Γιώργος Αραμπατζής | Η πρώτη εικόνα

© Μονόκλ

Καθόταν σε ένα μεγάλο καφέ στο κέντρο της πόλης και έπινε ένα ποτήρι λευκό κρασί όπως του άρεσε να κάνει από καιρό σε καιρό. Απολάμβανε την ησυχία και την απόσταση από τα καθημερινά, κάτι που ένιωθε ότι είχε ανάγκη ολοένα και περισσότερο τους τελευταίους μήνες. Η ζωή του είχε στερηθεί κάθε ίχνος ενθουσιασμού και ένιωθε την ανάγκη να επιστρέψει στην πηγή της δύναμής του, που δεν ήταν άλλη από την περισυλλογή. Έτσι είχαν τα πράγματα και γι’ αυτό βρισκόταν τόσο συχνά σε αυτό το άνετο και ήσυχο καφέ.
Την προσοχή του τράβηξε ο σερβιτόρος, η στάση του σώματός του καθώς εξυπηρετούσε τους πελάτες, ο τρόπος που κινούταν με σβελτάδα, οι εκφράσεις του προσώπου του, όλα αποτελεσματικά και ευγενικά αλλά και τόσο μηχανικά. Το γκαρσόνι ήταν κάτι σαν ένα αυτόματο με καθορισμένες κινήσεις. Θυμήθηκε ότι ένας φιλόσοφος υποστήριξε πως η συμπεριφορά του γκαρσονιού είναι το αποτέλεσμα των βλεμμάτων των πελατών. Οι ματιές τους μετατρέπουν το γκαρσόνι σε αντικείμενο (πώς να γίνει αλλιώς;) και αυτό το τελευταίο τις αντιμετωπίζει αντικειμενοποιώντας τον εαυτό του, όντας πλέον όχι μια ανθρώπινη ύπαρξη αλλά μια αυτοματοποιημένη μονάδα, ένα όργανο, μια μηχανή. Εξ ου και η τυπικότητα και νευρικότητα της στάσης του.
Μέχρι τώρα δεχόταν αυτή την ερμηνεία των διαπροσωπικών σχέσεων, στο πιο στοιχειώδες επίπεδό τους, σαν μια πληροφορία, χωρίς ιδιαίτερη ανάγκη να την αξιολογήσει. Τώρα, όμως, αλαφρωμένος από κάποιους περιορισμούς, αναρωτήθηκε για την αλήθεια της άποψης. Πιο συγκεκριμένα, του πέρασε η ιδέα ότι υπήρχε στον κάθε άνθρωπο, εγκατεστημένη στο νου από τη γέννησή του, μια παρακαταθήκη εικόνων που λειτουργεί με ρυθμιστικό τρόπο για τη συμπεριφορά. Αυτό θα εξηγούσε πρώτα-πρώτα γιατί είναι τα βλέμματα που μας επηρεάζουν με αυτόν τον τρόπο. Επειδή έχουν μια κρυφή ομοιότητα με τις εικόνες μέσα μας, ως προς την ουσία. Οι σκέψεις αυτές τον απασχολούσαν εδώ και καιρό. Ίσως αυτή η παρακαταθήκη, η εικονοθήκη, να μην ήταν ένα ουδέτερο άθροισμα. Ίσως να υπάκουε σε μια κρυφή ιεράρχηση. Σε αυτή την περίπτωση, όλες οι εικόνες αναφέρονταν σε μια πρώτη εικόνα, που ήταν η οργανωτική Αρχή όλων των υπολοίπων. Σε κάθε σκέψη, σε κάθε πράξη, σε κάθε συμπεριφορά ελλόχευε αυτή η πρώτη εικόνα.
Άνοιξε το βιβλίο μπροστά του και διάβασε τυχαία μια φράση: He got his leg over the horse and it came up out of the water. Πως θα μπορούσε, άραγε, να καταλάβει τη φράση αν δεν είχε εντός του τη λειτουργία-εικόνα και, ακόμη περισσότερο, την εικόνα-λειτουργία που κάνει τις εικόνες αποτελεσματικές, δηλαδή κατανοητές. Η ικανοποίηση από την ανάλυση θα ήταν πλήρης αν δεν του ερχόταν η ανάμνηση της εικόνας της, όμορφη, η καμπύλη του λαιμού της καταλήγοντας στον κότσο που στεφάνωνε το κεφάλι, το πρόσωπο με τα λεπτά ζυγωματικά.
Συνήλθε και για να αποτραβηχτεί από τη νοερή εικόνα κοίταξε τριγύρω του. Παράξενο, όλοι ήταν γυρισμένοι προς τη μεριά του και τα βλέμματά τους κλειδωμένα πάνω του. Τι εξωπραγματική αίσθηση, οι θαμώνες τον κοιτούσαν, χωρίς περιέργεια αλλά με ένταση και προσοχή σαν να ήταν ένα παράξενο ζώο. Ένας άνδρας σηκώθηκε από την καρέκλα του στο βάθος της αίθουσας και άρχισε να κινείται προς το μέρος του. Ελισσόταν ανάμεσα στα τραπέζια με τους πελάτες που εξακολουθούσαν να τον κοιτάζουν προσηλωμένοι. Τελικά τον έφτασε και κάθισε απέναντί του, ένας μεσήλικας, ωραίος άνδρας, από τους καλοστεκούμενους, μια αυθεντία κάποιου είδους. Δεν ήξερε τι να του πει αλλά εκείνος δεν του άφησε χρόνο. Έσκυψε πάνω από το τραπέζι και τον ρώτησε: τι ξέρεις εσύ από γκαρσόνια; Τι ξέρεις;
Κοίταξε την καρέκλα απέναντί του. Φυσικά ήταν άδεια. Οι πελάτες τριγύρω, απορροφημένοι στις κουβέντες τους. Απαρατήρητος, σήκωσε το ποτήρι στα χείλη του για μια γουλιά ακόμη. Έξω άρχισε να σκοτεινιάζει και τα φώτα να ανάβουν ένα-ένα. Το πήγαινε για βροχή και δεν είχε πολύ κόσμο στους δρόμους. Ήταν κάπως μελαγχολικά. Σε λιγάκι, σε μια ένδοξη στιγμή, θα έσβηνε ο ουρανός. Ένα ταξί σταμάτησε μπροστά στο καφέ και μια ηλικιωμένη γυναίκα άρχισε να κατεβαίνει σιγά-σιγά. Δυο ή τρία αυτοκίνητα από πίσω περίμεναν υπομονετικά.


Γιώργος Αραμπατζής. Αναπληρωτής καθηγητής Βυζαντινής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών· γεννήθηκε στην Αθήνα, µεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη και σπούδασε φιλοσοφία στο Παρίσι. Από το 1998 έως το 2012 εργάσθηκε ως Ερευνητής στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας της Ακαδηµίας Αθηνών. Το 2010 εκλέχθηκε στο Πανεπιστήµιο Αθηνών. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη Βυζαντινή φιλοσοφία, τις αρχαίες πηγές της και τις νεωτερικές προσλήψεις της. Έχει δημοσιεύσει τη νουβέλα Μπροστά στο Διοικητήριο (Σμίλη 2018), έχει μεταφράσει Όρσον Ουέλς (Mr Arcadin, Αιγόκερως) και Γκυ ντε Μωπασάν (Λόγια του Έρωτα, Ροές), ενώ έχει γράψει μελέτες για τον κινηματογράφο (Λαϊκισμός και Κινηματογράφος, Ροές) κ.ά.