Μια ιστορία θαλασσινή, με έναν αλλόκοτο γαλάζιο ουρανό,
γεμάτη καταιγίδες και ριπές ανέμου.
«Αν υπάρχει Θεός εκεί έξω, ας μου χαρίσει ακόμη λίγη ώρα. Δεν ζητώ πολλά, έτσι δεν είναι;»
Και το καρυδότσουφλο πότε εδώ και πότε εκεί, παίζοντας με την πυξίδα του απάνω στις κορφές των κυμάτων. Το Οδησσός ΙΙ είχε ξεκινήσει από την Βόρεια Παγωμένη Θάλασσα. Πέρασε εκείνα τα μέρη που ονομάζονται Νέα Γη κοντά στον κόλπο του Αγίου Λαυρεντίου. Είχε βρει καλή θάλασσα, μια καταιγίδα δεν του ‘καμε τίποτε. Το πλοίο ήταν καινούριο, ήταν απαλλαγμένο από το φορτίο του και προχωρούσε ακάθεκτο για την Αμβέρσα. Έπειτα η πτήση των εννέα παρά τέταρτο για Αθήνα, οι γεμάτες λεωφόροι, το κλειδί στην πόρτα και όλα τα άλλα να παραμένουν παραμύθι μόνο για δύο. Τα είχε κανονίσει όλα και αν κατάφερνε να μαζέψει λίγο τις ώρες του ταξιδιού θα ‘χε όφελος μια ή δυο μέρες μαζί της, στην Αθήνα που γεννάει το δικό της Χριστό. Θα έρθει ο καιρός για να τον σταυρώσει μα τώρα όλοι γιορτάζουν.
Και όμως αυτό δεν το υπολόγισε. Πως υπάρχουν πράγματα που αφανίζουν οι άνεμοι και σε τούτα εδώ τα μέρη, δεν μπορεί να κάνει κανείς πολλά. Το Οδησσός ΙΙ θα πρέπει να αποδείξει αν είναι γερό σκαρί. Εκείνος από την πλευρά του κάνει ότι μπορεί, στέλνει σήματα, απεγνωσμένα, αδιάκοπα, έχει σχεδόν ματώσει τα χέρια του μα προχωρεί. Επείγον, επικείμενη βύθιση, τριάντα ανατολικά, Άγιος Λαυρέντιος, Νέα Γη, στείλατε διασωστικά ξανά και ξανά περιμένοντας μια απόκριση, μια ελπίδα πως κάποιος επιτέλους θα ακούσει, θα πει, κρατηθείτε, παραπλέον σκάφος προσεγγίζει. Και όμως δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί πως υπήρξε κανείς πιο μόνος από εκείνον τον ναύτη. Παλεύει με τις μηχανές, κρατάει το ρυθμό αμείωτο, λασκάρει εδώ και εκεί, έπειτα ανεβαίνει την τιμονιέρα, ο χαρτονένιος Θεός ακούει το παράπονό του ή μάλλον τις βλαστήμιες του καθώς το Οδησσός παρασέρνεται προς τα ανοιχτά και τα φώτα μιας ακτής ξεμακραίνουν και το καραβάκι αφήνει τουλίπες καπνού καθώς πασχίζει να σωθεί.
Ακούει το τρίξιμο, η θάλασσα διαθέτει δύναμη φοβερή. Και μες στην κουκέτα του να τρέμει η μινατούρα του χριστουγεννιάτικου δέντρου του, δώρο από μια ξεχασμένη φιλενάδα. Πώς τρέμει το άμοιρο με τα μικρά του τα στολίδια όσο το Οδησσός καλείται να αντέξει τον καιρό που αγριεύει. Εκείνος γράφει στο ημερολόγιο του καταστρώματος, τακτοποιεί μερικά πράγματα, φορά το σωσίβιο του, πιάνει ένα τραγουδάκι των ημερών και εύχεται στον εαυτό του καλή τύχη. Τώρα έχει φορτώσει τις μηχανές και δεν θα κόψει αν δεν φτάσει σε οποιοδήποτε λιμάνι. Ότι θέλει ας γίνει συλλογιέται και είναι ο βασιλιάς του κόσμου τούτη τη νύχτα την άγια.
Οι ακουαρέλες της ταιριάζουν. Να την ζωγραφίζουν λέει με ξανθά μαλλιά και γυαλιστερό, λευκό πρόσωπο, έτοιμη να παραμερίσει για να φανεί η ψυχή της. Μα τώρα πρέπει να πει αντίο. Και το Οδησσός ΙΙ φθάνει στο τέλος του καθώς κομματιάζεται στα ανοιχτά κάποιου ακατοίκητου νησιού.
«Το ξέρω πως θα λυπηθείς, μα δεν πρέπει να κλάψεις για μένα. Μονάχα κράτα κάτι από τη ζωή μας για τον δρόμο, κάτι για το μέλλον που λένε, επειδή αν με ξεχάσεις θα πεθαίνω για πάντα. Μαζί με τα νερά που κυλούν θα’μαι και εγώ, ποτάμι του Αυγούστου, νερό των φθινοπώρων. Δεν θα βρουν τίποτε από μένα και έτσι θα μείνουν απείραχτα όσα ζήσαμε μια τρελή νύχτα σε έναν φρεσκοποτισμένο κήπο.
«Στα συντρίμμια που ξεβράστηκαν ανέφεραν το όνομα του σκάφους που καταποντίστηκε χθες τη νύχτα στα ανοιχτά. Οδησσός ΙΙ προνόησαν να αναγράψουν στην κουπαστή και να που χρειάστηκε. Έπειτα δημοσίευσαν τη φωτογραφία του μοναδικού επιβάτη, ενός πλοιάρχου, όχι δωδεκαετούς αυτή τη φορά, μα τόσο νέου, τόσο νέου στα αλήθεια. Οι αρχές του λιμενικού διεξάγουν την έρευνα και σχεδιάζουν να κλείσουν γρήγορα την υπόθεση». Τίποτε άλλο δεν είπαν. Οι αρχές παρέπεμψαν τους ενδιαφερόμενους σε κάποιο απομονωμένο γραφείο, να περιμένουν τον υπεύθυνο που όλο έρχεται. Βλέπετε, τα Χριστούγεννα είναι σε λίγες μέρες και κανείς δεν έχει διάθεση για έκτακτες βάρδιες και χαρτοδουλειά.
Και όμως όσο και αν το κρύβεις κάτω από το ημίψηλο σου, αυτό το ναυάγιο συνέβη στα αλήθεια. Και έγραψε με χρώμα πικρό μερικά ονόματα πάνω στο δέρμα του κόσμου. Το Οδησσός ΙΙ δεν βρέθηκε ποτέ και ο μοναδικός του επιβάτης κηρύχτηκε αγνοούμενος. Φυσικά, όλοι εννοούσαν πνιγμένος και καθένας βάλθηκε να αναρρώσει από τον θάνατο. Σε λίγες μέρες ξημερώνουν Χριστούγεννα και στο σπίτι του Φελίξ Ράινερ κανείς δεν γελά. Κάθε τόσο κάποιος σκύβει, φιλά τη φωτογραφία ενός μεγαλόσωμου, γκρίζου άντρα και έπειτα και άλλοι, σαν πεταλούδες πάνω από τα χαλάσματα της ζωής. Ένας που περνά μονάχος του, επαναλαμβάνει με ειρωνεία, θυμωμένα: «Χριστούγεννα να σου πετύχουν!»
Και εγώ εμπρός από τα λαμπιόνια που έχουν μια καμμένη σειρά, να νιώθω καλύτερα καθώς με βρίσκω στην ξηρά. Σε μια άγνωστη πόλη, αρκετά μέτρα κάτω από τη λάμψη του κτιστού κόσμου, εγώ, ένας τηλέγραφος αποκλεισμένος που εύχεται με το ετοιμόρροπο σήμα του, κάτι σαν καλές γιορτές την ώρα που το Οδησσός ΙΙ περνάει από άβυσσο σε άβυσσο και ένα κορίτσι περιμένει δίχως λόγο μες στο σκοτάδι του.