Κάπως μπερδεύεται μες στην ιστορία η Σόνια Ιλίνσκαγια, κάπως μπλέκουν τα λόγια της μες στο μυθιστόρημα του γαλάζιου στενού που δίχως εκείνη ή την υποψία της, θα ‘ταν φτωχότερο. Ένα σενάριο δίχως κανένα κύρος πια.
Θα μπορούσε να ‘ναι η αυτοπροσωπογραφία της Ροζάνοβα. Ή πάλι η φιγούρα μιας κούκλας μπάμπουσκα, μιας ξύλινης φωλιάς. Μόνο που μέσα της έκλεινε πολλά περισσότερα. Μεγάλωνε τη βαθιά μελέτη, την ανυπολόγιστη αφοσίωση στη νεοελληνική λογοτεχνία και την κατάταξή της μες στον διαχρονικά, ύστατο σπασμό του πνεύματός μας. Ή απλά θα μπορούσε να είναι αυτοπροσώπως η Σόνια Ιλίνσκαγια, η σπουδαία ελληνίστρια, η καθηγήτρια, η μητέρα και η πνευματική σύντροφος του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου στα δύσκολα χρόνια. Μια γενιά μετά από εκείνη του Στάλιγκραντ, ο κόσμος που αλλάζει και εκείνη που κρατιέται από τους δεσμούς που περισσότερο ενώνουν παρά διχάζουν. Συνδετικός κρίκος ο Κάλβος, ο Καβάφης, ο Ελύτης, κείμενα για τον Εγγονόπουλο και τη γενιά του ‘ 30, άρθρα και ακαδημαϊκές μελέτες, πάντα με γνώμονα το συμφέρον του ελληνικού πνεύματος. Στα χέρια της οι δυο γλώσσες, τα ρώσικα και τα ελληνικά μετατρέπονται σε ουσία και περιεχόμενο, μεταφέροντας την ίδια αγάπη. Για τις δυο της πατρίδες, την Ρωσία και τα Γιάννενα που της στάθηκαν φόντο ισόβιο.
Δεν ξέρω τι με έπιασε και σας μιλώ για την Ιλίνσκαγια. Ίσως να φταίει εκείνο το δημοσίευμα που έγραφε πως έφυγε τις πρώτες μέρες της νέας χρονιάς. Ίσως πάλι η ομοιότητα εκείνου του κοριτσιού που φάνηκε στο γαλάζιο μου στενό. Όλη μέρα κουβαλούσε χαρτόνια, πέτρες, σκόρπια σίδερα, χόρτα, λάσπη. Ίσαμε το απόγευμα είχε σηκώσει ένα χαρτονένιο παράπηγμα με εσωτερική επένδυση από εφημερίδες. Ποτέ δεν θα βαριόσουν σε ένα τέτοιο σπιτάκι, αφού κάθε φορά θα είχες να διαβάσεις κάτι νέο, κάτι άγνωστο. Βρήκα έκτακτη την ιδέα, ίσως όχι και τόσο οι καταστηματάρχες. Παίζανε τα κομπολόγια τους, ρυθμικά παρακαλώ, χάντρα τη χάντρα γέμιζε ο θυμός τους, έχετε δει κάμποσους από αυτούς εκεί έξω. Τι το κάναμε εδώ, να της το χαλάσουμε, άμα της το δώσουνε θα συνέλθει και άλλα τέτοια ξύπναγε το παράπηγμα στις ψυχές των νοικοκυραίων. Προς στιγμή, μου φάνηκαν όλοι σαν σε εκείνο το ντοκουμέντο του Μανέ από την Τυιλερί, μα σκελετωμένοι, με φαγωμένα χαρακτηριστικά και σκονισμένα τα ζωγραφισμένα τους σακάκια. Τα φορέματα των κυριών είχαν παλιώσει και οι πόντοι είχαν χαθεί στις γάμπες τους και ένα σωρό πράγματα πηγαίνανε κομμάτι στραβά. Όπως το ξερό χορτάρι, όπως αυτό.
Εκείνη δεν πτοήθηκε καθόλου. Καθάρισε το μέρος από τα σκουπίδια, έβαλε μια σειρά πολύχρωμους λαμπτήρες σαν τα ταβερνάκια του λιμανιού – θυμήσου τον ζεστό άνεμο, την γλυκιά κούραση από τον έρωτα και τη θάλασσα, αυτά δεν θα ξανάρθουν ποτέ, για αυτά γράφουμε- και πήρε να σημειώνει κάτι σε ένα φθαρμένο τετράδιο. Μου χαμογέλασε και εγώ της το ανταπέδωσα, νόμιζα πως είχα ξεχάσει πώς γίνεται. Και είχα για καλό και για κακό το μαχαίρι πλάι μου, αν χρειαζόταν, αν, λέω αν, χρειαζόταν να χαράξω ένα καινούριο χαμόγελο. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά και εγώ της το ανταπέδωσα. Και οι χάντρες έπεσαν βαριές και οι μάγκες του Μανέ πήραν την απόφασή τους, τελεσίδικα. Το βράδυ, το βράδυ, το βράδυ, είπαν καθένας μια φορά, σαν εγγύηση της συμφωνίας τους. Φύγανε, αρχίσανε να δειγματίζουν τα ζιπ κιλότ και τα τόπια τους, να δείχνουν τσάντες και παιδικά μολύβια, με τις ψυχές τους άγριες και διψασμένες. Εκείνη ζωγράφιζε στις πλάκες ένα ανθισμένο κλαρί και μάρτυς μου ο Θεός, ίσαμε να κοιτάξω ξανά τη μορφή της, το τριαντάφυλλο στο γκρεμό του ρείθρου, έσταζε μια ωραία και ανυπολόγιστη άνοιξη. Όλα συμβαίνανε νωρίτερα και το παράπηγμα έλαμπε ανάμεσα στον κλασικό ρυθμό και τα μοντέρνα έρκερ, ανάμεσα σε αρχιτεκτονικές και πολεοδομίες, ένα χαρτονένιο τίποτε. Και όμως.
Το βράδυ ήρθαν οι μάγκες. Ανάψανε έναν προβολέα και βάλανε τις φωνές. Πέσανε και κάτι ψιλές, μου σπάσανε το κλουβί και η καρδερίνα πέταξε. Δεν λυπήθηκα, μόνο που ‘νιωσα κάπως σαν θυμήθηκα πως δεν την αποχαιρέτησα. Θέλουμε τον χρόνο μας με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Και ίσως άλλο τόσο για την απώλεια και τη συντριβή μας.
Το κορίτσι λοιπόν που για συντομία και λόγους ανώτερους θα ονομάζεται Σόνια, βγήκε τρέχοντας. Άρπαξε το τριαντάφυλλο, ερχόταν σαν μικρός πρίγκιπας και είπα τα βιβλία λένε την αλήθεια. Και σφύριξε ο ένας και φάνηκε ένα μικρό γκρέιντερ από τη γωνιά του δρόμου. Είχε σιδερόφραχτα φώτα και νευρικό κινητήρα. Εμπρός του διέθετε μια κουτάλα με δόντια από χάλυβα, ήταν της μηχανικής το θαύμα. Σφυρίξανε όλοι τότε και έμοιαζε σαν να πήραν την απόφαση την τελική. Και το γκρέιντερ όρμησε να γκρεμίσει το παράπηγμα. Η Σόνια έσκασε στα γέλια όταν η κουτάλα έσπασε, ένα προς ένα τα δόντια πέφτανε χάμω με ένα θόρυβο σαν τζούφιο ατσάλι. Οι άλλοι βλαστημάγανε, καθένας έπαιρνε το γκρέιντερ και έκανε την δική του προσπάθεια, μετά πάλι Χριστούς, Παναγίες, τσακώνονταν μεταξύ τους, κάποιος τράβηξε ένα όπλο, μπήκαν στη μέση οι άλλοι, τελικά πέσανε σφαίρες, όλοι τους σκοτώθηκαν, τα μαγαζιά τους τώρα τα δουλεύουν οι χήρες. Την ρώτησα από τι είναι φτιαγμένο το καλύβι της. Εκείνη έπαψε να γελά και έβγαλε μέσα από το σακάκι της ένα μικρό βιβλίο. Τ’άνοιξε και από μέσα αναδύθηκε η σκόνη των λέξεων, των ποιημάτων τα αρώματα, αν ποτέ υπήρξε κάτι τέτοιο. Στις ενώσεις, μου είπε, στις ενώσεις και τους αρμούς, διαθέτει μια σπάνια κόλλα. Είναι ένα μείγμα, δεν μπορώ να σου πω πολλά. Λογάριασε το για μια παγκόσμια συνωμοσία, μα για την ακρίβεια έχει γίνει πια γνωστό πως αυτή η κόλλα κάνει τη δουλειά της.
´Ώστε έτσι;, ρώτησα, δείχνοντας ενδιαφέρον.
Μάλιστα, έτσι. Είναι μια κόλλα φτιαγμένη από τους στίχους των ποιημάτων που αγάπησες περισσότερο. Πρώτα μαζεύεις τη σκόνη από τα γράμματα, τα κόμματα, τα ερωτηματικά, τα ορθάνοιχτα εισαγωγικά. Έπειτα ανακατεύεις με νερό ώσπου στην επιφάνεια του μείγματος να σχηματιστεί η λέξη ομορφιά. Τότε, μπορείς να χρησιμοποιήσεις την κόλλα και να δέσεις για πάντα τα υλικά μεταξύ τους, βρίσκοντας το κοινό μες στην απέραντη ερημιά μας.
Κατάλαβα. Έξοχα. Έχετε άλλη τέτοια κόλλα, μήπως;
Χρειάζεστε και εσείς;
Ξέρετε, το κλουβί μου το βρήκε συμφορά, όπως ήδη γνωρίζετε. Ίσως η κόλλα σας να κάνει τη διαφορά.
Μα δεν έχετε πια εκείνη την καρδερίνα.
Το ξέρω, απάντησα, όμως υπάρχει η περίπτωση και να μην είπα τίποτε, μόνο να άφησα τη συζήτηση να τελειώσει με μια μεγάλη, ολοστρόγγυλη απορία.
Οι μάγκες με το γκρέιντερ φύγανε άπραγοι. Καπνίσανε, πήρανε δυο μπετόνια, το καταβρέξανε το παράπηγμα. Και ύστερα του βάλανε φωτιά. Και ήταν ένα θέαμα υπέροχο να βλέπεις κάτω από την πολύχρωμη γιρλάντα τη φωτιά να χορεύει.
Δίπλα μου δεν υπήρχε κανείς. Κοίταξα στις τσέπες μου, προς στιγμή σάστισα γιατί έμοιαζε σοβαρό να παρασυρθώ έτσι ξαφνικά. Θα ‘πρεπε να ανησυχήσω όμως στην δεξιά μου τσέπη βρήκα μια ξύλινη φωλιά μπάμπουσκα με άλλες, μικρότερες μέσα, το ίδιο χαμογελαστές, το ίδιο καθαρές, μορφές με κατακτημένο τον σκοπό τους, μια απέραντη, ιστορία να ζεσταίνει τις καρδιές τους τις ψεύτικες, να ερμηνεύει την τέχνη μας και ίσως κάτι από τη ζωή μας την ίδια.
Το πρωί το παράπηγμα με κοιτούσε σαν το παγωμένο στόμα της νύχτας που ξεψύχησε. Όλα είχαν επανέλθει στο κανονικό τους και οι χάντρες πέφτανε έξω από τα μαγαζιά, βαριές σαν χαλάζι. Άνοιξα το βιβλίο μου και τίναξα λίγη σκόνη από τις σελίδες. Ακολούθησα τις οδηγίες προσεκτικά, έπειτα άπλωσα το μείγμα στα κάγκελα του κλουβιού. Η καρδερίνα μου σαν να κατάλαβε επέστρεψε, πήγε να πιει νερό και αποκοιμήθηκε, με λίγη συμπάθεια για μένα και τον κόσμο μου.
Το κόλπο έπιασε. Από τότε γυρεύω παντού βιβλία και έχω μάθει να νιώθω τους ποιητές όταν τους συναντώ, να απαντώ στο μετέωρο βήμα τους που δεν πατεί σε αυτόν εδώ τον κόσμο, μα σε ένα σκαλοπάτι φαγωμένο από τα βήματα και τον κόπο. Και έχω τη σιγουριά πως το μυστικό της Σόνιας μπορεί να με κάνει να αντέξω. Όταν θα είμαι έτοιμος να πέσω θα χρησιμοποιήσω το θαυματουργό υλικό της και θα σταθώ στα πόδια μου, όπως και πριν. Μέσα μου θα κολυμπούν οι στίχοι και οι μάγκες δεν θα μπορούν τίποτε να κάνουν, ανεμίζοντας μια λευκή ζιπ κιλότ ως ένδειξη, – τι ένδειξη, απόδειξη κανονική δηλαδή – της ομοφώνου παραίτησής τους. Εμπρός, λέει στην επέλαση των ποιητών.
Απόστολος Θηβαίος