Σκακιστική πρόζα σε γαλάζιο μινόρε
Είχε ξεμείνει στην άκρη της σκακιέρας. Εμπρός του λάμβαναν χώρα σημεία και τέρατα. Άλογα νεκρά και αξιωματικοί θανάσιμα πληγωμένοι και πυργοδέσποινες αλαφιασμένες με ξέπλεκα μαλλιά να ρωτούν τη μοίρα δίχως απόκριση. Είχε κρατηθεί , ποιος ξέρει από τι σπάνια τύχη, μακριά από εκείνο το σφαγείο.
Μόνο όταν πια είχαν συντριβεί όλες οι δυνάμεις της εμπροσθοφυλακής, μόνο τότε ήρθε η σειρά του. Εμπρός πιστέ μου στρατιώτη, εσύ μου απέμεινες και ο δεκανέας ρίχνεται στη μάχη. Πρώτα πρέπει να γλιτώσει από τις ξιφολόγχες που εφορμούν από κάθε πλευρά της σκακιέρας. Και ύστερα να χαιρετήσει τον αξιωματικό που στέκει επάνω στη διαγώνιο του καιρού. Θα πρέπει να προχωρήσει άφοβα, δίχως λιγοψυχιά και σκέψεις δεύτερες, θα πρέπει να φθάσει ως το στρατόπεδο του αντιπάλου. Εκείνος είναι που θα πρέπει να σκοτώσει τον βασιλιά σφραγίζοντας το τέλος της παρτίδας. Και όλο τον καταδιώκουν οι εχθροί και εκείνος αντέχει, ναι, αντέχει. Λίγο ακόμη και θα περάσει στην άλλη πλευρά, λίγο ακόμη και θα πουν για αυτόν πως κάποτε ακολούθησε τα πράγματα μέχρι τέλους. Λίγο ακόμη ώσπου να πέσει η νύχτα, μέχρι να αποκοιμηθεί ο βασιλιάς, με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα. Απόψε πέθανε η βασίλισσά του, ένας δεκανέας της κατάφερε ένα καίριο πλήγμα με το σπαθί του και εκείνη κατέληξε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, βυθίζοντας στο πένθος τις εχθρικές δυνάμεις. Οι αξιωματικοί ορκίστηκαν στα όπλα τους πως θα λάβουν εκδίκηση, τραγούδησαν μάλιστα ένα από τα εμβατήρια που επιστρατεύουν σαν πρέπει να προχωρήσουν, αφήνοντας κατά μέρος φόβους και δισταγμούς. Και περνούσε μέσα από τις γραμμές και κάθε φορά γερνούσε λίγο περισσότερο και φοβόταν λιγότερο και ήταν μια δίψα ατέλειωτη η ζωή του. Αν ήταν αλλιώς, σε μια άλλη συγκυρία, κάτω από διαφορετικούς ουρανούς, αν το μπορούσε θα γινόταν το κόκκινο σήμα του θάρρους, κάτι σαν ποίημα και στίχο ενός βιβλίου, γεμάτο αψηφισιά και θάρρος.
Να που φθάνει ως το τέρμα. Κοιτάζει και βλέπει στρατιές ολόκληρες παροπλισμένες, βλέπει θάνατο μα δεν φοβάται. Επειδή κατά βάθος δεν πρόκειται για έναν στρατιώτη μα για κάποιον που αψήφησε τις δυσκολίες, τους κινδύνους και τώρα στα νώτα του εχθρού κάτι σαν υπόσχεση εκπληρώνει.
Η παρτίδα πάει τέλειωσε. Τώρα από τους πύργους φυσάει ένας ξαφνικός άνεμος και όλοι οι ίπποι τρέχουν στο ξέφωτο. Κάτι περισσότερο από μια παρτίδα και μια σκακιέρα στάθηκε η αφορμή για αυτήν την ιστορία, για αυτήν την ερημιά. Κανείς δεν θα μάθει το όνομα του στρατιώτη. Ίσως τον έλεγαν Γιαν, ίσως ήταν από μια πόλη κοντινή, ίσως τον έλεγαν Γιαν μα ήταν όλα εφήμερα. Τώρα στις λεωφόρους τρέχει παράφρον ένα πλήθος αλλότριο, τώρα ο καιρός έχει ξεχάσει για πάντα όλους τους Γιαν του κόσμου που έδωσαν την ζωή τους σε ένα παιχνίδι. Ο άνεμος μπούκωνε πόρτες και παράθυρα και ταμπλό και ο Γιαν μια ανθρωπότητα σακατεμένη, τίποτε λιγότερο.
Τώρα δεν έχει τίποτε να περιμένει. Στην απέναντι πλευρά του πολέμου ο πιστός δεκανέας σιγοτραγουδά μια μπαλάντα. Εκείνη των μοναχικών και ξεχασμένων πραγμάτων, μια μπαλάντα λυπητερή που πέφτει πάνω στη νύχτα σαν σίδερο. Και η παρτίδα έμεινε στη μέση και τον Γιαν τον χωρίζει από την πραγματικότητα ένας μαργαριταρένιος καταρράχτης. Ο Γιαν είναι απαραίτητος για το παιχνίδι και για τη μνήμη και έτσι κανένας άνεμος δεν θα μπορούσε να τον αφανίσει. Θα τον θυμάμαι για πάντα τον Γιαν, μεθυσμένο από αγάπη και πείσμα και ποίηση. Και ας μην το ξέρει κανείς πως πάνω του κρατήθηκαν ανοιχτές όλες οι πιθανότητες και ίσως γίνηκε, χάρη σε εκείνον κομμάτι πιο ανεκτό το απόγευμα. Αυτό είναι όλο, αυτό. Μια παρτίδα δίχως ρουά και ρεν, μια ανοιχτή πόρτα στην ελπίδα.
Όχι, ο Γιαν δεν υπήρξε ποτέ μονάχα ένα πιόνι. Και τούτος ο πόλεμος δεν έληξε ποτέ και ας ερημώνει η παρτίδα στο μπαλκόνι. Και ας αγαπιέται το ζευγάρι δίχως τέλος, Θεέ μου πόσο παράφορα στ’αλήθεια, μες στον ακατέργαστο αιώνα. Κάτω από το γαλάζιο σύθαμπο ο στρατιώτης του Κρέην μπορεί επιτέλους να ακούσει τον ήχο της καρδιάς του, σαν ήχο τρεμάμενου φτερού την ώρα που παίζεται μια ακόμη, μεγάλη σκηνή. Όλα τα χρωστά στο θάρρος του, όλα.