Επιμύθιον καλείται σύνοψης πνευματώδης
και αφοπλιστική,
περί του πορίσματος ενός μύθου
Η Ιστορία
[…Από το τραπέζι μας έξαφνα σαν μάκραινε θυμωμένη η Λουίζα, τόσο νευρικάι του καπέλου της τ’ άνθη κουνιόντανε μα εξόχως ρυθμικά.
Αποτραβήχτηκε στην κάμαρη της, δεν είχε τίποτε άλλο να προσθέσει. Μα προτού βγάλει το φουστάνι της έπεσε και έκλαψε πικρά για τη ζωή της. Έφερε στο νου της εκείνα τα χρόνια, όταν ήταν παιδί. Όταν έδινε ονόματα στις κούκλες της, ονόματα, όπως Μπιάνκα, Ντολόρες, Κίκα. Έπειτα αποκοιμόταν ανάμεσά τους, με εκείνη τη γλύκα του παιδιού που είναι έτοιμο να χαθεί μες στο όνειρο.
Τι γίνανε εκείνα τα χρόνια Λουίζα, εκείνες οι κούκλες τι γίνανε, πώς χαθήκανε έτσι ξαφνικά; Δεν χρειάζεται να λυπάσαι Λουίζα, μόνο να ζήσεις τη ζωή που σου χαρίστηκε. Μόνο να χαμογελάς πρέπει Λουίζα στα αγόρια των ναυπηγείων που σε ερωτεύονται με όλη τους την καρδιά. Μα μόνο για μια νύχτα, τίποτε περισσότερο. Και εσύ Λουίζα πικραίνεσαι, μα δεν το δείχνεις και στέκεσαι στη γωνιά του δρόμου, χαμογελώντας όλο λαγνεία στους μάγκες που περνούν σιγανά με τις αστραφτερές τους κούρσες. Είναι αλήθεια, Λουίζα πως ετούτος εδώ ο κόσμος φτιάχτηκε για αυτούς τους νέους. Εσένα δεν σου χαρίστηκε τίποτε και για να επιβιώσεις έμαθες να χαμογελάς, να παίρνεις πόζες γεμάτες αισθησιασμό, εκεί μες στην απέραντη ζωή του δρόμου.
Άναψε την λάμπα και κοίταξε τον εαυτό της στο βάθος του καθρέφτη. Πού χάθηκες Λουίζα, ρώτησε χαμηλόφωνα και άφησε το φόρεμά της να πέσει. Μες σε εκείνη την κάμαρη ζούσε ένα γλυκό φθινόπωρο, αφού με τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε να μοιάζει εκείνο το θρόισμα που άφηνε σαν υπαινιγμό και σαν υποψία το φουστάνι της όπως σωριαζόταν στο ξύλινο πάτωμα της κάμαρης. Είδε τα σημάδια επάνω της. Τα άφηνε ο χρόνος, εδώ και εκεί, σαν αναγνωριστικά κάποιας μάχης με απέραντες απώλειες. Θέλησε κάτι να πει μα ξάφνου δεν είχε απομείνει τίποτε από τη φωνή της. Τώρα φορεί το κόκκινο μεσοφόρι της και την πιο λάγνα εκδοχή της.
Σε λίγο βρίσκεται στη γνώριμη θέση της. Τώρα πια οι κούκλες της δεν έχουν καμιά θέση μες στην ιστορία. Τώρα τον πρωταγωνιστικό ρόλο παίρνουν κάτι άλλες κούκλες, με σπασμένο μακιγιάζ και κάτι από τους χαρακτήρες του Αλμοδόβαρ, πάει να πει δυο τσακισμένες φτερούγες και κάτι το ανυπολόγιστο που ξεγλίστρησε όπως μια χίμαιρα. Η Λουίζα ζηλεύει παράφορα τη ζωή, ένα συναίσθημα αντιζηλίας την κρατάει ζωντανή όταν πέφτει η νύχτα. Ως το πρωί θα ‘χει ραγίσει ακόμη περισσότερο, με εκείνον τον αδιόρατο τρόπο που έχουν τα πράγματα για να δίνουν υπόσταση στο θάνατό τους. Ως το πρωί η Λουίζα θα ‘χει αποδεχτεί τα πάντα, τον εαυτό της, το σώμα της που μοιράζεται, την ομορφιά που παραμένει μια ύστατη μορφή δικαιοσύνης, ακόμη και για τα κόκκινα κορίτσια, όπως και εκείνη, όπως η Μπιάνκα, η Κίκα και τόσες άλλες εκεί έξω.
Και δεν υπάρχει κανείς εκεί έξω, για να ζητήσει τη συγχώρεση που ονειρεύτηκε. Βλέπετε, σε κάτι παλιές ιστορίες μια τέτοια γυναίκα σκύβει και ξεπλένει με δάκρυα τα πόδια του Ιησού, τ’αλείφει με μύρο, τα σκουπίζει με τα μαλλιά της, σε μια σκηνή σχεδόν ερωτική. Όμως, δεν υπάρχει κανείς εκεί έξω για την Λουίζα που κάθε μέρα μεγαλώνει λίγο περισσότερο. Δεν υπάρχει καμιά απολύτως ελπίδα για την Λουίζα που ακολουθεί τις λαϊκές ιστορίες στα κακόφημα στέκια που συχνάζουν.
Το τηλέφωνο χτυπά. Η Λουίζα σηκώνεται βιαστικά, έξω στον δρόμο ακούγεται ένα γέλιο ανατριχιαστικό, παράδοξο. Λέει δυο κουβέντες χαμηλόφωνα, ένα “ναι” ίσως και αμέσως κλείνει. Κάτι έχασε μες σε εκείνο το όνειρο, συλλογίζεται και τώρα μια απουσία που τρέμει τη σημαδεύει. Νιώθει προδομένη, ίσως μια κοιμωμένη κάποιου πίνακα που δεν ολοκληρώθηκε. Την κοιτάζω που κλαίει σκαρφαλωμένη πίσω από το κλειστό παράθυρο. Μοιάζει με μια ιδιότροπη παρουσία, με μια παράξενη λέξη, με μια απροσδόκητη παρέκβαση. Και νιώθω πως έχει ανάγκη τη μοναξιά της έτσι όπως στέκει πίσω από το τζάμι, θυμίζοντας τη μορφή της Μόιρα Ορφέι, εκείνης της διάσημης περφόρμερ του τσίρκου με την ρομανική καταγωγή.
Η αλήθεια είναι Λουίζα πως κανείς δεν μπορεί να σε συγχωρέσει τώρα πια. Ο Θεός πέθανε μες στα χέρια σου πριν από πολλά χρόνια και αυτό δεν αλλάζει πια, όσα ονόματα και μορφές αποκτήσουν τα πράγματα εκεί έξω. Δεν μπορώ να σου πω Λουίζα πως όλα γίνανε πια διαφορετικά. Μόνο για την προδοσία, μπορώ να σου πω με σιγουριά, πως παραμένει μια μεγάλη, πικρή αλήθεια Λουίζα. Αυτό μόνο μπορώ να σου πω Λουίζα, Μπιάνκα, Κίκα.
Ακολουθεί μια ξέφρενη καταιγίδα και κάτω από ένα υπόστεγο η Λουίζα κοιτάζει, όπως και εγώ τον κόσμο. Τον υπεροπτικό, τον τυλιγμένο μες στις ψεύτικες πορφύρες του. Όμως, μην αμφιβάλλετε ούτε στιγμή πως κορίτσια σαν την Λουίζα μπορώ να σας βεβαιώσω πως συνιστούν μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, πως είναι πέρα για πέρα αληθινά. Περισσότερο και από αυτήν εδώ την ιστορία…]
¥
Και το επιμύθιο
Διάβασα από την αρχή. Κάτι έλειπε από τ’αφήγημα μου το τόσο λίγο, σκέφτηκα. Μα δεν το ‘βρισκα και κρατούσα την ιστορία στα χέρια μου αμήχανος. Και τότε θυμήθηκα που ‘χα πριν από μέρες συλλογιστεί τον ποιητή Αργύρη Χιόνη. Και είχα νιώσει ευθύς τι σημαίνει να μένουν άγραφα τα ποιήματα, ανέραστα τα σώματα. Φαντάστηκα γλαφυρή την μοναξιά τους, έτσι όπως παρέμεναν αιωνίως μυστικά, πράξεις ανομολόγητες, σαν εκείνες που μας κυκλώνουν απειλητικά νύχτες και νύχτες, για την άρνησή μας τότε, για τους ενδοιασμούς μας τους μεγάλους. Κοίταξα και εγώ τα χέρια μου, είπα να κάνω πράξη τους στίχους του ποιητή. Και έτσι πίστεψα πως μπορούσα να κατεβάσω εκείνο τ’άστρο που καίει σαν εικονοστάσι εκεί έξω. Μα εκείνο χάθηκε μεμιάς και έτσι μου υπενθύμισε πως είναι κάτι πράγματα που δεν τα αγγίζει η ανθρωπιά μας. Πράγματα και ιδέες, διόλου αποκριάτικες μα προικισμένες με όλη τη βαρύτητα του κόσμου. Φανταστείτε δυο σώματα που παραδίνονται, με όλες τους τις ελευθερίες παραβιασμένες. Δανεική η τρυφερότητα του Χιόνη, ένα εφόδιο για κάτι τέτοιες βραδιές. Γεννήθηκε λέει στις 22 του Απρίλη το 1943. Ήρθε από έναν άλλο δρόμο και όμως μίλησε μες στις καρδιές . Πήρε τον δρόμο του καθαρτηρίου, ωραίος και ποιητικός, σαν απόκοσμο γεφύρι που δένει την πραγματικότητα με οράματα και πράγματα φευγαλέα.
Τώρα είχα και εγώ μια ιστορία με επιμύθιο. Μέρες αργότερα μες στις σελίδες του Παπαδιαμάντη διάβασα. “Το χιόνι σινδόνη, κάτασπρη, να μας φωτίσει τα σωθικά μας”. Και ένιωσα τι σημαίνει η ευτυχία, το όνειρο το ξυπνητό που λέει και ο ποιητής. Και ευθύς αντιλήφθηκα πως εκείνο που λογάριαζα εγώ για επιμύθιο, άλλοι το είπανε ζωή τους, σκοπιές προσφιλείς σε σπήλαια και ερημιές. Μες στις ιστορίες που πονούν, μες στους ετασμούς και τις μάστιγες, άσε με Αργύρη να σε θυμάμαι. Μες στη μελαγχολία του μικρού σου χωριού που το ‘χω ζήσει και το’χω αγαπήσει. Μόνο για αυτό θα ήθελα να σας πω. Για τον Αργύρη Χιόνη, για το παρήγορο φως του μες στην νεοελληνική λογοτεχνία, για το αίσθημά μας το πρωτεύον και το ανεκπλήρωτο που το τραγούδησε, χαρίζοντας φωνή σε ότι ίσαμε εκείνον επίμονα σιωπούσε.
Απόστολος Θηβαίος