Ένα λογοτεχνικό έργο διατηρεί εντός του εκείνο που στρέφεται εν τέλει εναντίον του. Οι εσωτερικές αντιθέσεις δεν εντοπίζονται βέβαια λόγω μιας μετριοφροσύνης μπροστά στην τελειότητα ούτε βέβαια μέσα από μια συγκριτικού τύπου απαξιωτική διαδικασία. Οι εσωτερικές συγκρούσεις που υφίσταται το έργο αφορούν τόσο το ίδιο όσο και το έδαφος εντός του οποίου κινείται η κριτική λογοτεχνίας. Ο κριτικός λογοτεχνίας επιβάλλεται να τοποθετηθεί έναντι του έργου· να στραφεί δηλαδή εναντίον του. Όσο στρέφεται το ίδιο το έργο ενάντια στον εαυτό του άλλο τόσο δικαιωματικά επιτρέπεται να στραφεί και η κριτική. Η θέση του κριτικού έναντι του έργου δεν συνιστάται μόνο στην εύρεση και παρουσίαση των αισθητικών εφαρμογών ούτε και της όποιας πολύ πιθανόν πρωτοτυπίας του. Μεταξύ αυτών απαιτείται και μια πολιτικού περιεχομένου τοποθέτηση. Μια πολιτική θέση η οποία δεν προσδιορίζεται κατ’ ανάγκην από κάποια κομματική ταυτότητα αλλά σίγουρα πηγάζει από ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό πλαίσιο. Αν ο κριτικός υποστηρίζει μια είδους αλήθεια ή όχι δεν έχει τόση σημασία, αφού ο ρόλος της κριτικής δεν είναι η έκφραση μιας ειλικρινούς ή όχι προσωπικής άποψης. Αντιθέτως, είναι απαραίτητο για τον κριτικό αρχικά να εντοπίσει τη σχέση του έργου με το ιστορικό του πλαίσιο. Αυτή η σχέση κινείται μέσα στο έργο και προβάλλεται άλλοτε κρυμμένη, κάποτε συγκεχυμένη ή και ασαφής κι άλλοτε είναι έντονα ξεκάθαρη. Η εξαιρετική πρόκληση για την κριτική έγκειται στην επιμονή και στο σθένος να εντοπίζει τη σχέση του εκάστοτε έργου και της ιστορίας και στη συνέχεια να καταδεικνύει με θάρρος τα ευρήματά της. Απαραίτητη συνθήκη μιας παραγωγικής και αποδοτικής κριτικής έγκειται στο είδος του τρόπου της ανάγνωσης του έργου. Ο κριτικός δεν διαβάζει το έργο ως αναγνώστης για τον λόγο ότι δεν πρέπει να υπάρχει ο ενθουσιασμός που κουβαλάει ο αναγνώστης. Ο ενθουσιασμός απορυθμίζει όχι την καθαρή σκέψη ή την αμεροληψία του κριτικού – που στην ουσία δεν εφαρμόζει κανένα από τα δύο – αλλά απορυθμίζει την ικανότητα του κριτικού να «καταστρέψει» το έργο με τα ίδια τα μέσα τα οποία συνίσταται το έργο. Η γνήσια κριτική, αν επιτρέπεται να λεχθεί κάτι τέτοιο, είναι η σχέση του κριτικού όχι με το ίδιο το έργο ή το κοινό των αναγνωστών αλλά με το απόθεμα του έργου. Το απόθεμα του έργου και όχι το ίδιο είναι που ρίχνεται στη μάχη ώστε να διατηρηθεί ζωντανό μέσα στην ιστορία. Το έργο μόνον τον κριτικό έχει ενώπιον του ως ανακριτή και δικαστή. Το έργο εκλιπαρεί για μια απόφαση. Μια απόφαση που για το έργο γίνεται το παράθυρο στον κόσμο αλλά και η οδός επιστροφής του έργου στον εαυτό του. Η απόφαση του κριτικού πολύ πιθανόν να είναι άδικη, αιχμηρή και προ πάντων μεροληπτική. Διακατέχεται από μεροληψία μόνο επειδή τον υποκινεί η ιδεολογική του συνέπεια. Αν υπήρχε ένα διαφορετικό έδαφος πάνω στο οποίο θα είχε τη δυνατότητα να τοποθετηθεί ο κριτικός – κάτι δηλαδή σαν αμερόληπτη αντικειμενικότητα – τότε δεν θα μπορούσε ν’ απαλλαγεί εύκολα από τα κατεξοχήν θεωρητικά κι αποστειρωμένα αναλυτικά εργαλεία του. Ο κριτικός δεν εργάζεται με γνώμονα την αγάπη και τη συμπάθεια για τον συγγραφέα, το έργο ή τη θεματική του. Απεναντίας, η κριτική εργάζεται για να μεταβιβάσει και να διατηρήσει στον κόσμο αυτό που το έργο έχει αποθέσει από τον εαυτό του.
Ο Αναστάσης Πισσούριος γεννήθηκε στην Κύπρο το 1980. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας και μεταπτυχιακό στη Μοντέρνα Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία στο Kingston University στο Λονδίνο. Το 2019 έχει μεταφράσει την ποιητική συλλογή Στην Αιχμή του Πάθους του Παλαιστίνιου ποιητή και πρόσφυγα Mahmood Alsersawiαπό τις εκδόσεις Πορεία. Επίσης, εξέδωσε το βιβλίο Μαθθαίννω Κυπριακά από τις εκδόσεις Αρμίδα. Έχει δημοσιεύσει βιβλιοκριτικές και διηγήματα σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.