Πονούσα φριχτά όταν σκίστηκα στα δυο κι ήταν η ώρα να γεννηθώ. Υγρά. Κάτω από σάπια χόρτα και φύλλα νεκρά. Οι νύχτες μίκραιναν, ξυπνούσε το χώμα, το κρύο μαλάκωνε κάπως. Λυώναν τα χιόνια, κελάρυζαν, έσταζαν όλα. Τα δέντρα τανύζονταν κι άλλα λογής-λογής φυντάνια ετοιμάζονταν να βγουν στον κήπο γύρω μου: Εκεί με τόξεψε το πρώτο φως κι όταν ανάσανα, άρχισα να ριζώνω δίπλα στη βάση ενός σκαλοπατιού. Βαθαίνοντας ψήλωνα. Ήταν ωραία.
Είχε πουλιά που σκάλιζαν με ράμφος και νύχια, δυο κουτάβια, έν’ αρνί, ένα κουνάβι πού και πού, τυφλά σκουλήκια, μικρές κάμπιες που όλο ροκάνιζαν. Σαλιωμένα σαλιγκάρια που σκαρφαλώναν παντού. Κακαρέντζες, σπόροι, αυγά, κουτσουλιές. Βαθαίνοντας ψήλωνα κι εγώ μαζί μ’ αυτούς που τα ’χαν καταφέρει. Ήταν ωραία.
Σιγά-σιγά είχε πια πιότερο φως: Χάδι το φως κι ο αέρας. Μυρωδιές, πιο πολλές μυρωδιές· φλισκούνι, λεβάντα, θυμάρι, κοπριά, σαπίλα, ρίγανη, θάνατοι, γέννες, λεμονανθοί, γιασεμιά, περισσότερη ορμή κι άλλη ζωή που φέρνει και παίρνει.
Μάκραινε κάθε μέρα η μέρα κι είχε κι άλλο φως· πιο δυνατό φως. Ήρεμη ζέστη, λίγο πιο λίγο νερό. Σκαθάρια, ποντίκια, μύγες, αράχνες, μυρμήγκια,, σμάρια ζούμπερ’ αμέτρητα, θορύβους πολλούς, μπουμπούκια που έσκαγαν. Ήρθανε μέλισσες, σφήκες, σερσέγκια, Βγήκανε τζίτζικες, γρύλοι τη νύχτα, γκιώνηδες, νυχτερίδες, ένας ασβός.
Κι άλλη ζέστη μετά. Kι άλλο φως· φως που τύφλωνε. Κι ύστερα ζέστη· ζεστή ζέστη. Λιγότερο ακόμη νερό. Σχεδόν καθόλου νερό. Πολλές μέρες έτσι. Καθόλου νερό πια. Πύρωσαν όλα. Δύσκολα. Πολλές μέρες. Πολύ δύσκολα. Άλλοι δεν τα κατάφεραν· τάισαν τα πουλιά τις ακρίδες τα σαλιγκάρια. Εμένα δε μ’ έφαγαν. Ωραία ήταν.
Κι ήρθε τότε μια κοπελιά. Μικρή, νέα, σαν χελιδόνι, σα μέλισσα. Ήρθε και στάθηκε από πάνω. Έβαλε δίπλα μου το ένα πόδι, πάτησε στο σκαλοπάτι με το άλλο κι άρχισε να ρίχνει νερό. Πολύ νερό σ’ όλον τον κήπο. Νερό δροσερό μ’ ένα λάστιχο. Πολύ. Σύννεφο οι στάλες νερού σ’ όλον τον κήπο. Κατάβρεχε παντού. Εμένα όχι ακόμα. Θα μου ρίξει κι εμένα. Θα με δει. Όχι. Δεν έτυχε, δε με είδε. Δεν έφτανα τόσο ψηλά· μέρες τώρα δεν είχα ψηλώσει. Αύριο. Την άλλη φορά.
Εμένα δεν μου ’ριχνε νερό. Δε μ’ έβλεπε. Ερχόταν την ίδια ώρα, στην ίδια πάντα θέση πάνω μου και δε μ’ έβλεπε από εκεί που στεκόταν. Δε μ’ έβλεπε κι εγώ κοιτούσα ψηλά, ανάμεσα στα σκέλια της που άλλοτε φορούσε κάτι κι άλλοτε όχι. Ωραία ήταν. Κάθε τόσο κάθε μέρα. Θα με δει. Αύριο. Δε μ’ έβλεπε κι εγώ κοιτούσα. Θα με δει: Αύριο ίσως. Όχι. Κάθε τόσο κι άλλο τόσο κάθε μέρα. Κι άλλη ζέστη φωτιά. Στάλα νερό. Ούτε μία. Δε μ’ έβλεπε. Κι εγώ κοιτούσα ψηλά μα δε μ’ έβλεπε. Ποτέ δε με είδε. Ο αέρας μ’ έκαιγε κι αφέθηκα ήσυχα στην πυρωμένη αγκαλιά που μ’ έλειωνε. Κι όλο κοιτούσα ψηλά και δεν ψήλωνα. Αυτό ήταν· ωραία ήταν.
©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
Αθήνα 3 Μαΐου 2024
alexadam48@ hotmail.com
* * *
Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά στο ΕΚΠ, σκηνοθεσία, κλασική κιθάρα στην Αθήνα και παρακολούθησε μεταπτυχιακά –Sociologie Politique– στη Σορβόννη. Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος τής μη κερδοσκοπικής ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’. Διετέλεσε μέλος και γενικός γραμματέας τού δ.σ τού Εθνικού Θεάτρου.
Οι συλλογές διηγημάτων του «Δώδεκα και ένα ψέματα» και «Ψέματα πάλι» κυκλοφόρησαν στη Γαλλία Γερμανία Ολλανδία Τουρκία Ινδία. Το θεατρικό «Ο Σιμιγδαλένιος» παρουσιάστηκε αγγλικά στο Wesley College τής Μελβούρνης και τουρκικά στο Κρατικό Şehir Tiyatro τής Κωνσταντινούπολης, ενώ εδώ έχει ανέβει σε πάνω από 85 διαφορετικές παραγωγές (Εθνικό Θέατρο, Κ.Θ.Β.Ε, πολλά ΔΗΠΕΘΕ κ.α.)
Άλλα έργα: «Το τσιγάρο και η γιόγκα», «Οχιναιλέγοντας», «Ίναχος ο γιός τού Ωκεανού», «Τα όχι τού ΝΑΙ», «Οι Δαιμονισμένοι», «Auguste Rodin Διαθήκη», «Ο Αδάμ και το μήλο», «Ο κύκλος που δεν κλείνει», «Χύμα».