Μια τυχαία συνάντηση με την κυρία Νταλογουέη, την μυθιστορηματική, κινηματογραφική κυρία μας καλής κοινωνίας. Μια γυναικεία περσόνα της Βιρτζίνα Γουλφ που υπέκυψε κάποτε στον εαυτό της.
Εμφανίστηκε στο βάθος του φόντου. Ένα σημάδι μες στην προοπτική της πόλης. Ήταν καλοντυμένη, μάλλον για μια βραδινή περίσταση. Όχι μεταξύ φίλων, μα ίσως μια υποχρέωση που επιβάλλει έναν ορισμένο, ενδυματολογικό κώδικα. Πλησίασε αργά, κοιτάζοντας τις βιτρίνες που παλιώνουν. Στάθηκε εμπρός από μια μαρκίζα, για μια στιγμή φωτίστηκε μα ήταν ακόμη σε απόσταση. Και ήταν όμορφη, όσο πλησίαζε τόσο περισσότερο μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως η ομορφιά μπορεί σε χρόνους άκαιρους και χρόνους άτοπους να φανεί. Εμείς ανυποψίαστοι, όσο εκείνη εμπρός στην ευκαιρία που μας επιτρέπει να πάρουμε τη ζωή μας πίσω, να στερεώσουμε τη φαντασία μας που χάνει στα σημεία από την αυστηρή λογική στον ιδιότυπο αγώνα της καινούριας χιλιετίας.
Μα όλα αυτά φανταστείτε πως ήταν συλλογισμοί αστραπιαίοι, κρατούσαν μόνο όσο ο κεραυνός που φωτογραφίζει την πόλη. Εκείνο που μετρούσε τότε ήταν το φουστάνι της. καθόλου καθημερινό και λίγο τσαλακωμένο. Κάθισε στα σκαλιά του μεγάρου, ρώτησε αν πρέπει να με φοβάται. Της απάντησα πως έτσι όπως ζούμε πια, έχουμε κάθε δικαίωμα να διερωτόμαστε. Συμφώνησε μαζί μου και ένιωσε μια κάποια ασφάλεια, κάτι αμυδρό σαν εμπιστοσύνη καθώς διαπίστωνε την καθώς πρέπει ανταπόκρισή μου. Ωστόσο δεν ήρθε πιο κοντά, έριξε το σάλι της που διέθετε κλιμακωτές αποχρώσεις του πράσινου. Είχαμε συζητήσει το γενικό πλαίσιο που λένε, είχαμε υποκύψει στα στερεότυπα που ρυθμίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις, φερσίματα και συμπεριφορές είχαν τεθεί επί τάπητος. Ή μάλλον επί του πλακόστρωτου, εκεί στ’ανάμεσά μας, σαν τη φωτιά που καίει είχαμε συσσωρεύσει όλες τις ανυπόφορες γενικότητες που κρατούν όρθια τη ζωή μας.
Κάποτε νιώσαμε και οι δυο μας οικεία. Τα φώτα του δρόμου σβήσανε, σημάδι πως η νύχτα προχωρούσε στην πιο βαθιά της ώρα. Η γυναίκα που είχε χαλάσει το χτένισμά της και άφησε τα μαλλιά της τρικυμισμένα με πλησίασε.
Συστήθηκε ευγενικά, Κλαρίσσα Νταλογουέη είπε και χαμογέλασε. Ξέρετε η ζωή μου είναι ένα σπασμένο παιχνίδι. Δεν φτιάχνετε, ξέρετε μα μου ‘ναι τόσο δύσκολο να τ’αποχωριστώ. Αυτό το παιχνίδι μοιάζει με ότι ωραιότερο μπορεί να μου προσφέρει πια αυτή η καθημερινή υπόθεση. Ίσως να πρόκειται για ατόφια νοσταλγία, ποιος είπε πως δεν πονά; Ας πάρουμε για παράδειγμα τη σημερινή μέρα. Ο Ρίτσαρντ, ο σύζυγός μου είχε κανονίσει για μερικούς φίλους, ένα ανεπίσημο δείπνο. Ωστόσο, αυτό επέβαλε ένα καινούριο φουστάνι, το καπέλο, ένα ζευγάρι ροζ γάντια, μια ακόμα σειρά από μαργαριτάρια. Και τέλος πάντων μια θύελλα προετοιμασιών για τις οποίες ο Ρίτσαρντ είχε πλήρη άγνοια και εγώ, εγώ κύριε πλήρη αποστροφή. Ξέρετε, η φίλοι με φωνάζουν ειρωνικά κυρία Ντάλογουεη, ίσως επειδή με ενοχλεί τόσο να καθιστά κανείς λιγότερο φυσική τη ζωή μας, λιγότερο απλόχερη και αυθεντική προφέροντας αυτή την ολοστρόγγυλη λέξη, το επίθετο μου. Ο σύζυγός μου το χαίρεται, είναι η αλήθεια, όμως εγώ πνίγομαι μες στο αίμα μου, κάτι πολύ βαθύ, εσωτερικό και δικό μου ενεργοποιείται, ένας μηχανισμός που σε καλλιτεχνικό αντίστοιχο μόνο με την πιο σκοτεινή πλευρά των χαρακτήρων του Γκόγια μπορεί να συγκριθεί. Έχετε υπόψη σας τον Γκόγια, με ρώτησε μα μου ήταν αδύνατο να της πω ότι από την ώρα που τον ανέφερε συλλογιέμαι πως ένας γίγαντας με κατάμαυρη καρδιά, καθισμένος πάνω στο κτίριο της ασφαλιστικής εταιρίας δυο τετράγωνα από εδώ, καταβροχθίζει μεγάλα κομμάτια νύχτας.
Οι εξομολογήσεις προτιμούν αυτές εδώ τις μικρές, τις πολύ μικρές ώρες, κύριε. Και είναι υπέροχα γαλάζιο το χρώμα αυτού εδώ του στενού, πόσα μυστικά κρατάει για τον εαυτό της μια πόλη άραγε. Με αφορμή μια εξομολόγηση, λοιπόν, να ξέρετε πως αν και συμπαθώ πραγματικά τον Ρίτσαρντ ο Πήτερ, αυτός μόνο υπήρξε ο αληθινός μου έρωτας. Διέθετε σπάνια χάρη, να τον βλέπατε, είχε κάτι από το βλέμμα του Μαρκ Σαγκάλ, αυτό που δεν τιθασεύεται μήτε στο δείλι της ζωής. Δεν θα γνωρίσετε ποτέ τον Πήτερ μα διατηρώ την αισιοδοξία μου πως θα σκύψετε κάποτε πάνω από τους θιάσους αυτού του μάγου. Εμφανίστηκε μια ωραία μέρα στην πόλη, με άγγιξε απαλά, φώναξε το όνομά μου και η ζωή μου με τον Ρίτσαρντ ξέφτισε μεμιάς. Το φαντάζεστε; Κουρέλια γίνηκε η ζωή μου και συλλογίστηκα πώς θα ‘ταν αν τον είχα ακολουθήσει. Γέλασα επειδή τώρα ξέρω πως όλα αυτά είναι μονάχα κοριτσίστικα καμώματα. Είστε πολύ καλός στο να ακούτε, πιστέψτε με είναι τόσο σπάνιο χάρισμα. Αν το ήξεραν, θα σας λάτρευαν, ίσως και σαν Θεό, ποιος ξέρει. Δεξιώσεις, πάρτι, ατραξιόν σε πολυτελή ξενοδοχεία και βραδινές σάλες. Αυτά συνθέτουν την καθημερινότητα της κυρίας Νταλογουέη, της δικής μου ντε. Σας συστήθηκα πριν, είστε κάπως αφελής και μ’αρέσετε, σαν τάχα να μην βρίσκεστε συχνά μ’ανθρώπους και τώρα το ενδιαφέρον σας καθιστά συναρπαστική μια γνωριμία, μια απλή σύσταση.
Δεν την είχα κοιτάξει για ώρα. Την άφηνα να μιλά, από κάθε εσοχή, σε κάθε πρόσοψη ξεχύνονταν κοπαδιαστά κάτι πεταλούδες της νύχτας, τραγικές και αθώες. Όταν γύρισα προς την πλευρά της, όλα μου φάνηκαν οικεία. Η δις Νταλογουέη φορούσε ένα ρούχο σπιτιού, είχε ρίξει όλη τη στάχτη του κόσμου στ’αρνητικό μιας λήψης. Το κοίταγμα της φάνταζε απελπισμένο, δίχως καμιά ελπίδα σωτηρίας. Η ζωή της κατέρρεε, μες στην καρδιά της ζούσαν δεκάδες κορίτσια με ανυπόφορες συνήθειες. Ίσως και η κυρία Νταλογουέη όταν επιστρέφει τις νύχτες να ‘ναι διαλυμένη και κάθε της πράξη, κάθε της κρίση τελειωτική. Παρατήρησα όσο καλύτερα μπορούσα για να διασώσω , – ένας αδιάφορος εαυτός στα προάστια του κέντρου – όσα περιλαμβάνονταν σε εκείνη τη σκηνογραφία.
Ω κυρία Νταλογουέη πώς πέρασε έτσι η ζωή σας. Και όλο αυτό το θάμπος, ένα πεθαμένο κορίτσι κοιμάται για πάντα μέσα σου. Όχι, δεν είναι ο Ρίτσαρντ ή ο Πήτερ ή όλοι εκείνοι οι χαρακτήρες που δανείζουν και δανείζονται από την αριστοκρατική Κλαρίσσα. Μες στην ψυχή σας κυρία Νταλογουέη δεν υπάρχει τίποτε, μόνο η απουσία που τρέμει. Όλα φαντάζουν πια μια ηχώ που σβήνει. Αντίο Κλαρίσσα, Βιρτζίνια, Έλλη, Μαρία, Μπεά, Σαρλίζ, Μπιάνκα. Η ζωή μερικές φορές μοιάζει με ανυπόφορο φορτίο και τ’όνειρό μας γίνεται πια ένας ξυπνητός εφιάλτης. Και δεν υπάρχει, μήτε ποτέ θα προκύψει διέξοδος για αυτές τις ραγισμένες καρδιές μα αυτό πρέπει ήδη να το ξέρετε.
Η κυρία Νταλογουέη επιστρέφει στη ζωή της. Και εγώ μες σε ένα χαρτόκουτο, σε κάποιον παράλληλο ετούτου του κόσμου, μόνιμα εκτός σαιζόν. Όχι, όπως η κυρία Νταλογουέη, σπάνια και λεπτά ψυχογραφημένη. Όχι, ποτέ όπως η Βιρτζίνια Γουλφ.
Απόστολος Θηβαίος