Έργο για δυο μονάχα πρόσωπα
σε γαλάζιο , πάντα,
θέμα
(Είναι κιόλας φθινόπωρο. Στην σκηνή υπάρχουν σωροί κίτρινα φύλλα και ο ήχος της βροχής. Εδώ και εκεί κάτω από τα αετώματα μπορείς να δεις τους κομπάρσους που παριστάνουν τα ερωτευμένα ζευγάρια. Φιλιούνται σε μια άκρη και εύχονται να μην σταματήσει ποτέ η καταιγίδα. Μερικοί άλλοι περνούν βιαστικοί, δίχως προστασία έξω από μια εφημερίδα που την ακουμπάνε στο κεφάλι τους και βρίζοντας διασχίζουν λεωφόρους, αγοράζουν βιαστικοί ένα πακέτο τσιγάρα, μιλούν στο τηλέφωνο, κουνάνε τα χέρια τους θυμωμένα, σφυρίζουν στο ταξί, εκείνο σταματά, μπαίνουν και χάνονται. Κάποιος στέκει σε μια γωνιά. Από πάνω του το γαλάζιο φως της μαρκίζας του χαρίζει μια αίσθηση βυθού. Αυτός ο χαρακτήρας στέκει ασάλευτος και παρακολουθεί λέει τη ζωή. Μελετά, λέει τον ρυθμό της, αν και ετούτο το τελευταίο μόνο σαν εικασία και αυτόκλητο συμπέρασμα μπορεί να εκληφθεί αφού ο ρόλος δεν έχει πολλά λόγια και μόνο να φανταστούμε μπορούμε. Μόνο την εκφραστικότητα, την όψη της αγωνίας και της περιέργειας, όπως ακριβώς τις δίδαξε ο σπουδαίος μίμος Μπιπ στα κεντράκια του Παρισιού, υπηρετεί ο σιωπηλός χαρακτήρας.
Στην σκηνή εμφανίζονται μερικοί άνθρωποι ντυμένοι με τα φωσφοριζέ γιλέκα των υπηρεσιών του δήμου. Εμπρός τους προχωράει ένας θηριώδης τύπος, κουνά τα χέρια, δίνει εντολές, θυμώνει και έρχεται σχεδόν τρέχοντας προς τη μεριά του βυθισμένου χαρακτήρα. Η παρέα σταματά, όλοι τινάζουν τα σακάκια τους και είναι βρεγμένοι ως το κόκαλο. Από μια άλλη μεριά ένα τηλεοπτικό συνεργείο ταχτοποιεί βιαστικά κάμερες, καλωδιώσεις, κάνει δοκιμές, αναθεωρεί και τελικά ετοιμάζεται να στείλει μια ανταπόκριση. Ο εύσωμος τύπος βάζει τις φωνές, οι άνδρες με τα γιλέκα σκορπούν τριγύρω σαν τα πουλιά που τρομάζουν όταν εκπυρσοκροτεί ένα όπλο.)
Επικεφαλής: (μετά τις οδηγίες, φωνάζει κάποιον από τους συνεργάτες του με τα μουσκεμένα κοστούμια) Να, εδώ θα μπουν τα λαμπιόνια. Μια σειρά από βεράντα σε βεράντα και εκεί στη γωνιά μια μικρή φάτνη.
Συνεργάτης: Μήπως να δούμε πώς θα πάει το πράγμα με το ενδεχόμενο του πνιγμού; Λένε πως δίψασε το ποτάμι και βγήκε παγανιά. Θα μπορούσαμε να το κανονίσουμε ξανά. Σταθείτε (απομακρύνεται λίγο) να θυμηθώ να βάλω και μια φάντη πρόεδρε; Δείχνει μες στη γενική πλημμύρα και προσθέτει μια ιδέα θεϊκής προστασίας στην όλη ιστορία. (εμπιστευτικά) Θα τη χρειαστούμε, λέω καμιά φορά.-
Επικεφαλής: Όχι, όχι. Άμα βάλουμε τη φάτνη θα χρειαστεί να προσθέσουμε και μερικά ζώα. Και ίσως μας κατηγορήσουν για απανθρωπιά. Μην πάθουμε καμιά ζημιά βρε αδερφέ! Άσε τη φάτνη.
Συνεργάτης: Καλά, σαν να΄χετε δίκιο.
Επικεφαλής: Εμ τι; Λες να μην έχω δίκιο; Πώς θα γινόμουν αρχηγός αν δεν είχα κάθε φορά δίκιο;
Συνεργάτης: Μα είστε σπουδαίος! (τον κοιτάζει με θαυμασμό και σφουγγίζει τη μύτη του)
Επικεφαλής: Και εσύ, δεν πας πίσω. Αλλά μου φαίνεται πούντιασες μωρέ. Τι να κάνεις, θα μου πει, είναι παλιονύχτα τούτη εδώ.
Συνεργάτης: Μπορεί και να είναι από τη συγκίνηση.
Επικεφαλής: Πιστέ μου φίλε! (τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη και του δίνει το μαντίλι του) Να, πάρε.
Συνεργάτης: Το μαντίλι σας; Μα αυτό συνιστά μια τιμή που θεωρούσα αδιανόητη πιο πριν. Όχι για μένα, μια τέτοια τιμή, όχι για μένα που μάρτυς μου ο Θεός δεν το αξίζω ούτε μια στάλα.
Επικεφαλής: Ταπεινέ, φτωχέ μου φίλε!
(Ο συνεργάτης του φιλά τα χέρια. Έπειτα ο αρχηγός προχωρεί, με τα χέρια του θαρρείς πως μετράει τα στάδια, πως βάζει με το μυαλό του τις θέσεις των γιορτινών πραγμάτων. Μέσα του σχεδόν ανάβουν όλοι εκείνοι οι φωτισμοί και η πόλη δείχνει απέραντα όμορφη.)
Επικεφαλής: Τώρα που το σκέφτομαι θα είχε γούστο αν έβαζα μια ορχήστρα να παίζει εκεί στην άκρη.
Συνεργάτης: Ορχήστρα, μάλιστα. Εγχόρδων;
Επικεφαλής: Μα ναι, εγχόρδων, τι άλλο!
Συνεργάτης: Εκεί στη γωνιά;
Επικεφαλής: Ναι, στη γωνιά, είπαμε βρε! Αν τα λέμε όλα από δυο φορές, δεν κάνουμε τίποτε ταπεινέ, φτωχέ μου συνεργάτη.
Συνεργάτης: (απορροφημένος στις σημειώσεις του) ….φτωχέ μου συνεργάτη, τσεκ!
Επικεφαλής: Δεν είναι ώρα για επιταγές και αμοιβές! Τι σε έπιασε! Κανόνισε να μας κάψεις με τίποτε μισοτελειωμένες δουλειές!
Συνεργάτης: Και αυτός;
Επικεφαλής: Ποιος; Αυτός στη γωνιά; Αληθινός είναι του λόγου του; Κοίτα να δεις! (πάει κοντά και του σφίγγει το χέρι)
Συνεργάτης: Το βρήκα κύριε! Να τον ντύσουμε και αυτόν με τα λαμπιόνια. Και αν βάλουμε τη φάτνη που σας έλεγα, θα μπορούσε να παριστάνει τον Ιωσήφ. Του φέρνει κομμάτι.
Επικεφαλής: Και πού ξέρεις εσύ πώς ήταν ο Ιωσήφ;
Συνεργάτης: (συνωμοτικά) Κυκλοφορούν κάτι επιστολές του Χριστού, κύριε. Τα γράφουν όλα, για τους γονιούς του και τα κορίτσια που αγάπησε, για εκείνο και το άλλο.
Επικεφαλής: Όλα ε;
Συνεργάτης: Όλα.
Επικεφαλής: Σαν να έχεις δίκιο! Όχι για τον Ιωσήφ αλλά για εκείνον εκεί. Τα στολίδια θα είναι ότι καλύτερο θα του έχει τύχει στην κατάμαυρη ζωή του. Και άλλωστε, πρέπει κανείς να βοηθά με κάθε τρόπο τους σκοπούς της πολιτείας του. (κοιτάζει πίσω του) Αλλά δεν πάμε τώρα, βλέπω φουσκώσανε τα νερά και είναι ζήτημα αν θα τα καταφέρουμε να μείνουμε ζωντανοί. Και αυτός, ελπίζω να ξέρει καλό μπάνιο.
Συνεργάτης: Ζωντανοί, τσεκ! Νεράκι, κύριε;
Επικεφαλής: Να σου πω, με τέτοια αγωνία, στέγνωσε ο λαιμός μου βρε αδερφέ. Φέρε για!
(Ο αρχηγός πίνει λαίμαργα το νερό. Ξάφνου σταματά, τα μάτια του προδίδουν πανικό.)
Επικεφαλής: Από πού είναι το νερό, μωρέ; (έχει πιάσει από το γιακά τον συνεργάτη)
Συνεργάτης: (φοβισμένα, τραυλίζοντας) Απ’…, από την πηγή, κύριε!
Επικεφαλής: Την πηγή; Ω Θεέ μου! (σωριάζεται χάμω, οι άνδρες με τα κίτρινα γιλέκα σκάβουν γρήγορα γρήγορα έναν τάφο. Είναι μαθημένοι, κάποιος ξεχωματώνει μια νεραντζιά και φυτεύει ξανά το δέντρο πλάι στο μνήμα του αρχηγού να έχει ίσκιο στους αιώνες. Την άλλη μέρα η ίδια πομπή, αργή, με το αίσθημα της λύπης στα πρόσωπα περνά από εκείνο το στενό. Εμπρός τα παλικάρια κουβαλάνε τον άμοιρο αρχηγό. Στέκουν για μια στιγμή, κάποιος εκφωνεί έναν λόγο που επαναλαμβάνει σε κάθε παράγραφο τη σπουδαιότητα και το σφυρηλατημένο του χαρακτήρα του που πλάστηκε μες στις πιο σκοτεινές στιγμές. Την ώρα που η πομπή περνά εμπρός από τα μαγαζιά του κέντρο, ακούγεται καθαρά ένας υπόκωφος θόρυβος. Και το φουσκωμένο ρέμα σαρώνει τα πάντα και ο αρχηγός τώρα πλέει μες στο αυτοσχέδιο ποτάμι, εκπρόσωπος μιας άλλης εποχής. Το νερό φουσκώνει, γίνεται ασυγκράτητο, ο αρχηγός με το καλό του κοστούμι κατηφορίζει την απότομη κοίτη. Πουθενά δεν ανήκει πια, μόνο στη βροχή. Οι άνδρες με τα κίτρινα γιλέκα καπνίζουν και παρατηρούν το κασόνι που έχει πάρει το δρόμο για τη θάλασσα. Ο πεθαμένος, θα πουν έλαβε την ύψιστη τιμή και πέθανε δυο φορές μες στη σφοδρή καταιγίδα Και ο χαρακτήρας κάτω από τη γαλάζια μαρκίζα, μάταια που περιμένει ο πικραμένος να στολιστεί με τα λαμπιόνια που του τάξανε. Πάντα η ίδια ιστορία βλέπεις. Ο ήχος του νερού είναι και ο ήχος της εποχής του. Η πόλη πλημμυρίζει. Ο συνεργάτης κάνει ένα τελευταίο πέρασμα. Σβήνει και γράφει. Ο χαρακτήρας της μαρκίζας κάνει όνειρα και πάλι, όπως πρώτα.)
Συνεργάτης: Συνάχι, τσεκ! (και σφουγγίζει τη μύτη του, όσο περνούν τα πλήθη τριγύρω και όσο σφυρίζει ο άνεμος και τον μαστιγώνουν οι βροχές που πέφτουν αμείωτες. Στις τσέπες του γυρεύει το μαντίλι του αρχηγού και ο πυρετός, τον καίει. Δεν τελειώνει φυσικά εδώ αυτή η ιστορία. Όχι καθόλου δεν τελειώνει, μήτε τα στολίδια που έχει ο καιρός για να κρύψει όλα εκείνα στα οποία ανερυθρίαστα επιδόθηκε. Ήχος βροχής που δυναμώνει ώσπου να γίνει εκκωφαντικός και έπειτα μονάχα τα φύλλα της σκηνής που τα αναδεύει ο άνεμος. Φύλλα της σκηνής και της πλατείας, εν μέσω χειροκροτημάτων, κάπως μουδιασμένων και ψευδεπίγραφων θα έλεγε κανείς. Σαν έρωτες σωματικοί που λαβαίνουν χώρα μόνον από μια δέσμευση ηθικού τύπου).
Απόστολος Θηβαίος