Διήγημα της μιας δραχμής
Απ έδώ παρακαλώ, οι έχοντες μια κάποια επιφάνεια, απ’εδώ παρακαλώ. Εμπρός πήγαινε ο άγγελος κουτσαίνοντας με μια σκοροφαγωμένη φτερούγα. Από την καλοσύνη.
Οι άλλοι τον πήρανε στο κατόπιν, κάπως σκεπτικοί και διστακτικοί. Πλάι τους ποταμάκια και όμορφα, ξύλινα σπιτάκια με μαρμάρινα περίπτερα και έναν γαλάζιο, – σκέτη μονοχρωμία – ουρανό. Θα μπορούσαμε να μάθουμε πού πάμε; Τέλος πάντων, ακόμη και αν μας τραβούν προς τα μαρτύρια, θα πρέπει να το ξέρουμε. Έι, εσύ, άγγελε.
Και με ένα φοβερά παραμορφωμένο πρόσωπο, στράφηκε κατά το μέρος του ο άγγελος. Τα μάτια του στάζανε αίμα, ναι, αίμα. Πάτε εκεί που πρέπει. Και για να ‘χουμε καλό ερώτημα, μόνο εσύ ρώτησες. Τη λες θάρρος αυτή σου τη στάση;
Ο άλλος, ο άγνωστος που ‘χε μόλις πεθάνει και τη μύτη του τριβέλιζε το μύρο, λαδωμένος ως το λαιμό, έψαχνε τον τρόπο να φερθεί σε μια εντελώς ανοίκεια περίσταση.
Να σας συστηθώ, αυτό μάλιστα. Είμαι ο κύριος Α. Θ. εργοστασιάρχης, πολύ πετυχημένος στην προτέρα ζωή, τι να σας λέω. Αν έβγαινα την Κυριακή, όλοι μου φιλούσαν το χέρι. Αλλά και εγώ, κιμπάρης. Και εδώ που τα λέμε, πώς να τα φάει τόσα λεφτά ένας άνθρωπος μονάχος του; Λοταρίες, στοιχήματα, δώρα, παιχνίδια γνώσεων, πάντοτε έβγαζα ένα χιλιάρικο, ωραίο και κολλαριστό που ισοδυναμούσε με δεκαπέντε ώρες λειτουργίας της μηχανής άλφα που ανακατώνει το νήμα. Το προσέφερα σε όποιον ξεχώριζε και οι μανάδες λιγώνονταν. Τα κορίτσια λιγότερο, μα πού να φανταστούν έτσι που γελούσανε σαν τα εικοσάχρονα τ’άστρα πως το ζήτημα γαμπρός συνιστά μια απαιτητική ιστορία. Όσο για μένα, αυτός είμαι, τα σκορπάω ή τουλάχιστον τα σκόρπαγα. Κάποτε έχαιρα εκτίμησης, μα τώρα, με σέρνουν τον άμοιρο. Και αυτό το κοστούμι και τα κοτσάνια παντού, μες στις τσέπες μου και μέσα στο γιακά μου. Μα σας ρωτώ, τι συνήθειο να πετούν όλοι πέτρες πάνω στο καπάκι. Και ύστερα ο κεκοιμημένος δούλος σου, μα πώς να κεκοιμηθεί, μου λέτε με τον πετροπόλεμο; Όπως και να’χει η απόκρισή σας στερείται λεπτομερειών, μα και πάλι σας ευχαριστώ που βρήκατε κάτι να μου απαντήσετε. Είστε ένας άγγελος!Δεν θα επιμείνω.
Οι άλλοι προχωρούσαν κοπαδιαστά, πότε τους κοιτούσαν που συζητούσαν και έπειτα με τα παπούτσια τους βγαλμένα χάζευαν τις εξοχές που ανοίγονταν. Ο άγγελος τους έλεγε να σηκωθούν, συμβουλευόταν την ώρα, πρέπει να κινήσουμε, έλεγε. Εδώ δεν νυχτώνει ποτέ, μα το πεπρωμένο σας πρέπει να τακτοποιηθεί, απόψε κιόλας. Άντε μωρέ παιδιά και φτάσαμε, τους εμψύχωνε ο άγγελος και όλοι μαζί τραβούσανε. Και ώρα την ώρα λύνανε τις γραβάτες, πετούσαν τα σακάκια και με τα καλοκαιρινά φανελάκια τους δεμένα στο κεφάλι, αυτοί οι άνδρες που πέθαναν μόλις πριν από μερικές μέρες, προωθούνταν στον θάλαμο της κρίσης. Η διαδικασία θύμιζε σφαγείο, μα κανείς δεν μιλούσε. Ετούτη μοιάζει η κρισιμότερη ώρα του καθενός. Δεν το ξέρανε μα στις τσέπες του καθένας έρχεται μια ώρα που αποκτά μερικές πέτρες και όσα τα κρίματά του τόσες και οι κοτρόνες που θα παραγεμίσουνε το σακάκι του.
Ο κύριος Α. Θ. περπατά με τον άγγελο. Συζητούν για επιστήμη, για μουσική και χορό, για την αρχιτεκτονική, για τον Μιχαήλ Άγγελο και τον Ραφαήλ και τον Μπάνκσι. Και γελούν καθώς η ώρα μοιάζει να ‘ριξε άγκυρα μες στ’απόγευμα. Μόνο για τον χρόνο δεν είπανε τίποτε, επειδή ο άγγελος σε μια δίχως αιτία και αφορμή εκφορά του, είπε κάπως μελαγχολικά, τα ρολόγια γκρεμιστήκανε.
Στην άκρη του δρόμου στέκουν κάποιοι περαστικοί. Άγνωστοι και αυτοί στα βάθη του τεράστιου καμβά με θέμα τις ακαταπόνητες εξοχές. Ο Α. Θ. εκπλήσσεται με το γεγονός της επαιτείας που τελικά παραμένει ένα προσοδοφόρο επάγγελμα ακόμη και για τούτο τον κόσμο, τον αλλιώτικο, που πάντα περιμένει στην άλλη πλευρά του παραθύρου. Ο άγγελος σπεύδει να του εξηγήσει, διακόπτοντας τις απορίες του. Οι άνθρωποι αυτοί στερούνται της δραχμής. Τι μου λέτε, απαντάει ο νεκρός εργοστασιάρχης.
Ετούτες οι ψυχές είναι πεθαμένες όσο και εσείς. Μα την κρίσιμη στιγμή, φάνηκαν απροετοίμαστες και τώρα παραμένουν εδώ μετέωρες. Ξέρετε από τι πάσχουν; Από μια δραχμή.
Ο κύριος Α. Θ. χαμογελά με τρόπο και κάτι γυρεύει στις τσέπες του. Στην αρχή δίχως αγωνία, ίσως με την ελαφρότητα ενός βέβαιου ανθρώπου. Μα γρήγορα η περιπαιχτική του διάθεση παραχωρεί τη θέση της στην τρομερή συνειδητοποίηση πως από τις τσέπες του λείπει η περιβόητη δραχμή. Σκύβει, κάτι λέει στον άγγελο. Θα με δανείσετε εσείς; Ντρέπομαι που το λέω, θα έπρεπε να σιχαθώ τον εαυτό μου, μα ειλικρινώς θα σας την επιστρέψω κατά το πολλαπλόν. Ένα στοίχημα, μια στημένη υπόθεση, ένα γερό ποντάρισμα και θα σας κάνω πλούσιο. Όχι πολύ, σαν εμένα, να σας δέρνουν τέτοια φοβερά δράματα. Μα ευκατάστατο όσο να πει κανείς, να μην έχετε καμιά απολύτως ανάγκη ανικανοποίητη. Ο άγγελος γελούσε κουλουριασμένος στην άκρη του δρόμου, μες στον ίσκιο του εξοχικού περιπτέρου.
Δεν έχω. Αυτό είναι το πρόβλημα. Έμεινα εδώ, άγιασα που λένε. Πόσες φορές δεν στάθηκα στην άκρη του δρόμου να ζητάω μια δραχμή, τίποτε άλλο. Και δεν βρέθηκε κανείς να με συντρέξει. Στο τέλος ο κύριος Διευθυντής με λυπήθηκε, του μιλήσανε για μένα και είπε, με μια βροχή να κυλάει από τα γένια του, “κάντε τον άγγελο”. Όπως βλέπετε, οι φτερούγες μου ξεφτίσανε και εμένα μου’μεινε το γινάτι της δραχμής και που με δυο κοτσονάτες φτερούγες δεν ταξίδεψα μια φορά εκεί ψηλά. Όπως καταλαβαίνετε, δραχμή εδώ δεν έχει. Καθένας διαθέτει τη δική του, κάποιοι που είχαν μεριμνήσει προχωρούν ανενόχλητοι ως τα απάνω δώματα. Κανείς δεν μαθαίνει ποτέ για την τόση ευτυχία τους. Μια δραχμή κοστίζει το βόδι στην πύλη. Ένα ολόκληρο κοπάδι περιμένει και περιμένει μα κανείς δεν συλλογιέται τη δραχμή του και ο κτηνοτρόφος αποκοιμιέται, χρόνια ολόκληρα τώρα, κάτω από τα βαθιά μουρμουρητά των αργοκίνητων βοδιών.
Μια δραχμή το βόδι; Αστειεύεστε. Τόσο φτηνά δηλαδή; Ήθελα να ‘ξερα τι περιθώριο κέρδους υπολογίζετε. Κάνετε λάθος, ένα γερό, εμπορικό μυαλό μπορεί να στήσει μια ωραία κατάσταση.
Τα χρόνια των ανθρώπων περνούν μα για εκείνους τίποτε δεν σημαίνει. Και αν κάτι αλλάζει αυτό δεν είναι άλλο από τη διάταξη των άστρων. Οι δυο τους μοιάζουν αλλαγμένοι, με μια βαθιά καλοσύνη να τους αυλακώνει τα πρόσωπα. Απ’εδώ περάσαμε. Μπορεί, του αποκρίνεται ο άγγελος με τη σπασμένη του φτερούγα. Σαν εκείνον της μητέρας, τότε που οι δυο τους παλέψανε. Μα λίγη σημασία έχει και προχωρούν.
Τινάχτηκα μες στον ύπνο μου. Χρειάστηκε λίγη ώρα ώσπου να επανέλθω πλήρως. Προς στιγμήν είχα διαβεί το όνειρο και η ζωή μου κρινόταν από κάτι που μου διέφευγε. Κοίταξα στις τσέπες μου. Τίποτε, καμία ένδειξη, τίποτε. Και εμπρός μου, δυο βήματα εμπρός μου άστραφτε το περιφρονημένο κέρμα, μια δραχμή. Θαρρείς κάποιος την είχε βάλει εκεί για να με διδάξει μερικά πράγματα ή για να μου θυμίσει το όνειρο. Κύριε ήρθε η ώρα να με συντρέξεις.
Τέτοια πράγματα δεν τα σκέφτεσαι, μήτε αισχύνεσαι για αυτά. Την πήρα στο χέρι μου και την έκρυψα βαθιά στην τσέπη του μπαλωμένου παντελονιού. Κάποιος πέρασε βιαστικά. Τι μπορεί να πάθει κανείς. Ο άλλος κοντοστάθηκε, με κοίταξε υποτιμητικά και χάθηκε προς τη μεριά της λεωφόρου. Μου φάνηκε γνώριμος, σαν να’χαμε κάτι μοιραστεί οι δυο μας, σε μια άλλη εποχή, σε μια άλλη ηλικία.
Απόστολος Θηβαίος