[…Διαγωνίως φυσάει από καιρό η παγωνιά του θανάτου…]
Πάνε δυο ώρες που γυροφέρνει εδώ πέρα. Περνάει δήθεν ανέμελος, βέβαιος πως θα ‘χει ξεχαστεί μέσα στην πόλη που βογκά σαν πληγωμένο ζώο. Να, τώρα θα στρίψει στον δρόμο από πάνω, τι δρόμο δηλαδή, ένα στενάκι πλακοστρωμένο ποιος ξέρει από τότε. Τις έχουν πάρει τις πλάκες και έχει τόπους τόπους κάτι μικρά, κάτι αδύναμα χαμομήλια. Δεν ξέρω αν θα την βγάλουν τούτη τη νύχτα μα πυκνώνουν εντός τους την ομορφιά, την ξαφνική, την πρόσκαιρη, την πάντα ωραία και πάντα πληγωμένη.
Ήρθε ξανά. Δείτε τον, περνά μέσα από τα παρτέρια, λες και είναι πουλί ή κανένας γάτος του παραμυθιού. Τι αρπακτικά που περνά, τι ψάχνει, τι γυρεύει, κανείς δεν ξέρει. Άμα βαριέται στέκει με την πλάτη παραπλεύρως της εισόδου του μεγάρου. Το μέγαρο διαθέτει: είκοσι οχτώ κάμαρες με ερμάρι και λουτρό, δεκαεπτά κουζίνες, σαράντα ψυγεία, ογδόντα διευθυντάδες, δύο ρυμουλκά, αριθμεί άγνωστο μέγεθος γενικών γραμματέων – μόνο κατά την απογραφή του εθνικού πλούτου ανακαλύφθηκαν , μόνο πέρυσι, το λέω πάλι, περί τα δέκα νέα είδη. Τι αγκαλιές, τις ανακούφιση που βρήκαμε και άλλο είδος. Και τι είδος, μυστηριώδες και επίμονο και αινιγματικό.
Και εκείνη την ώρα εννόησα τον σκοπό του. Όταν τον είδα σαν κούκλα που λιώνει να παρακαλάει σε ένα απελπισμένο τηλεφώνημα. Θα πρέπει να κέρδισε τη μάχη γιατί έκλεισε και τώρα χαμογελάει και ισιώνει τα ρούχα του που έχουν πάρει άλλον δρόμο πάνω στο κορμί του. Πόσες ώρες τα φορεί, τι πάθος συντριπτικό, σαν της ψυχής το κάταγμα, τι χρόνια έξη.
Και ήταν εκείνη τη λιγοστή την ώρα που μια ιστορία απλή και καθημερινή, κίνησε τις τροχαλίες του κόσμου. Και δίχως αισχύνη τα του έρωτος, ανέπτυξαν τη λαμπρή και επώδυνη σκηνογραφία των. Ποιος είδε τα μάτια του και δεν τα λυπήθηκε, έτσι μοιρασμένος που ισορροπούσε, το ετοιμοθάνατο άστρο.
Τώρα έβγαλε το μαντήλι του. Σκουπίζει το μέτωπό του, τα μάτια του κλειστά κρατά για λίγο, μόνο για λίγο, ίσα για να ανασάνει από τον έρωτα αυτού εδώ του κόσμου του παράφορου. Συνήλθε, τώρα είναι ο εαυτός του ή τέλος πάντων ό,τι έχει απομείνει από εκείνον.
Ξάφνου παίρνει τέλος η θητεία στην αγωνία, η σύνταξη στον πόνο εκείνου του αδικημένου καταβάλλεται εις το ακέραιο. Το χαρμόσυνο μήνυμα το φέρνει ο νέος που εθεάθη σε απόσταση βολής. Μια καταιγίδα ανάμεσά τους ξέσπασε και εκείνοι έρχονται κοντά, δυο μες στο πλήθος που αδιαφορεί. Μόνο μιλούν και είναι προφανής ο νευρικός της καρδιάς του χτύπος, το σάλεμα του παλμού στα ύφαλα του λαιμού του. Ένας ζωγράφος ίσως να πρόσεχε την ανεπαίσθητη σκιά που αφήνει η φλέβα σε όλη του την ύπαρξη.
Και έτσι όπως ήταν σοβαροί και νόμιζες πως θα χιμήξουν να μείνει μόνον ο ένας, ξάφνου ο νέος χαμογέλασε. Τι χαμογέλασε δηλαδή, ο κόσμος λέει σκίρτησε κάτω από τα μάτια του , πήρε μπρος η παμπάλαια μηχανή. Και θέλανε εκείνη την μεστή την ώρα κανείς να μην τους αποσπάσει από τις ζωές τους. Την απλή τέχνη της συγκίνησης δοκίμαζαν.
Ο ηλικιωμένος με το σαρκαστικό χαμόγελο γύρισε στη μεριά μου. Άλλο και τούτο, απόψε έλαβε χώρα μια εισβολή στο γαλάζιο μου στενό. Ο ηλικιωμένος λοιπόν, που μου συστήθηκε ως ο Θεσσαλονικεύς, κατέφυγε διαγωνίως και έγινε που λένε, μέρος της σκηνοθεσίας. Προτού χαθεί προς την πάλαι ποτέ πλατεία του Διοικητηρίου που ποτέ δεν θα γνωρίσουμε και που απόψε διασώζεται ως ένας δρόμος ποιητικός, ο Θεσσαλονικεύς αυτός που λέτε, είπε “η φιλότης, ξένε προς το έτερον, η φιλότης θέλει περισυλλογή”. Δεν είχα υποπτευθεί την παρουσία του και θα παραμένει ένα από εκείνα τα ωραία τα μυστήρια πώς τάχα ο γέρος κατάφερε και τρύπωσε μες στην ιστορία, με το μικρό φανάρι του, με του λόγου του την εκφορά και το ιδίωμα της καρδιάς του.
Κοίταξα τους άλλους που ‘χαν πια χάσει κάθε άμυνα και ού απέστρεφαν τα πρόσωπά τους. Μόνο ένας πόθος ατημέλητος και ιδανικός, δυο ναυαγισμένοι σε άγρια ποιήματα, αυτό ήταν όλο ότι απέμενε από την ιστορία.