Αν πράγματι ήταν θέμα ακρίβειας ως προς τον χρόνο της αφήγησης ή ζήτημα συμπύκνωσης ως προς την έκταση του χώρου – της ποσότητας – τότε και η περίληψη ενός κειμένου θα μπορούσε να οριστεί ως λογοτεχνία. Η ουσία του μικροδιηγήματος δεν έγκειται στη σύντομη αφηγηματικότητά του. Η κειμενική βραχύτητα δεν ορίζει ένα λογοτεχνικό είδος αλλά ένα κείμενο. Επίσης, το μικροδιήγημα δεν θεωρείται ούτε μικρογραφία μιας αφηγηματικής ιστορίας. Στο μικροδιήγημα δεν απουσιάζει ποτέ η λεπτομέρεια ούτε λειτουργεί ως αφηγηματική μινιατούρα δίνοντας την εντύπωση της σύντομης χρονικής διάρκειας με τα σημαντικότερα γεγονότα.
Μια από τις σημαντικότερες πτυχές του μικροδιηγήματος έγκειται στην αμφισβήτηση της δομής της λογοτεχνικής του γραφής. Συγκεκριμένα, το μικροδιήγημα αποκαλύπτει ένα ξεχωριστό βάθος συγκριτικά με αλλά είδη λογοτεχνίας – χωρίς να υποδηλώνεται καμία είδους αναμέτρησης ως προς το αξιολογικό τους αποτέλεσμα. Η διαφορά έγκειται στο είδος της ψευδαίσθησης που παράγει το μικροδιήγημα. Η βάση ενός άρτιου μικροδιηγήματος συνεπάγεται από τη χειραφέτηση του εγκιβωτισμένου λογοτεχνικού χρόνου και χώρου. Συνεπώς, ο χρόνος και ο χώρος δεν τίθενται ως το απόλυτο έδαφος της συγκεκριμένης λογοτεχνικής παραγωγής – όπως συμβαίνει με όλα τα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη. Εδώ, το μικροδιήγημα διατηρεί ένα μικρό ριζικό σύστημα χωροχρόνου διασφαλίζοντας έτσι την αρμονία ως ψευδαίσθηση και ως τη βάση στήριξης της δομής του. Ένας αρμονικός άκεντρος πυρήνας ο οποίος παράγει εναλλασσόμενες διακυμάνσεις οι οποίες με τη σειρά τους συγκροτούν τον πυρήνα. Η χειραφέτηση του βάρους του χρόνου και του χώρου πρέπει να είναι συνεχής κι εξαντλητική. Αυτό συμβαίνει όχι προφανώς για να τελειοποιηθεί το περιεχόμενο ή η μορφή του αλλά για να επιτευχθεί η απαραίτητη κινητικότητα του έργου η οποία έγκειται στο ανολοκλήρωτο του είδους του. Η κλίση προς «διάλυση» της ίδιας της αφηγηματικής ροής δημιουργεί μια αλλού είδους κίνηση. Η κίνηση δεν φαίνεται να είναι γραμμική ούτε και κυκλική. Το μικροδιήγημα συντηρεί μια κίνηση που καμπυλώνει και συνεπώς ταλαντεύεται χωρίς ποτέ να είναι σταθερά ολοκληρωμένη. Το κωνικό σχήμα της μορφής του μικροδιηγήματος προσφέρει στο περιεχόμενο τη δυνατότητα να κορυφώνεται μ’ έναν μονοδιάστατο τρόπο διατηρώντας έτσι πιο συγκεκριμένα τη ροή της αφήγησης ως επίθεση προς τον αναγνώστη. Μια τέτοια λογοτεχνική χρήση της γλώσσας αναγκάζει να τοποθετεί τον αναγνώστη σε απόσταση αναπνοής από το έργο. Συνεπώς, για ν’ αμυνθεί ο αναγνώστης την επίθεση, η τέχνη του μικροδιηγήματος δημιουργεί έναν παραμορφωτικό φακό για τον αναγνώστη ως άμυνα. Αφενός του επιτίθεται αφετέρου του παραχωρεί το αμυντικό του σύστημα. Είναι σημαντικό ν’ αναφερθεί ότι το εγγενές χαρακτηριστικό αυτής της παραμόρφωσης έγκειται στο γεγονός ότι η αφηγηματικότητα δεν κινείται εντός της ίδιας της ιστορίας που αφηγείται. Η ιστορία δηλαδή δεν κρύβει τον εαυτό της εντός της ιστορίας αλλά απευθύνεται σχεδόν αφοπλιστικά στον ίδιο τον αναγνώστη. Ο αναγνώστης δεν είναι απλά ο δέκτης αλλά αυτός που βρίσκεται στα αφηγηματικά κενά του έργου.
Η γραφή ενός μικροδιηγήματος δεν προσφέρει καμία εγγύηση ασφαλείας αφού δεν προβλέπεται να διασταυρώνονται παράλληλες ιστορίες με ξεχωριστό αφηγηματικό πυρήνα. Επίσης, δεν προϋποτίθεται καμία επεμβατικότητα για να «σωθεί» το διήγημα από τυχόν γλωσσικά ή μορφολογικά αδιέξοδα. Τέλος, η προσπάθεια να γραφτεί ένα μικροδιήγημα ως μια είδους μινιατούρα ενός διηγήματος ακυρώνει την ουσία του μικροδιηγήματος. Αντ’ αυτού, το μικροδιήγημα είναι μια καρικατούρα ενός διηγήματος αφήνοντας στον αναγνώστη μετέωρο να διερωτάται πως συμβαίνει να τον χωράει ένας κόσμος τόσο μικρός.