Nιώθω μια θλίψη ασήκωτη να με πλακώνει σα τσουβάλι
και οι ώμοι μου πολύ μικροί να την αντέξουν.
στο βυθό της ανυπαρξίας με τραβάς
με μια κλωστή χρυσή
που λάμπει σαν πυγολαμπίδα στο σκοτάδι.
H πόλη άδεια και το τσιμέντο ζεματάει
φωτιές ανάβει στους ανθρώπους
όσους έχουν απομείνει δηλαδή στον πυρετό της πόλης
μες το βαθύ το θέρος
και σέρνονται σαν αδειανά κουρέλια
αποκαΐδια του περσινού χειμώνα.
Θέρος βαθύ που σε ρουφάει και σε φτύνει
σα χαλασμένο τσόφλι
ξερό και αποκαμωμένο
κάτω απο τον ανήλεο ήλιο
που τίποτα δε συγχωρεί
και όλα τα μεγεθύνει.
κι ο άστεγος στην εξώπορτα
να μη καταλαβαίνει, γιατί είναι πάντα μόνος
και πως να καταλάβει;
με ένα μικρό ραδιόφωνο στο χέρι
και πλάι του τα αδέσποτα με στεγνωμένα σάλια κρεμασμένα
ακίνητα στην αποχαύνωσή τους.
χιλιάδες τα καλώδια ανάμεσά μας
θα πάρω το ψαλίδι να τα κόψω
και να’ ρθω εκεί για να φιλήσω τα μαλλιά σου.
ένα θαύμα τώρα περιμένω
αυγουστιάτικο,
να αρχίσει να χιονίζει
μπας και πιστέψω στα θαύματα και πάλι
στις 11 του Αυγούστου.
Η Νατάσα Χολιβάτου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου ζει και εργάζεται. Έχει σπουδάσει δημοσιογραφία & ΜΜΕ στο ΑΠΘ, συγκριτική γραμματολογία στη Γαλλία και έχει κάνει το διδακτορικό της στη λογοτεχνική δημοσιογραφία στο τμήμα δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του ΑΠΘ. Έχει διδάξει δημιουργική γραφή στο ίδιο τμήμα και δημοσιογραφικό λόγο (ΜΜΕ, διαφήμιση) στο κοινό μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών ΔΡΓ Δημιουργική γραφή της σχολής ανθρωπιστικών επιστημών του Ελληνικου Ανοικτού Πανεπιστημίου.