρούμε αιωνίως μας λείπει και ποτέ δεν τον χορταίνουμε. Και ένα μερίδιο της δυστυχίας μας χωρεί μες σε τούτο το επιχείρημα, κύριε διορθωτή μου. Ας πούμε, εσείς για παράδειγμα, αν τάχα σας χαριζότανε ένας άπλετος χρόνος, τι θα κάνατε; Να σας πω εγώ που το’χω συλλογιστεί καλά, όπως άλλοτε ο κύριος Κνουλπ και ακόμη παλιότερα ο λεγόμενος και “ακαμάτης”. Θα απελπιζόσαστε και δεν θα ξέρατε πώς να σταθείτε. Η καρδιά σας μες στη δαπάνη θα καιγόταν που ‘ναι φωτιά σαν όλες τις άλλες, δηλαδή καταστροφική. Και εσείς θα ζούσατε με μάτια τρελά, αλουμινένια, με τον ελεύθερο χρόνο στο πλάι σας, μικρό παιδί με μαύρα τα μάτια από την πείνα και τις κακοτοπιές. Οπότε μην τα ρωτάτε πώς περνά ο ελεύθερος χρόνος του ανθρώπου. Πρόκειται για δυστυχία μεγάλη αυτός ο χρόνος ο ελεύθερος μα και κάθε άλλος. Της ευφυίας και του μονολόγου της λογικής, μια άχαρη εποχή. Μια τρομερή δυστυχία. Κύριε διορθωτή.
(4) Τι δουλειά θέλετε να κάνετε. Πείτε μας για εσάς στα πρότυπα μιας προσωπικής εξομολόγησης.
Εγώ αν μεγαλώσω θα’θελα να γίνω ιατρός. Να διαβαίνω παρελαύνοντας Μαραθώνα Σύνταγμα με ένα πανό, κατάμεστος από αθωότητα. Μα δεν θα μεγαλώσω ποτέ. Γιατί φοβάμαι πως αν μεγαλώσω κάτι που αγαπώ βαθιά θα’χει χαθεί. Και έτσι τα όνειρα που αφορούν το μέλλον μου φαντάζουν άχαρα και περιττά. Επειδή εγώ, κύριε διορθωτή δεν θα μεγαλώσω ποτέ. Ίσως τα χέρια μου να μακρύνουν και τα γένια μου να γενούν σκληρά, μα εγώ δεν θα μεγαλώσω, όχι, ποτέ δεν θα μεγαλώσω. Θα παραμείνω λέει στο χείλος της παιδικής ηλικίας, σκυφτός θα πίνω νερό από εκείνη τη βρύση. Και θα’μαι παιδί και θα στήνω ξόβεργες να πιάσω τον χρόνο που με γυροφέρνει. Δεν θα μεγαλώσω ποτέ. Θα μείνω η νύχτα η υγρή των παιδιών, όπως την θυμάμαι και την αγαπώ. Ποτέ δεν θα μεγαλώσω και σαν φανεί ο άνεμος, εγώ σαν όλα τα αναγκαία πράγματα θα αφανιστώ, δίχως να το ξέρω. Πριν χαθώ, λέει κύριε διορθωτή θα ανάψω ένα τσιγάρο πάνω στην φεγγαρόπετρα. Ήσυχα θα καπνίσω και έτσι μικρός όπως αιώνια θα μένω, η μοναξιά μου τη δική σας θα συναντήσει, αυτή την ανεπιφύλακτη που καραδοκεί πίσω από την καρδιά σας. Κύριε διορθωτή, δεν θα γίνω τίποτε ποτέ επειδή δεν θα μεγαλώσω. Ποτέ κύριε διορθωτή, ποτέ.
Απόστολος Θηβαίος