[…σαν κλάμα μακριά
από παραλία…]
Ντος Πάσος
Άνοιξε με τα κλειδιά που είχε χάσει. Τώρα κάνανε για όλες τις πόρτες. Πρώτα η μυρωδιά και η καπελιέρα με τα βιβλία που δεν διαβάζει κανείς πια. Προχώρησε στην κουζίνα, τα βρήκε όλα ίδια. Μόνο τα πορτραίτα λείπανε, εκεί και το ραδιόφωνο, εκεί ένα χαρτί με δυο τρεις σημειώσεις. Μια ζωή σημειώσεις πρόχειρες που κανείς δεν καταλαβαίνει μετά από καιρό. Απόψε συλλογιέται τη σημασία τέτοιων λέξεων, όπως καιρός, απουσία, χρόνος.
Δες, τα μαλλιά της μες σε ένα απόγευμα μακρύνανε και είναι ξανά τριάντα χρονών, καθώς περνά έξω από τα δωμάτια που είδε τελευταία φορά. Οι άνθρωποι της την περιμένουν να ανοίξει, να πει γεια ξαφνιασμένη ευχάριστα , να πέσει στην αγκαλιά τους δίχως άμυνα, ανοίγοντας την καρδιά της στα πάντα. Και από την άλλη μεριά οι φωνές από την ζωή που συνεχίζει και όσα πεθαίνουν μες στις φωτογραφίες.
Ακούστηκε ένα τρίξιμο ως πέρα στον άλλον κόσμο, οι νεκροί σταματήσανε, την συμπονέσανε.
Είναι δύσκολο, λέει να αποχαιρετάς. Θέλει χρόνο, λέει να ξεχάσεις μα εγώ που σας γράφω για λογαριασμό της απόψε ετούτη εδώ την ιστορία, σας λέω πως θα βάλω τα δυνατά μου να μην ξεχάσω τίποτε και κάθε βράδυ θα ανακεφαλαιώνω το αδύνατο πια.
Πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Ένα φιλί άφησε στα προσκέφαλα και γλίστρησε από τις χαραμάδες, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Τέλος εποχής, έγραψε στην τρικυμισμένη σκόνη του τραπεζιού.
Κοιτάζει τα πράγματα που φεύγουν, σαν να τα παίρνει το νερό. Αυτό το τελευταίο είναι η μνήμη. Ξεβράζει κάτι δικό σου και πάλι το παίρνει πίσω. Παντού κάτι σαν τραύμα μα δεν το νιώθεις πια και η σιωπή να βομβαρδίζει το τοπίο.
Θα τρεχε πίσω μα έπρεπε όλα να συνεχίσουν. Τίποτε να μην ξεχαστεί, τίποτε μα είχε κιόλας πνιγεί η φωνή της και είχε γίνει ένα μουσικό ολόκληρο, ένα μέρος αυτόνομο, ένα νησί. Γλίστρησε μες στον παλιό καθρέφτη του ποιητή και χάθηκε. Το ξημέρωμα μια γαλάζια μελανιά στο βάθος. Αύριο μια καινούρια ρυτίδα στον κόσμο, τίποτε περισσότερο. Τίποτε που θα πρόσεχες μες στους σταθμούς, στα μπαρ και τα χαλάσματα, μες στα σταυροδρόμια και τα μάτια.
Απόστολος Θηβαίος