Ικανοποιημένος όποιος αναρριχήθηκε δίχως τη βοήθεια του καιρού. Ήρθε
στον άνεμο κόντρα, διέσωσε τα φύλλα από πτώση και τους θάμνους από
πνιγμό. Εκείνος μόνον ξύπνησε κι αποκοιμήθηκε σε ήρεμη αγκαλιά.
Ατενίζει αγέρωχος τις σταγόνες, τους κεραυνούς, τις ζωντανές κοιλάδες.
Εκείνος είναι ο ηλιοκράτορας. Έτσι η χαρά δεν σχηματίζει όρη και χαράδρες
μπροστά του.
Ικανοποιημένος όποιος ζωγραφίζει έναν ορίζοντα βουτώντας το πινέλο βαθιά
στα χρώματα του νερού.
Ονειρεύεται καμβάδες από κύματα και γλάρους, και πέρα, πιο πέρα, το γκρίζο
δελφίνι να του χαμογελά.
*
Ικανοποιημένος όποιος αρνείται το φιλί του Ιούδα γιατί δεν αναμένει μια
σταύρωση. Αλλά, συχνά τη λύτρωσή του. Μα κι όποιος το δεχτεί,
προετοιμασμένος δεν είναι.
Κρυμμένο πίσω από κάθε χείλος, το φιλί, καρτερεί την προδοσία. Δεν γνωρίζει
εάν επιτίθεται ή υποχωρεί, τη σωστή στιγμή πάντοτε.
Ικανοποιημένος όποιος περιπατεί τον Γολγοθά του δίχως σταυρό. Θα ανεβεί
την ανηφόρα ανάλαφρος, θα αποκοιμηθεί ήσυχα στην κορυφή. Θα ζήσει για
να δει τα μαρτύρια των άλλων.
Στα μισά του δρόμου θα έχει μοιραστεί τη δυστυχία του. Θα προσφέρει νερό,
ως πράξη μετάνοιας για τη δική του ευτυχία.
*
Ικανοποιημένος όποιος σπέρνει σε χώμα άνυδρο. Καθημερινά θα τους ποτίζει
με τον ιδρώτα του, καρτερώντας μια στάλα βροχής. Την επομένη θα
απογοητευτεί. Τον άλλο μήνα θα βουρκώσει. Ώσπου να ριζώσει η υπομονή
του στην άκρη των βλαστών. Ικανοποιημένος όποιος πίνει νερό από βούρκο
και κρασί, σε ποτήρι λερωμένο. Θα εκτιμήσει την καλύβα που ξαποσταίνει και
το φύλλωμα του αμπελιού. Κάθε άνοιξη, στο περιβόλι, θα τον περιμένει το
σκιάχτρο που διώχνει τ’ άρρωστα πτηνά.
Η Μαρία Γιαννακάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975, τελείωσε τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και διάλεξε να γίνει γιατρός από σεβασμό στον ανθρώπινο πόνο όμως στην πορεία ανακάλυψε τις ευεργετικές ιδιότητες της ποίησης, χώρος ταιριαστός αλλά και αταίριαστος με την Ιατρική, αναλόγως με ποια διάθεση και ματιά το βλέπει κανείς. Είναι λίγο καιρό στον χώρο της Γραφής και υποκλίνεται στη μουσικότητα, αρμονία και αιωνιότητα των στίχων νεότερων μα και παλαιότερων, διαρκών στον χρόνο, δάσκαλών μας, ποιητών. Θέλει να τους μοιάσει, όπως και σε κάθε αξιόλογο άνθρωπο, στην προσφορά. Κι ελπίζει με τη “φωνή” της να βάλει ένα λιθαράκι σε αυτό που -πολλές φορές δίχως να γνωρίζουμε καν το νόημά του- αποκαλούμε πολιτισμό του Ανθρώπου. (Όποτε φοβάται το σκοτάδι των ψυχών τους διαβάζω ένα ποίημα όπως ένα βιβλίο Ιατρικής διώχνει το σκοτάδι του σώματος).