Μάιρα Λάττα | Γιορτή

© Ray K. Metzker

Σφίγγω το χαρτομάντηλο στην τσέπη του παλτού και ανηφορίζω αργά το δρόμο για την πλατεία Δικαστηρίων. Παραπατάω αλλά τίποτα το σοβαρό. Κάποιοι φίλοι και γνωστοί θα είναι εκεί και αυτό με εμψυχώνει. Το καφενείο είναι μισογεμάτο. Ελληνικός καφές, τσίπουρο και τσιγάρο μυρίζουν τα γηρατειά μας. Νεύω καλημέρα και κάθομαι αργά στο τραπέζι δίπλα στο Μάκη και τον αδερφό του. Η Ναυσικά μας πλησιάζει. Φουσκώνω τα πνευμόνια και φωνάζω: «Μία γύρα ό,τι πίνει ο καθένας. Και μεζέ!». Τριγύρω μού χαμογελούν και σφυρίζουν επιδοκιμαστικά, εγώ ποτέ δεν έμαθα τον τρόπο.
«Πώς και;», με ρωτάει ο Μάκης.
«Έχω γιορτή»
«Δηλαδή να πούμε και καλή χρονιά…», με κοιτά στα μάτια.
«Όχι τέτοια γιορτή…»
«Στην υγειά σου Βασίλη!», φωνάζουν τα τραπέζια και τσουγκρίζουν τα ποτήρια.
«Να ‘στε καλά Κύριοι! Μην τυχόν και δε σας δω στην κηδεία μου!», σηκώνω το ποτήρι όσο ψηλά μπορώ. Πίνω μια γουλιά τσίπουρο και σκουπίζω τα γένια και ό,τι χύθηκε στο παντελόνι μου. Παρατηρώ τους συνομήλικους μου, τους συνταξιδιώτες μου, τους μελλοντικούς απόντες. Το στομάχι μου ανακατεύεται και ο λαιμός μου τσούζει. Νιώθω ντροπή. Φαλάκρες με τρεις λευκές σγουρές τρίχες όλες κι όλες, σακουλιασμένες παρειές, κρεμασμένοι λαιμοί και αρχίδια, πρησμένα δάχτυλα. Δεν ξέρω πώς να είμαι γέρος, δεν ξέρω πως είναι οι γέροι. Εδώ οι άντρες φεύγουν όρθιοι και νωρίς.

Ο δρόμος για το σπίτι είναι ευχάριστος όμως όχι σύντομος άμα είσαι σουρωμένος. Το αλκοόλ έχει αυξήσει το συναισθηματισμό μου και ξεκλειδώνοντας την εξώπορτα έχω την φριχτή εντύπωση πως κάτι σημαντικό έχω αφήσει πίσω. Η ώρα μου πλησιάζει. Άρχισα να το υποψιάζομαι όταν στις τσέπες των παλτών μου έβρισκα όλο και συχνότερα μικρές μπάλες από χρησιμοποιημένα χαρτομάντηλα. Το χώνεψα τώρα τελευταία, που οι υπάλληλοι του Γενικού Νοσοκομείου με χαιρετάνε με το μικρό μου όνομα. Είναι βέβαια κομμάτι περίεργο. Νιώθω πάλι σα φοιτητής, απομονωμένος και άφραγκος όμως ο πόνος είναι πια ασάλευτος. Ξυπνάω και είμαι κουρασμένος. Με κόπο πλένομαι, ξυρίζομαι και μετά τι; Πού να πάω, τι να κάνω; Ελπίζω να θυμηθώ. Μόνο το μισό μπρίκι καφέ καταλήγει στο φλυτζάνι. Το ότι δεν βγάζω το πλαστικό απ’ το τραπεζομάντηλο μ’ έχει σώσει. Με δίδαξες καλά, Βασιλική. Κάθομαι στην αυλή και χαζεύω τις νεραντζιές αλλά δε μου φτάνει. Κάποτε είχα θέα τη θάλασσα.
Περπατάω αργά στην κρεβατοκάμαρα και σκύβω μπροστά απ’ το κρεβάτι. Η μέση μου τρίζει. Γονατίζω και ψάχνω με τα χέρια στα τυφλά. Τσιμπάω την άκρη της θήκης και προσεκτικά τη σέρνω προς το μέρος μου. Την γραπώνω και με τα δύο χέρια και την ακουμπάω απαλά στο στρώμα. Παίρνω μια ανάσα και προσπαθώ με τον ώμο να σκουπίσω τον ιδρώτα απ’ το μέτωπο μου. Ανοίγω προσεκτικά το φερμουάρ και το λιγνό, γυαλιστερό της σώμα μού θαμπώνει τα μάτια. Χαϊδεύω το δροσερό μέταλλο και την ξεσκεπάζω. Το κοντάκι της είναι τριμμένο και το λούστρο χρειάζεται πέρασμα. Ψηλαφίζω τον ξεφτισμένο αορτήρα και με το νύχι μου ξύνω το δέρμα για να βγάλω ένα ακόμα μικρό κομματάκι. Την σηκώνω ευλαβικά και την στρέφω λαχανιασμένος προς στο πρόσωπό μου. Κλείνω το δεξί μου μάτι και κοιτάζω μέσα στην κάννη σαν σε καλειδοσκόπιο. Περιμένω να δω θαμνοτόπια και λειμώνες. Εσωτερικά είναι άθικτη και φουσκώνω από περηφάνεια. Η καραμπίνα μου έχει περπατήσει πολύ αλλά τουφεκίσει λίγο. Όταν όμως το έκανε, όλοι οι λαγοί του κάμπου σκόρπιζαν κεραυνοβολημένοι . Λυσσούσαν να ξεφύγουν να κρυφτούν στα γιατάκια τους, να γλυτώσουν από εκείνη.
Τρία βίαια χτυπήματα στην πόρτα δίνουν στα γόνατά μου τη χαριστική βολή και πλακώνω με όλο μου το βάρος το δεξί μου αστράγαλο. Τρία ακόμα αντηχούν και σκεπάζω με το πάπλωμα την καραμπίνα. Ξέρω ποιος είναι.

«Σε πρόλαβα;»
«Όρεξη που την έχεις ρε Μάκη…», παραμερίζω να περάσει.
«Κάνα νέο απ’ τον Άρη;»
«Να βάλω;», τού γεμίζω ένα ποτηράκι και τον παρακολουθώ που ελέγχει το σπίτι, «αφού ξέρεις, δε μού μιλάει… μόνο τις υποθέσεις χειρίζεται πια. Κάτσε. Χτες με πήρε η γραμματέας. Ορίστηκε δικάσιμος για το σπίτι»
«Θα το σώσετε; Τι λέει;»
«Σου είπα! Τίποτα δε λέει!», βάζω αδέξια ένα και για μένα, «μόνο η γραμματέας επικοινωνεί… Βρέθηκε αγοραστής για τους Σοφάδες… Λείπει το τάδε κωλόχαρτο για τη σύνταξη… Η ΔΕΗ έστειλε εξώδικο για το Κρυονέρι… Ίδιες παπαριές μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει». Πασχίζω να ισιώσω την πλάτη μου ένα σπόνδυλο τη φορά αλλά νιώθω ατρόμητος,
«τον σπούδασα τόσα χρόνια ρε Μάκη. Νομική Θεσσαλονίκη. Αγγλία μεταπτυχιακά. Όσο τον πλήρωνα μου μίλαγε. Όταν τελείωσαν τα φράγκα μού, γύρισε την πλάτη. Αυτό είν’ ο άντρας ρε συ, όσο τα φέρνει τον υπολογίζουν, μετά… άστο, μπουχοί όλοι!»
«Βασίλη…»
«Τι; Τι με κοιτάς; Βάλε μου λίγο ακόμα!»
«Δεν είναι έτσι… Τόσο φτάνει;», κοιτάζει το αριστερό μου χέρι, αυτό με το τρέμουλο. Πίνει μια γουλιά και αναστενάζει, «Τα ψέματα ήταν ρε Βασίλη. Έτσι νομίζω. Τα ψέματα πρέπει να ήταν, όχι τα λεφτά».
Θέλω να σηκωθώ, να τον διώξω και να πιώ μόνος. Ο τραυματισμένος μου αστράγαλος όμως έχει αρχίσει να πρήζεται, γαμημένο πάρκινσον, σκέφτομαι.
«Δεν έχεις τίποτα δουλειές ρε Μάκη;».
«Ναι ναι πάω… Ήθελα μόνο κάτι να σε ρωτήσω…»
«Πες το»
«Το χάραμα λέμε να πάμε για κυνήγι, το ‘χεις;».

Έξω ο ήλιος έχει σχεδόν δύσει και το σπίτι είναι σκοτεινό. Έχω κολλήσει στην πολυθρόνα του σαλονιού και κοιτάω τους άδειους τοίχους, το άδειο τζάκι. Θέλω να ανάψω ένα τσιγάρο αλλά θυμάμαι πως δεν καπνίζω πια. Η μοναξιά μου είναι σαφής και απόλυτη και δε ζητάει εγγυήσεις. Τρίβω τον ώμο μου και προσαρμόζω τον αορτήρα, σκοντάφτω σε πέτρες, τρίβομαι σε κλαδιά και κουμαντάρω τα λαγωνικά μέχρι να τα ξαμολήσω στο βραδινό ντορό. Ο Μάκης μού κάνει νόημα πού να στήσω καρτέρι, όμως τα πόδια μου δεν υπακούν, έχουν βιδωθεί βαθιά στη γη και δεν κουνιούνται. Οι άλλοι είχαν πει πως έφταιγε η ένταση του κυνηγιού αλλά εγώ το ήξερα ήδη, το σώμα μου δεν μου ανήκει πια. Πάνε χρόνια που σταμάτησα να κυνηγάω λαγούς, τώρα ο κυνηγημένος είμαι εγώ. Λες όμως να μου κάτσει μια τελευταία φορά; Λες να ξεγελάσω τον τρόμο των χεριών μου; Να οπλίσω, να σκοπεύσω με ακρίβεια και να σκοτώσω τον πούστη το λαγό. Ξαπλώνω στον καναπέ και κλείνω τα μάτια.

Είναι ακόμα νύχτα όταν ακούω την κόρνα. Πασχίζω να γεμίσω το θερμός, κοιτάω απ’ το παράθυρο το τζιπ σταματημένο δίπλα στη μεγαλύτερη νεραντζιά. Ο Μάκης στο τιμόνι, πίσω ο αδερφός του ο Θανάσης και παραπίσω δύο ουρές σουλατσάρουν ανυπόμονα.
«Καλημέρα Βασίλη!», γκαρίζει ο Θανάσης κατεβάζοντας το τζάμι, «με την ησυχία σου! Έχουμε χρόνο…».
Ο Μάκης τον αγριοκοιτά απ’ τον καθρέφτη και ξεκλειδώνει την πόρτα του συνοδηγού.
«Άντε γαμήσου ρε Θανάση», τον χαιρετάω.
Ο Μάκης βάζει μπρος και αμίλητοι αφήνουμε πίσω την πόλη να κοιμάται.
«Πώς θα το πάμε;», ρωτάω.
«Έχει δυό στα χωράφια του Πρίτσκα. Δεν μας θέλει να χαλάμε τα βαμβάκια αλλά θα ‘μαστέ προσεκτικοί», λέει ο Μάκης.
«Και τα σκυλιά; Τι τα πήραμε τότε τα σκυλιά; Σιγά το πράμα να ξεφωλιάσουμε προδομένους αυτιάδες!», γκρινιάζει ο Θανάσης.
Νιώθω ήδη έτσι όπως δε θέλω, βάρος.
«Τι προτείνεις ρε Θανάση;», λέει ο Μάκης αποφεύγοντας να με κοιτάξει.
«Λοιπόν ακούστε! Έχω μέρες που κυνηγώ ένα λαγό δίπλα στο Μέγδοβα. Ξέρω πού βόσκει, πού αφήνει τις κακαράντζες του. Ξέρω και που γιατακιάζει, σ’ έναν βάτο στην όχθη. Δεν έχω καταφέρει ούτε να πλησιάσω ούτε και να τον ξεσηκώσω. Κι αν του ‘χω ρίξει πέτρες, άφαντος αυτός. Είναι ευκαιρία τώρα που ‘χούμε τα σκυλιά, πάμε;».

Η μέρα χαράζει, πλησιάζουμε στο σημείο ώσπου ο Μάκης σβήνει τη μηχανή. Τα σκυλιά χοροπηδάνε. Ο Σπίθας, το δεκάχρονο Σέτερ του Μάκη, δεινός ιχνηλάτης, άσπρος σα φάντασμα με μια σουβλερή ουρά με μοικάνα στην άκρη. Το άλλο δεν το ξέρω, ένα οχτάμηνο τσοπανόσκυλο που ο Μάκης έχει φέρει για εκπαίδευση.
«Υπομονή να χαράξει λίγο ακόμα», λέει και κατεβάζει το τζάμι να πάρει μια ιδέα της θερμοκρασίας. Ο Θανάσης κατεβαίνει και ανοίγει στα σκυλιά. Χιμάνε έξω και το μικρό κατουράει αμέσως τα πίσω του πόδια. Κάνε να μπορέσω να σηκωθώ. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, κουμπώνω το μπουφάν και τραβάω το σκούφο χαμηλά να καλύψω τ’ αυτιά μου. Κάνει ψύχρα. Πλησιάζω με μικρά, κοφτά βήματα τους άλλους δύο. Κοιτώ κάτω ένα λεπτό στρώμα πάχνης να καλύπτει τα ξερά χόρτα και τις φτέρες. Ο ουρανός γίνεται γαλάζιος.
«Όλα καλά;», ρωτάει ο Μάκης.
«Πού είναι αυτός ο αυτιάς ρε Θανάση;», φωνάζω.
«Στο βάτο κάπου. Έχει αφήσει και τρίχες, να », μας δείχνει ξεμακραίνοντας. Ακουμπάω τη θήκη με την καραμπίνα στο χορτάρι και ανοίγω το φερμουάρ.
«Σίγουρα ρε Βασίλη;», λέει ο Μάκης κοιτάζοντας την αφρισμένη ροή του ποταμιού.
Τα σκυλιά τρέχουν πάνω στα ξερά φύλλα και εμείς από κοντά. Συμφωνούμε να πιάσουμε καρτέρια περιμετρικά ενώ ο Μάκης προστάζει το Σπίθα προς στην είσοδο του βάτου. Με το όπλο επ’ ώμου περπατώ και αφουγκράζομαι. Προσπαθώ να είμαι αθόρυβος να γίνω ένα με τον τόπο. Θυμάρι και μούχλα γαργαλάνε τα ρουθούνια μου, τα πνευμόνια μου καίει το πολύ οξυγόνο. Τη σιωπή σπάνε έξαλλα γαυγίσματα. Ο λαγός πετάγεται απ’ τη φωλιά του και το βάζει στα πόδια, δυο μέτρα μακριά από το καραούλι μου, μακρύτερα κι απ’ του Θανάση. Τα αυτιά του ανεμίζουν παράλληλα του ποταμού ενώ ο Θανάσης ψύχραιμος τον τουφεκίζει στα 20 μέτρα. Ο λαγός ακάθεκτος τρέχει ώσπου τον χάνουμε.
«Σίγουρα τον πέτυχα στα πίσω του ποδάρια!», φωνάζει ο Θανάσης λαχανιασμένος. Ο Σπίθας και το κουτάβι έχουν κολλήσει στο βάτο, τα λεπτά χάνονται. Τα σκυλιά καταφέρνουν να βγουν και χιμάνε στον ντορό και τα παίρνουμε στο κατόπι. Η πλάτη μου έχει μαγκώσει αλλά ο ήλιος μού ζεσταίνει το κρανίο. Ακολουθούμε το Σπίθα πάνω από χιλιόμετρο δίπλα στην όχθη μέχρι που εκείνος σταματά σ’ ένα σημείο και στριφογυρίζει μανιασμένα. Παρατηρούμε και οι τρεις ολόγυρα αλλά ο λαγός πουθενά. Πλησιάζουμε στο ποτάμι και σκανάρουμε τα χαντάκια, τα κοιλώματα, το νερό. Ο Σπίθας επιμένει και χαλάει τον κόσμο.
«Σκάσε που να σε πάρει ο διάολος!», φωνάζει ο Μάκης και πιάνει το σκύλο απ’ το λουρί, «δε βλέπεις πως πάει; Άντε ρε γέρικο ζωντόβολο, άντε κουνήσου!».
«Ε καλά, πάμε», λέει ο Θανάσης και ξύνει το κεφάλι του, «την άλλη φορά».
Μου είναι αδύνατο να κάνω βήμα ενώ ο κακός μου αγκώνας έχει κλειδώσει σ’ ένα εξευτελιστικό γάμα. Ο Μάκης κοντοστέκεται και ατενίζει τις απέναντι βουνοκορφές, χιόνι έχει ήδη καλύψει τις μύτες τους. Βγάζει τον καπνό από την τσέπη και στρίβει ένα. Το ανάβει και μου το πασάρει.
«Έλα, δώσε το όπλο. Θα σε περιμένουμε στ’ αμάξι».

Λυγίζω αργά τα γόνατα να κάτσω στη γη και τραβάω μια τζούρα απ’ το στριφτό. Παρακολουθώ τους φίλους μου και τα σκυλιά να απομακρύνονται. Ο καπνός μπαίνει στο μάτι μου και δακρύζω. Ρίχνω το κεφάλι προς τα πίσω και παρατηρώ τα σύννεφα να φουσκώνουν και να ξεφουσκώνουν. Κοιτάζω πάλι το ποτάμι από διαφορετική γωνία και βλέπω το λαγό ζωντανό, να χαροχτυπιέται, κολλημένος σ’ ένα καλά κρυμμένο κοίλωμα της όχθης του ποταμού. Έχει σκαλώσει για τα καλά. Το σώμα του είναι βουτηγμένο στο νερό και μόνο το κεφάλι και τα αυτιά του επιπλέουν εξέχοντας. Είναι αδύνατο να πλησιάσω. Το σημείο είναι ψηλό και απότομο και το νερό πολύ βαθύ. Κοιτώ τριγύρω μήπως βρω κάνα μακρύ κλωνάρι να τον ψαρέψω ζωντανό. Ο ώμος μου είναι ελαφρύς χωρίς την καραμπίνα. Τραβάω μια τζούρα και το σκέφτομαι. Παρατηρώ τα αυθάδη αυτιά του λαγού να συσπώνται άθελά του, όπως κάνουν και τα δάχτυλά μου. Εστιάζω στο γυάλινο μάτι του και βλέπω τη ζωή του, τη διαρκή αγρύπνια να γλυτώσει απ’ τα αρπαχτικά. Σκέφτομαι πάλι πως η Βασιλική δεν είναι πια για να τον μαγειρέψει και πως στον Άρη δεν άρεσε ποτέ το στιφάδο. Ρουφάω την τελευταία τζούρα και μου καίει το λαιμό. Μαγκώνω τη γόπα ανάμεσα στον μέσο και τον αντίχειρα, σημαδεύω και την εκσφενδονίζω στο ποτάμι. Θαύμα ρε πούστη μου, σκέφτομαι και γελάω.

 


Η Μάιρα Λάττα γεννήθηκε στην Καρδίτσα, μεγάλωσε στην Αθήνα και τα τελευταία χρόνια ζει στη Ζυρίχη. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο «Εκπαίδευση και Πολιτισμός» από το Χαροκόπειο  Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει πολύχρονη επαγγελματική εμπειρία στους κλάδους της ιδιωτικής  εκπαίδευσης και μετάφρασης. Συμμετέχει σε εργαστήρια Δημιουργικής γραφής ενώ διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί στα λογοτεχνικά ηλεκτρονικά περιοδικά Φρέαρ, Fractal και Χάρτης.