Μάνος Ελευθερίου
1938 – 2018
Επέστρεψε όταν τα φώτα είχαν πια σωπάσει και το πλήθος εκείνο το αλλοτινό, είχε περάσει πια στις τάξεις των θολών πραγμάτων. Στάθηκε στην γαλαρία της πλατείας, το χειροκρότημα άκουσε, το θυελλώδες που τόσο πολύ εχόρτασε στον βίο του τον υποκριτικό. Και ύστερα περπάτησε, όπως του διδάξανε οι σκηνοθέτες της ζωής του, οι πρόωρα χαμένοι. Τι και αν ήταν έρημο εκείνο το θέατρο, αυτός άκουγε τις ιαχές του πλήθους, τα “μπράβο” και τα “εύγε” και δίχως να αλλάξει καθόλου τον ρυθμό του ως τη σκηνή βάδισε. Τη σκηνή που τον τρόμαζε, έτσι που έστεκε σαν ικρίωμα στο βάθος εκείνου του θεάτρου. Στάθηκε να δει το φεγγάρι που ‘μπαινε από το μικρό φεγγίτη. Άφηνε μια προβολή του χάμω στα σανίδια και κάτι ίσκιους πραγμάτων ακαθόριστων. Το φως, συλλογίστηκε, αποκαλύπτει πάντοτε πράγματα κρυμμένα από τα μάτια μας. Έπαιξε λίγο με τις σκιές και βάλθηκε να σκαρώνει εκείνο το παλιό παιχνίδι. Κάθε τόσο φανταζόταν τι ‘να ταν εκείνο εκεί που του αναζωπύρωσε το πεθαμένο ενδιαφέρον. Και είπε τότε πως είναι το φως παγίδα. Και ένα προς ένα τα στρώματα του εαυτού του πήρε να αφαιρεί όσο πάγωνε τ’άγριο φεγγάρι, εκεί ψηλά.
Ήταν τότε που θυμήθηκε ένα σωρό μονολόγους και ευθύς εντός του ξυπνήσανε οι μεγάλοι ήρωες. Άλλος για την αγάπη και άλλος από εκδίκηση και κάποιος από την αθεράπευτη τη μοναξιά του, όλοι τους πήραν το μερτικό στο χειροκρότημα. Και εκείνος καθώς εβάδιζε ολόισια προς τη σκηνή, έβλεπε τον εαυτό του που άλλαζε και που γινόταν κάτι σαν τον Αμλέτο της σελήνης, τον τραγικό εκείνο ήρωα. Δυνάμωναν τα χειροκροτήματα και ορισμένοι έλεγαν, “τι σπάνιο ταλέντο, τι σπάνιο” όσο εκείνος περνούσε, θίασος ολόκληρος. Πίσω του οι ορχήστρες και τα νεκρά κορίτσια που σφοδρά και ατέλειωτα τον αγαπήσανε και καταφτάνουν τώρα μέσα από τ’αχαϊκά τα περιβόλια. Κάθε τόσο τον εαυτό του έχανε και οι παραισθήσεις του αρπάζανε το νου., μα με το χειροκρότημα κάπως στερεωνόταν και την πλατεία κατακτούσε βήμα το βήμα.
Και όταν βρέθηκε επάνω στη σκηνή, στο επίκεντρο ενός δράματος, ξέσπασε άγριος άνεμος. Και όλα τα σάρωσε, κοινό και προβολείς και τα ελαφριά τα σκηνικά που ‘χαν πρόχειρα τοποθετηθεί, ανυποψίαστα για τον άνεμο που φθάνει από τ’ανατολικά, μανιασμένος, σίγουρος, βέβαιος και αδιάφορος.
Σαν ανέβηκε στη σκηνή όλα σωπάσανε πια. Έπεσε μια μελαγχολία τριγύρω, ένας θόρυβος υπόκωφος ακούστηκε, σαν να λιγάει η ψυχή αυτού εδώ του κόσμου. Και το φεγγάρι, τ’ωραίο, το ανίδεο και το φανταστικό, ξεκαρφώθηκε και πλάι στα πόδια του έπεσε. Χίλια κομμάτια γινήκανε όλα, χίλια κομμάτια και άραγε πού θα βρούμε τα μέσα για να στερεώσουμε τ’ολοκαίνουριο φεγγάρι που τελειοποιεί κιόλας, ετούτη εδώ η εποχή.
Για μια στιγμή συνήλθε και αισθάνθηκε ντροπή που έπλασε με το νου του τόσα πράγματα. Ανώφελα όλα, το κοινό και το φεγγάρι και η κατάμεστη πλατεία. Είπε να κατέβει, να πέσει να πεθάνει, μα σαν κάτι να τον συγκρατούσε από την φριχτή του εκείνη συντριβή. Και ήταν τότε που διέκρινε στο βάθος της πλατείας μια μορφή αινιγματική. Χειροκροτούσε από τη θέση του και είχε δυο μάτια ολόλευκα, σαν τάχα να ‘χε προσθέσει δυο πέτρες πολύτιμες σε εκείνα εκεί τα μάτια, τα αλόγιστα.
Και εκείνος ο άλλος, ντυμένος τ’ανοιξιάτικο το κοστουμάκι του, ποτέ πάνω από το μέτρο αυτού εδώ του κόσμου, με το σημαιάκι του κρατημένο από έναν παλιό, έναν σχεδόν προϊστορικό Ευαγγελισμό , πάνω στο ζήτημα του στίχου ιερουργούσε. Και ήταν εκείνος που’παιρνε με πίστη προφήτη και ακρίβεια τεχνίτη τα λόγια της μεταπολίτευσης. για να τα κάνει δικά του.
Τινάχτηκα μες στ’όνειρο, κάνε Θεέ μου να μην είναι αλήθεια, κάλλιο ένα πάρκο με θηρία ή μια σύντομη επίπληξη. Μα όχι εκείνο, όχι τα μαύρα τα φτερά που τινάζονται πάνω από τη σκηνή.
Εκείνος με τα σημαιάκια, σαιξπηρικός και ελληνικός μαζί και με αισθητήριο σπάνιο αληθινά, ο ήρωας που πρόσμενε έπαιρνε λίγο λίγο να τον εθάψουν. ανέμιζε μες στον ουρανό. Και ενώ το πλήθος τριγύρω σε μια δαπάνη δινόταν, αλόγιστη και αναίτια , και ενώ έπεφτε το μαύρο το μετάξι στο πρόσωπο του κόσμου, ο ίδιος έλαμπε όλο και περισσότερο, όλο και περισσότερο. Και ήταν εκείνος το τοπίο και ο άνθρωπος που βλέπει εντός μας.
Τ’όνομα εκείνου του ανθρώπου που χάθηκε εντελώς απρόσμενα υπήρξε Μάνος Ελευθερίου. Μες στην ύπαρξή του, δεν έκαμε ποτέ αναπαραστάσεις πλαστικές δίχως αντίκρισμα, μα επέμεινε στα λόγια του, τα μεγάλα, σαν τάχα να μελετούσε τούτο το παρόν, τον λίθο μας τον αργό. Το ιδιώνυμό μας.
Απόστολος Θηβαίος