Στοιχεία του ύφους στην ποιητική συλλογή της Ειρήνης Μαργαρίτη “Συννεφοκυνηγητο” | Του Φώτη Α. Σταθόπουλου

 

Με την τρίτη συλλογή της με τίτλο «Συννεφοκυνηγητό» η ποιήτρια Ειρήνη Μαργαρίτη, μετά την πρώτη βραβευμένη ποιητική της εμφάνιση Φλαμίνγκο (2014) και το φλου (2019), εδραιώνει το ιδιαίτερο ύφος της, το οποίο είχε σαφώς προοικονομηθεί. Με απλές λέξεις του καθημερινού προφορικού λόγου, η Μαργαρίτη στη συλλογή αυτή περιγράφει και περιγράφεται χωρίς εκζήτηση ή εξάρσεις. Αφετηρία των ποιητικών αφηγήσεων, τις περισσότερες φορές, είναι απλές πτυχές ή εικόνες της καθημερινότητας – αυτές αντιπαρατάσσονται κάθε φορά στην ποιητική πρόταση, ενώ πολλές, αν όχι οι περισσότερες, αυτάρκεις οπωσδήποτε συνθέσεις, στη διαδοχή τους, θα μπορούσαν ίσως να εκληφθούν  και ως ένα ημερολόγιο του προσώπου, που, υποταγμένο στην καθημερινότητα, βιώνει, παρατηρεί και επεξεργάζεται το απείκασμά της. Όχι όμως το εξαχνωμένο στη μνήμη απείκασμα, κάθε άλλο: η Μαργαρίτη, ποιήτρια ενός ρεαλισμού, χαρακτηριστικό που εντοπίζεται ήδη από την πρώτη της ποιητική συλλογή, στέκεται απέναντι σε ολόκληρο το μέγεθος της επίβουλης και βιωμένης πραγματικότητας. Σκηνές και λεπτομέρειες αυτής της πραγματικότητας παρατηρεί με οξυδέρκεια και συναισθηματική ετοιμότητα – χωρίς εμπλοκή. Και καθώς αντιπαρατίθεται στο νομιζόμενο ή πραγματικά αναπόφευκτο των όσων συμβαίνουν, προτείνει  με τόλμη, τελικά μια άλλη, διαφορετική,  «ανάγνωσή» τους. Στην «ανάγνωση» αυτή μας αποκαλύπτει και μας παραδίδει τη μέχρι πριν κρυμμένη, γοητευτική δραματικότητα του καταρχήν εφήμερου. Αυτό αναμορφώνεται και αναδεικνύεται σε πάντα επίκαιρο και κρίσιμο διακύβευμα, και μάλιστα στα ποιήματα που αφορμώνται από τη μητρότητα, μοιάζει ακόμα και να  μνημειώνεται. Και όλα αυτά με εργαλεία τόσο απλά, όσο η καθημερινότητα που εμπνέει την ποιήτρια. 

Αν το «ύφος» δεν είναι παρά το εργαλείο που μετέρχεται ο δημιουργός για να εξωτερικεύσει το δημιούργημά του,  να εκφράσει ό,τι έχει επιλέξει και επεξεργαστεί, να αποτυπώσει την υφή του την ίδια, και που στην ποίηση δεν είναι άλλο παρά η γλώσσα, δηλαδή οι συγκεκριμένες λέξεις που θα χρησιμοποιήσει, και οι συστοιχίες των λέξεων που θα οργανωθούν από τον ίδιο, μέχρι την τελική μορφή που αποτελεί και την ουσία της ποίησής του, διαβάζοντας τη συλλογή «Συννεφοκυνηγητό», μπορεί να εντοπίσει κανείς κάποιες συγκεκριμένες, ιδιαίτερες εκφάνσεις του ύφους. Οι εκφάνσεις αυτές δεν είναι οψιγενείς – οι δεδηλωμένες του καταγράφονται τουλάχιστον στην προηγούμενη συλλογή (φλου), όμως πλέον παγιώνονται, ώστε να πούμε ότι η δημιουργός έχει εγκαθιδρύσει την επικράτεια του ύφους της. 

Χρήση λοιπόν ενός λεξιλογίου απλού, της καθημερινής, προφορικής ομιλίας, ακόμα και φράσεων κλισέ («βουτάει στο τηλέφωνο», ή «του λέω, ώπα», ή «τί διάολο το γράφεις» κλπ.), επιστρατεύονται πράγματα χρηστικά, όπως ένα κομμάτι σπάγκος, το φουστάνι, τα υγρά εμφάνισης, ένα πλυντήριο, ένα φλυτζάνι τσάϊ, το τραπέζι της κουζίνας, τα πιάτα, το ψυγείο, η καρέκλα, τα πλαστικά γάντια, το τηλέφωνο, μια ομπρέλα και άλλα. Οι επιλογές  αυτές είναι οι σταθερές ενός σχεδίου που θέλει η ποίηση να γράφεται από το μεγαλείο των απλών πραγμάτων, από το προσιτό και το οικείο, και όχι με τον «καταποντισμό στα βαθιά πλατάνια». Η Μαργαρίτη σκάβει στο σήμερα, σε αυτό που είναι παρόν, στο γήινο,  ακινητοποιεί το εφήμερο, και  εκεί βρίσκει ό,τι μας αποκαλύπτει με τον δικό της τρόπο. Ποίηση λοιπόν με τα γήινα. Ίσως και γιατί, τούτα λειτουργούν εξισορροπητικά απέναντι στις επίβουλες δυνάμεις με τις οποίες καλείται να αναμετρηθεί ο δημιουργός, αφού, ο,τιδήποτε έξω από αυτά δεν είναι παρά ένα «σκοτεινό δάσος» ή ακόμα ένα «μαύρο πηγάδι» από το οποίο «δεν βγήκε ποτέ κανείς», όπως μας λέει το ποίημα, προφανώς ποιητικής, «SELF PORTRAIT» (σελ. 51). Εξάλλου, η άρνηση καταβύθισης σε ερεβώδη πεδία, όπου πολλαπλασιάζονται και συγκρούονται σκέψεις και συναισθήματα, προφυλάσσει τη δημιουργό από τη διαβρωτική των εικόνων νοσταλγία.

Και στο άλλο ποίημα  ποιητικής με τίτλο «ΣΗΜΕΙΩΜΑ» γίνεται επίκληση ενός κατεξοχήν γήινου, χοϊκού στοιχείου. Δεν μπορώ εδώ να αποφύγω να πω ότι η Μαργαρίτη «θρέφει» το ποίημα «με το χώμα που έχει» – σκάβει στο χώμα της κάθε ημέρας.

Επιδιώκοντας να εξηγήσω γιατί ποιήματα της συλλογής με προσκαλούν να συνομιλήσω με αυτά, και να προσδιορίσω κάποια από τα στοιχεία του ύφους, για λόγους συστηματικούς θα ανατρέξω στις θέσεις που έχουν διατυπωθεί από τον Νίκο Φωκά: σύμφωνα με τον ίδιο, η γλώσσα της ποίησης αποβλέπει στη δημιουργία μιας έντασης, η οποία συντελείται με τη μετάβαση από το χρηστικό στο ποιοτικό επίπεδο της γλώσσας – αυτό που είχε αναφέρει,  ως έναν αγώνα αμείλικτο, ισόπαλο και αιώνιο ανάμεσα στη «λογική νομιμότητα» από τη μια, και στην «ονειρική νομιμότητα» από την άλλη, ώστε μέσα από τον αγώνα των δύο να θριαμβεύσει η «ποιητική νομιμότητα». Υπό το πρίσμα αυτής της παραδοχής γίνονται οι παρατηρήσεις για την παραγωγή του ποιητικού αποτελέσματος σε κάποια από τα ποιήματα της συλλογής, στα οποία εκδιπλώνεται το ύφος της Ειρήνης Μαργαρίτη. Και διευκρινίζω ότι ενδιαφέρει το πώς, όχι το τί – γιατί, όπως έχει γραφεί «Ένα ποίημα δεν πρέπει να σημαίνει, πρέπει να είναι» (Kimon Friar, Modern Greek Poetry, εκδ. Ευσταθιάδη, 2005). Θα προσπαθήσω λοιπόν να σας δείξω αυτό, το πώς «είναι».

Κυρίαρχο στοιχείο του ύφους της ποιήτριας, τουλάχιστον αυτό που χαρακτηρίζει πολλές από τις κορυφώσεις της ποιητικής της έκφρασης, είναι η τολμηρή αντίστιξη στοιχείων,  που εννοιολογικά και νοηματικά καταρχήν δεν συνδέονται, ωστόσο μετατρέπονται μέσα στο ποίημα σε συζεύξεις από τις οποίες παράγεται το αισθητικό αποτέλεσμα. Ακόμα και σε ελάχιστες λέξεις, μπορεί να δει κανείς να εκλύεται ποιητικό φορτίο από την τολμηρή σύζευξη των όρων μέσα από την οποία εκδηλώνεται κάθε φορά αυτό που μπορεί να ονομάσουμε «μείζονα μετάβαση». Η συγκεκριμένη τεχνική  εκδηλώνεται ήδη στο δεύτερο ποίημα της συλλογής  «ΟΧΙ ΚΗΠΟΣ»:

«Απαλά/ακούμπησες/στο χέρι μου/ένα κομμάτι/ σπάγκο/έτσι απαλά/όπως σε φυλακίζουν/να δένω το φουστάνι μου/είπες/να μη γυρνά/μες στις μηλιές/μες στον μεγάλο κόσμο».

Το πρώτο στοιχείο που εντοπίζεται εδώ, όπως και στα άλλα ολιγόστιχα ποιήματα της συλλογής, είναι η πυκνότητα αφενός, και η δραματική λιτότητα από την άλλη. Στο ποίημα λοιπόν συγκρίνεται ο «ήπιος» όρος «απαλά ακούμπησες στο χέρι μου» με τον «σκληρό» όρο «όπως σε φυλακίζουν» – περιγράφεται έτσι ακαριαία ένα μεγάλο και κρίσιμο μέγεθος, που είναι ποιότητα της σχέσης που συνδέει τα δύο πρόσωπα, τη δημιουργό με το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται.

Στη συνέχεια με τον όρο «να μη γυρνά/μες στις μηλιές/μες στον μεγάλο κόσμο» γίνεται μετάβαση από το μικρό πεδίο στο μεγάλο. Και ενώ έχουμε ήδη διαβάσει τον στίχο «σε φυλακίζουν», οι στίχοι που ακολουθούν «να μη γυρνά/μες στις μηλιές/μες στον μεγάλο κόσμο», ακόμα και με την ύπαρξη του  περιοριστικού/δεσμευτικού όρου «να μη γυρνά», λειτουργούν αντίστροφα για τον αναγνώστη, καθώς προκαλούν ακαριαία μια εικόνα απελευθέρωσης, αντίθετη από το νόημα της γραμματικής διατύπωσης («σε φυλακίζουν»).

Στο ποίημα «Υπάρχει/αυτό/που λέμε /βάθος υπάρχει/κι ό,τι/λέμε/επιφάνεια/Γι’αυτό/πολλές φορές/βουτάει/στο τηλέφωνο/ή γίνεται/ένα φύλλο» γίνεται η σύζευξη ενός απόλυτα ρεαλιστικού στοιχείου, μιας απλής καθημερινής έκφρασης, που περιέχει μάλιστα ένα ρήμα έντονης ενέργειας (βουτάει/στο τηλέφωνο), με το παράδοξο στοιχείο της μεταμόρφωσης σε ένα φύλλο. Εκδηλώνεται λοιπόν η ακαριαία μετάβαση στο αιθέριο, στο σχεδόν άϋλο, και ταυτόχρονα ευγενές – αφού το φύλλο παραπέμπει στη φύση – μιας ύπαρξης που πριν είχε «βουτήξει στο τηλέφωνο».

Το κυρίως σώμα του ποιήματος «ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ» συντίθεται από την παρατακτική αναφορά όρων απλών, κοινών, καθημερινών, πραγμάτων απλώς χρηστικών, και ενεργειών που μας παρασύρουν καταρχήν σε μια «χαλαρότητα»: τρέχαμε στους δρόμους, φορούσαμε σανδάλια, χαζεύαμε με τις ώρες ανεμιστήρες. Βέβαια αυτή τη «χαλαρότητα» της όμορφης εικονοποιίας,  εξισορροπείται ήδη εκ των προτέρων από τον τίτλο «Δον Κιχώτες»,  έναν τίτλο με μεγάλο λογοτεχνικό βάρος, αλλά και εκ των υστέρων από τους στίχους «Ή μάλλον όχι, δεν ήταν ανεμιστήρες, χειμώνας ήτανε – κι αυτοί φτηνοί ανεμόμυλοι».  Ωστόσο στο τέλος παραμονεύει ο αιφνιδιασμός, αυτό που ανέφερα παραπάνω ως «μείζονα μετάβαση»: μια αποκάλυψη που μεταθέτει ακαριαία το κέντρο βάρους του ποιήματος – μια μετάθεση των αναφορών από μια αμέριμνη περιπλάνηση των φίλων, σε μια διεκδικούσα καθολικότητα διαπίστωση του υποκειμένου: «είναι αλήθεια/δεν μας αρέσουν πια/τα ίδια ποιήματα». 

Τέλος, στο ποίημα «ΕΧΟΥΜΕ ΓΥΝΑΙΚΑ», η μείζονα μετάβαση εκδηλώνεται στους τρεις τελευταίους στίχους  που είναι  η «εικόνα ενός δέντρου/που στέκει μόνο του/στη μέση της μέρας». Και τούτο γιατί ενώ προηγουμένως έχουμε μια περιγραφή  ετερόκλιτων όρων με στοιχεία του παράλογου που συνθέτουν της μορφή μιας γυναίκας, στους τρεις τελευταίους στίχους εκδηλώνεται μια δραματική κορύφωση και ταυτόχρονη μετάβαση στον Χρόνο που ακινητοποιεί και ακινητοποιείται, αιχμαλωτίζεται. Η εικόνα ενός δέντρου, ενός δέντρου που στέκει μόνο του στη μέση της μέρας, στο οποίο εξεικονίζεται η  γυναικεία μορφή, δεν είναι παρά ο  Χρόνος που αιχμαλωτίζει, και συγχρόνως το δράμα μιας αιχμαλωτισμένης μοναχικότητας – και αυτά μας παραδίδονται με μόλις λίγες λέξεις στο ποίημα.

Όμως σε εκείνα τα ποιήματα, όπου δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμες οι μείζονες μεταβάσεις, πώς παράγεται το αισθητικό αποτέλεσμα; Τί συμβαίνει λ.χ. με το ποίημα «ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΜΕ ΑΓΑΠΗ»;  Η απάντηση είναι, ότι και εδώ έχουμε αλλεπάλληλες συζεύξεις· τούτη τη φορά συμπλέκονται στίχοι με αποφθεγματική λιτότητα και  παράδοξες εικόνες:  «στο μυαλό μου οι αυτόχειρες δεν κλαίνε». Οι ίδιοι στίχοι, αν και στη διαδοχή τους δεν βρίσκονται σε στενή νοηματική αλληλουχία, όμως, καθώς περιστρέφονται γύρω από τον ίδιο πυρήνα, εννοώ το θέμα, με τη διαδοχή τους, και ταυτόχρονα με την παρείσφρηση κάποιων λίγων «λογικών» όρων, ώστε να εναλλάσεται ο ρυθμός, συνθέτουν τη μείζονα εικόνα και την ατμόσφαιρα του ποιήματος. Πάντως και σε αυτή τη σύνθεση εκδηλώνεται μια μείζονα μετάβαση, καθώς στους δύο τελευταίους στίχους φαίνεται να υπονοείται μια μετατόπιση στον χρόνο, με ένα  σχήμα πρωθύστερο, και μετατόπιση επίσης από την αφήγηση στην απεύθυνση προς ένα τρίτο πρόσωπο, προς το οποίο συντρέχει το υποκείμενο με την επιδίωξη να αποτραπεί το ήδη γενόμενο, αυτό που πραγματευόταν προηγουμένως το ποίημα.

Aυτές οι διαδοχικές μεταβάσεις-αντιστήξεις, συζεύξεις ή όπως αλλιώς μπορεί να τις ονομάσει κάποιος, σχηματικά θυμίζουν αλλεπάλληλες τεθλασμένες γραμμές, και είναι, θα λέγαμε, τα «αρχιτεκτονικά σχέδια» του ύφους της Ειρήνης Μαργαρίτη στο «Συννεφοκυνηγητό».