Διήγημα
Βγήκε από το σπίτι. Το φουστάνι το ‘χε ρίξει πρόχειρα. Γαλάζιο, σαν ρετάλι ουρανού. Έξω έβρεχε και μόλις βγήκε έξω στο δρόμο, ένα παγωμένο ρεύμα αέρα του χτύπησε το πρόσωπο. Για μια στιγμή το μακιγιάζ του κοκάλωσε, ένας Ινδός από τον πάγκο εμπρός του τον κοίταξε και άγγιξε άσεμνα τον εαυτό του. Αυτά τα ξέρει καλύτερα από όλους η Κλάρα. Εκείνο που δεν ανέχεται είναι πως η Ελένη επέστρεψε σήμερα με ανοιγμένο το φρύδι. Και της είχε πει, το θυμόταν και ίδρωναν τα χέρια της, αν σ’αγγίξει θα τον σκοτώσω. Τα πίνανε στην Πειραϊκή μια Κυριακή που έπρεπε να τελειώσει προτού σπάσει από ευτυχία η καρδιά τους.
Κάνε πέρα ρε ξεφτίλα είπε, ίσιωσε το φόρεμά του, άναψε ένα τσιγάρο και βγήκε στον δρόμο. Εμπρός του το πλήθος άνοιγε, όλοι κάνανε χώρο να περάσει η ντροπή. Μα η Κλάρα είχε κάτι άλλο στο νου της και έκανε αργά τα βήματά της, κοιτούσε τους πλανόδιους που γελάγανε με την ιδιορρυθμία της. Δεν άκουγε τίποτε, μόνο σιχαινόταν όσο περνούσε η ώρα εκείνη την πόλη, εκείνο τον κόσμο. Ένα πιτσιρίκι της προσέφερε ένα λουλούδι. ¨Εσκυψε να το πάρει, της είπε είσαι η πιο όμορφη. Κάποιος το φώναξε, αλλιώς δεν θα γλιστρούσε έτσι ξαφνικά, σαν το φτερό του ανθρώπου που το χτυπάει ο κεραυνός, αλλιώς δεν θα χανόταν σαν τ’άστρο εκείνο το παιδί.
Ο κύριος Ιερεμίας, με το παράξενο καπελάκι του και την καλή του την καρδιά τον πλησίασε. Είπε, άκου Κλάρα, δεν είναι κόσμος αυτός εδώ για να σε συγχωρήσει, σε παρακαλώ, πήγαινε σπίτι σου, γύρνα πίσω Κλάρα, δεν μπορώ τίποτε να σου εγγυηθώ.
Εκείνος, η Κλάρα της γειτονιάς, η ντροπή των δρόμων που κρυφογελούν τα παιδιά. τράβηξε μια γερή ρουφηξιά. Η Ελένη γύρισε σήμερα μες στο αίμα. Απόψε τελειώνουν όλα. Ο γέρος του αράδιασε ένα κάρο σοφίες, μίλησε στην ψυχή του, άναψε ένα δειλό φανάρι και ζέστανε για πάντα τον πόνο του. Μα δεν ήταν αρκετό και η Κλάρα, αυτός ο κάποιος που χαλούσε με την μπάλα του τον στέρεο κόσμο κάπου τρεις δεκαετίες πίσω, βαδίζει πιο γρήγορα και νιώθει τα μάτια του πως κόβονται, τη βροχή τους ακούει που πέφτει σαν χάδι. Έχει βρει τον εαυτό του, όσο και αν οι άλλοι νομίζουν τ’αντίθετο. Και όταν χορεύει στη σκηνή του παλιού θεάτρου, είναι ένα λουλούδι ανθισμένο, μια ζωή που ανταμώνει με τον εαυτό της σε μια σπάνια συγκυρία.
Όχι, σήμερα κανένα σας δεν συγχωρώ. Και περπατώ ηλεκτρισμένος κατά μήκος της ειρηνικής σας νύχτας, κάνοντας κομμάτια το προστατευτικό φιμέ σας τζάμι. Όχι, σήμερα τίποτε δεν ξεχνώ. Κάποιος του στέλνει φιλάκια, εκείνος του πετά τη γόπα με μια επιδέξια κίνηση, ο άλλος βλαστημάει, η Κλάρα δεν κάνει πια πως δεν βλέπει και γυρίζει πίσω, ο άλλος απομακρύνεται, όλη του η αυτοπεποίθηση ξέφτια δίχως τέλος.
Σε λίγο φθάνει στη διασταύρωση με την Ιουλιανού. Στις γωνιές νεαροί ξένοι τρώνε πασατέμπο και ακούνε τα λαϊκά της πατρίδας τους. Κοιτάζουν επίμονα τη ζωή που φλέγεται γύρω τους. Πιο πίσω, στο φόντο του ημιυπόγειου μια οικογένεια απόκληρων, μπρούτζινες δυστυχίες του Καλαί. Στην απέναντι γωνιά η επιγραφή του καταστήματος με τα ντεμοντέ ρούχα που πωλούνται με το κιλό. Αμυμώνη, συλλαβιστά, να νιώθεις τι θάνατο κρύβει ετούτο το μέρος, να τον νιώθεις σαν γουλιά στα έγκατα του λαιμού σου.
Τον είδε και κάπως ταράχτηκε. Τώρα πια, στην όγδοη δεκαετία της ζωής του, παρόμοιες συγκινήσεις θα μπορούσαν να του κάνουν κακό. Η Κλάρα , της γειτονιάς η ντροπή καθόταν και τον κοιτούσε. Ο γέρος κατέβηκε στο δρόμο, χαιρέτησε κανά δυο φίλους καλούς. Μετά πλησίασαν οι δυο τους, η Κλάρα χαμογελούσε, ο γέρος καθόλου. Άρχισε πρώτος. Κοίταξε γύρω του και άρχισε πρώτος.
Μια στάλα αίμα δεν σημαίνει τίποτε. Θα μπορούσες να δώσεις τόπο στην οργή. Στο κάτω κάτω, παιδί μου είναι , δικό μου, πόνεσες εσύ καθόλου για να αναστηθεί και δεν το ξέρω; Και έρχεσαι τώρα να πάρεις ότι δεν δικαιούσαι.
Και η Κλάρα δεν μιλούσε, μονάχα άγγιζε το στήθος της, σαν να μην της έφτανε ο αέρας. Και πάσχιζε να αποφασίσει. Τι θα ‘ταν καλύτερο, αν τάχα ορμούσε και τον τσάκιζε θα λέγανε όλοι, ο φονιάς. Και έτσι η Κλάρα που δεν γεννήθηκε με αυτό το όνομα αλλά το κέρδισε και σημαίνει πολλά, στάθηκε στο ύψος. Κοίταξε εκείνη την κέρινη φιγούρα που νόμιζες πως είχε βγει μέσα από τα χρόνια, σαν μια τελειωμένη ιστορία. Ίσιωσε το φουστάνι της και έβαλε τα γέλια, όσο τον κοιτούσε να ουρλιάζει με ακατάληπτα λόγια. Τα παιδιά στη γωνιά του δρόμου τον χαιρέτησαν με το όνομά του. Για αυτούς τίποτε δεν είχε αλλάξει και η Κλάρα συνιστούσε την καλή τους τύχη, μια περίπτωση μοναδική μες σε αυτήν την κόλαση. Ένα παιδί όλο αναίδεια και ένα νησί την ίδια στιγμή.
Σκέφτηκε την Ελένη, που ‘χε πια τόση ώρα να την δει. Γύρισε πίσω, ίσως η πληγή της να μην είχε κλείσει. Μα οι μάγκες τον τριγυρίζουν και με κάτι απανωτά χτυπήματα, η Κλάρα πέφτει με έναν παγετό πάω στο πρόσωπό της. Την άλλη μέρα θα πουν, μια χαρακτηριστική φιγούρα της πόλης δεν μένει πια εδώ. Σαν τον τρελό των συντριμμιών στις όχθες της Ελευσίνας, αδειανός από ερωτήματα αφήνει να τον βρούνε οι φόβοι του.
Και η Ελένη που περιμένει δακρυσμένη, κρατά τη φωτογραφία της από κάποιο καλοκαίρι στην Ερμούπολη, τυλιγμένη πορφύρα, με θάλασσες χαλασμένου μακιγιάζ. Δίπλα της, ο κύριος Ιερεμίας της δίνει συμβουλές και της υπόσχεται πως υπάρχουν καλύτεροι Θεοί από αυτόν εδώ που κρατά για αιώνες το σκληρό, το αδυσώπητο ίσο της ζωής μας.
“Το φουστάνι της βρέθηκε σκισμένο σε έναν κάδο λίγα στενά πιο κάτω από εδώ. Η Κλάρα ήταν αγνώριστη, κατά κόσμος Α.Κ. , αγνώστων λοιπών στοιχείων και ονείρων, να την προδίδουν πάντα κόκκινα μήλα”. Είπαν και άλλα πρόστυχα , ένας τάφος αδιάλυτων αποκαλύφθηκε, σημαδεύοντας το ύφος όσων ακολούθησαν τη δολοφονία της Κλάρα, του κατά κόσμον Α. Η. Αγαπούσε την Ελένη και ήθελε κάποτε να βρεθεί στις ροζ νύχτες του Ρίμινι. Ο κόσμος δεν του το συγχώρεσε. Μήτε και εκείνος με τη σειρά του, μήτε και εκείνος.