[…Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ γεννήθηκε τον Απρίλη του 1564 και έφυγε στα 1616 στις 23 του Απρίλη. Και αυτή ήταν μια αφορμή, ασχέτως της τροπής που πήραν τα πράγματα…]
Είχα αποκοιμηθεί και είναι πράγματι πολύτιμη ιστορία να κοιμηθεί κανείς δίχως τη μελατονίνη του που προβάλλει εντυπωσιακή, σχεδόν φιλήδονη στην διαφήμιση του συνεταιριστικού φαρμακείου που τέλειωσε τη δουλειά σε όλη τη γειτονιά. Τι ποδοβολητά, σειρήνες, φωνές, βλαστήμιες, χαμός γενικός. Τινάχτηκα από τη θέση, το καλό μου χαρτόκουτο έγινε κομμάτια, στάθηκα μια στιγμή για να το αποχαιρετήσω, θυμήθηκε τι προσπάθεια είχα καταβάλλει να το εξασφαλίσω. Παραφυλούσα όλη νύχτα πλάι στον κάδο της ανακυκλώσεως – σαν εθνική εορτή ένα πράγμα, σαν να λέμε της απελευθερώσεως ας πούμε – και όταν πια δεν υπήρχε κανείς και οι στράντζες επέστρεφαν χαρούμενες στα πόστα τους, τ’άρπαξα και ήταν εκείνο πρώτο βράδυ βγαλμένο από τα καλύτερα παραμύθια του παγκόσμιου κινήματος των απανταχού αστέγων.
Τελικά πήραν όλοι να στρίβουν στο γαλάζιο μου στενό. Οι κύριοι αστυνόμοι εκτελούσαν όποιον συναντούσαν εμπρός τους, συλλαμβάνανε, κλούβες, δεκατρείς εισαγγελείς, τυφλοί τελείως με δεμένα τα μάτια δείχνανε τον ένοχο. Είχα διαβάσει κάπου πως μες στα πλαίσια της άμεσης δημοκρατίας, κάποιοι πονηροί σκέφτηκαν να θεσπίσουν την άμεση δικαιοσύνη. Μόνον εξαίρεσαν τα περίστροφα – επισήμως – και αμέσως κέρδισαν την εύνοια του κοινού. Αργότερα γροθοκοπήθηκαν σε κάποιο αίθριο, όλα ήταν ειδυλλιακά και το ξύλο τρυφερό, σαν χάδι έπεφτε και σαν προσευχή, σαν βροχή.
Ποιον κυνηγούσαν παρέμενε άγνωστο μέχρι εκείνη τη στιγμή, όταν, αφού είχαν μαζευτεί κανά δυο χιλιάδες ένστολοι, οπλισμένοι σαν αστακοί και θερίζανε τα πάντα από τη γωνιά της λεωφόρου έστριψε και ο ένοχος. Ναι, σίγουρα, θα ήταν αυτός διότι υπήρξε τελείως διαφορετικός και ερχόταν μονάχος του στους μπελάδες. Θυμήθηκα τον μακαρίτη τον πατέρα μου και έπειτα έκανα την αυτοκριτική μου, διαβλέποντας στις προθέσεις μου την τάση να υπακούω τυφλά στο αντίθετο του διδάγματος. Ευτυχώς.
Αφού έστριψε, οι άλλοι, οι ένστολοι πήραν τις θέσεις τους. Οι ελεύθεροι σκοπευτές βαρούσαν όπου κάνανε κέφι και δεν ήταν λίγοι όσοι πήγανε αδίκως εκείνη τη βραδιά. Θα φτιαχτεί ένα μνημείο , είπαν. Τι ωραίος τρόπος να ξεχνάς, είπανε όλοι από τα γουόκι τόκι που είχαν πάρει φωτιά. Να επιτεθούμε, όχι, όχι ο άλλος, πρώτα να του καταφέρει την πέμπτη μαχαιριά, μα θα μετράμε τώρα, πιάσε τον αναπτήρα, ωραία είναι απ’εδώ, θα αγοράσω ένα σπίτι άμα με αξιώσει ο Θεός, αμάν, τι νεγκλιζέ είναι αυτό παιδάκι μου και ευθύς όλες οι δυνάμεις μετακινήθηκαν σαν μια μεγάλη μάζα εντόμων – μακριά από εμένα ο Κάφκα απόψε, αρκεί – και τα κιάλια πήραν φωτιά. Σφυρίγματα, ορισμένοι είχαν σηκωθεί και χόρευαν αισθησιακά, σίγουροι βέβαιοι πως οι αποτριχώσεις, το καθώς πρέπει κούρεμα, οι γυαλισμένες αρβύλες και το άι φον – άι στο καλό πώς μπλέξαμε έτσι – έκαναν τη διαφορά.
Μα όλα αυτά προτού ο ένοχος που είχε από όλους ξεχαστεί, πήρε τον λόγο. Να ζει κανείς, μωρέ να μην ζει αναφώνησαν οι διοικητές των δυνάμεων, άρτια εκπαιδευμένοι να λένε όλοι πόλεμος ταυτοχρόνως – γυμνάσια, σχολεία, παράσημα, όλα κατείχαν ένα μερίδιο στην ειδίκευση. Μια κυρία, τελείως κλισέ ντύσιμο ρινγκ συνοικιακού με ψηλοτάκουνα πέρασε από το μέσον της σκηνής. Κάποιος την θώπευσε, η κυρία τον θέρισε με ένα ημιαυτόματο καθιστώντας σαφή τη θέση της. Οι άλλοι χειροκροτήσανε και η δίωξης συνεχίστηκε. Τώρα σε σχηματισμό πι, όχι μικρού, όχι καλλιγραφικού μια και θα ήταν όλα δύσκολα σε μια ήδη φορτισμένη συγκυρία, οι δυνάμεις προελαύνουν. Ξάφνου ένα τηλέφωνο χτυπάει. Ο Υπουργός, μπα, χτυπάει γρήγορα, ο υφυπουργός θα είναι, ο γενικός γραμματεύς, ίσως, όχι μωρέ, σιγά μην έπαιρνε τέτοια ώρα ο γενικός γραμματεύς, του γενικού γραμματέως, και τα λοιπά και τα λοιπά.
Όλοι συγκατανεύσανε πως λίγα ψίχουλα αρχαιοελληνικά καθιστούν το γλυκό της εποχής μια ιδέα πιο νόστιμο. Μετά επιδοθήκαν σε συνθήματα, άρχισαν να ορμούν δίχως σχηματισμό, σκοτώνανε στο ψαχνό και μάλλον το κάνανε απέναντι στους δικούς τους διότι ο άλλος που θύμιζε τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ – τον είχα δει στη διαφήμιση με τη μελατονίνη που έλεγε να κοιμηθώ ή να μην κοιμηθώ και έμοιαζε με την εποχή μας την ακέραια, αυτή που παίζει κάθε μέρα τον εαυτό της στο ζάρι- παρέμενε στη θέση του και πόζαρε ιδανικά και ανάξια, κάτι περισσότερο από εραστής. Ας πούμε ένα ηφαίστειο, τι άνδρας, είπε μια κυρία που κάπνιζε στο μπαλκονάκι της. Αργότερα του λόγου της πήδηξε στο κενό, μα ποτέ δεν έφτασε χάμω στο έδαφος διότι τελικώς είναι αλήθεια αδιαμφισβήτητη πως όσοι συλλογίζονται το τέρμα της ζωής τους, την κρίσιμη στιγμή γίνονται πουλιά και δεν τους ξαναβρίσκουμε ποτέ. Ήταν τα λόγια της σοφά, επειδή μιλούσε από την πλευρά της ομορφιάς που χανόταν μαζί της.
Τελικώς ο δράστης συνελήφθη. Ποτέ δεν μάθαμε τι ακριβώς διέπραξε, ποιο αδίκημα, ωστόσο οι εφημερίδες για καιρό ασχολήθηκαν με το άτομό του σπάζοντας τα ρεκόρ τους, σπάζοντας πιάτα κάθε βράδυ, τραγουδώντας τη μια παραγγελιά μετά την άλλη μες στους κόλπους της ένδοξης επιτυχίας. Μα αυτά είναι μετά. Την ώρα εκείνη με ένα περίστροφο, κάνοντας τρία μοναδικής δεξιοσύνης βήματα ο διοικητής που προήχθη ευθύς σε πρωθυπουργό, στρατάρχη και επίσκοπο, συνέλαβε τον άτιμο. Ποιος είσαι ρε και μας αναστατώνεις απόψε; Ξέρεις τι θα σου κάνουμε; Από πού είσαι; Μίλα ρε, ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Ξέρεις ποιος σου απευθύνεται ή δεν ξέρεις; Και αν δεν ξέρεις αυτό σημαίνει πως είσαι αγράμματος. Διότι αν δεν με ξέρεις τότε δεν γνωρίζεις τίποτε. Έπειτα έκανε δυο τρία βήματα δήθεν σκεπτικός και του είπε με πρόστυχο ύφος, έτοιμου ηφαιστείου, γδύσου θέλω να μιλήσουμε και το πανελλήνιο πάγωσε – το παθαίνει συχνά, δεν το θέλει, ορισμένα δε άκρα πλέον δρουν ανεξέλεγκτα, η ζημιά έχει γίνει.
Εγώ κύριε, είμαι ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ και δοκιμάζω ορισμένες φόρμες για το έργο μου. Σας αρέσει το θέατρο; Αν σας αρέσει να σας βρω προσκλήσεις να πάμε να με δούμε. Είμαι υπέροχος, είμαι ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ σας λέω, ζω στα Χαυτεία διότι με κούρασε ο βροχερός καιρός. Και διότι η υγρασία με κατέστησε ανάπηρον, εμένα που κατείχα το ρεκόρ των στροφών εις το διεθνές πρωτάθλημα τσάμικου που έλαβε χώρα στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ. Σας είπα, δεν είχα πρόθεση να σας επιφέρω καμία αναστάτωση, ολίγη ερημιά επιθυμούσα.
Να πας σπίτι σου και ευθύς κάτι καλόπαιδα κάνανε ντου στη σκηνή , δείρανε τον διοικητή και έπειτα τον φερόμενο ως Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Και έπεφτε το ξύλο τρυφερά, ήσυχα. Μέρες αργότερα, στις εφημερίδες δημοσιεύτηκε η κατάθεση. Τι ιδιωτικότητες και τέτοια, είμαστε τώρα για τέτοιες καταστάσεις. Έγραφε λοιπόν. Ρωτήσανε τον ημιθανή κατηγορούμενο που είχε συρθεί σε μια δίκαιη δίκη, “ποιος είστε κύριε;”
Ο τύπος, περιφρονώντας παντελώς τους θεσμούς, σε πρώτη επίσημη, απάντησε. “Είμαι ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Και δοκίμαζα ορισμένα τεχνάσματα”. Ευθύς ο δικαστής μοίρασε πήρε ένα λέιζερ από εκείνα τα γηπεδικά και τύφλωσε τους εισαγγελείς και κάτι άλλους, δικαστικούς υπαλλήλους. Είπε, “είμεθα έτοιμοι” και τότε πυροβόλησαν τον Ουίλιαμ. Τον Σαίξπηρ ντε, διότι αργότερα, πάλι αργότερα εννοήσανε οι φωστήρες πως δεν ήταν ο Βρετανός δραματουργός, μα μια πονεμένη ψυχή που χρειαζόταν περίθαλψη. Όπως και να’χει η ετοιμότης έδωσε πόντους στην παρούσα κατάσταση και η εξουσία ανάσανε σαν πάντα ανακουφισμένη. Σύμπτωσης το γεγονός πως λίγες μέρες πριν τελέστηκαν με κάθε λαμπρότητα τα μνημόσυνα – δεν είναι ποτέ ένα – για τον Σαίξπηρ που άκουσον άκουσον, γεννήθηκε και πέθανε τον Απρίλη.
Τέλος πάντων, μου κάνει εντύπωσης ετούτη η εμμονή της διαφήμισης να κοιμηθούμε. Κάτι θα ξέρει για την υπόθεση, κάτι θα ξέρει.
Απόστολος Θηβαίος