Υπάρχει κάτι που τον πιέζει στο στήθος τελευταία όταν κοίταζε τη θάλασσα. Παλιότερα, ήταν μια λίγο πολύ επίπεδη επιφάνεια. Κάτι οριζόντιο. Στο βάθος της φαινόταν πάντα ο ορίζοντας. Ο ορίζοντας ήταν μια ιδιότητα της θάλασσας. Όπου απλωνόταν, ο κόσμος φαινόταν ανοιχτός, ασύνορος. Απλωνόταν ως εκεί που έφτανε το μάτι, και πέρα από εκεί που έφτανε το μάτι. Κι αυτό ήταν η υπόσχεση. Πως υπάρχει κάτι πέρα από εκεί που απλώνεται το μάτι. Κι είναι αδιάφορο όταν κάθεσαι και κοιτάζεις τη θάλασσα απ’ τη στεριά αν αυτό το κάτι είναι κι άλλη θάλασσα, ένας ακόμα ορίζοντας πανομοιότυπος με αυτόν που βλέπεις τώρα, ή ένας διαφορετικός, όπου αχνοφαίνεται στο βάθος κάποια ακτή.
Αλλά πάει λίγος καιρός τώρα, που σαν την κοιτάζει, η θάλασσα δεν είναι πια οριζόντια. Είναι κάθετη. Σήμερα, με το θερμόμετρο να αγγίζει τους σαράντα δύο βαθμούς Κελσίου, είναι πιο κάθετη από ποτέ. Είναι ένα βάρος ασήκωτο στα τύμπανα και στα πνευμόνια. Δεν υπάρχει ορίζοντας. Δεν υπάρχει τίποτε εκτός από ένα φως που τρεμουλιάζει και χάνεται. Ή μάλλον όχι, υπάρχει ορίζοντας, αλλά η έννοια του ορίζοντα έχει μετατοπιστεί. Δεν είναι κάτι που το βλέπεις με τα μάτια αλλά ένα φάντασμα μες στο μυαλό. Το βάθος είναι εγκάρσιο.
Με φασματικό μάτι του νου το φως επάνω τρεμοσβήνει αργά. Ο νους του αποδέχεται το σκοτάδι με ανακούφιση. Όλα τελειώνουν εδώ. Αλλά όχι. Υπάρχει κάτι μέσα του που δε σταματά, κάτι που δεν αφήνει τα μάτια του να κλείσουν. Ένα σκουλήκι. Ένα μικρόβιο που δεν ησυχάζει. Κάτω από αυτό το σκοτάδι υπάρχει άλλο, βαθύτερο· κάτω από αυτό το κατώφλι πόνου και ασφυξίας απλώνεται ένα άλλο. Ούτε επανάληψη ούτε εναλλαγή. Αυτές οι λέξεις έχουν χάσει το νόημα τους. Γιατί το νόημα τους εξαρτώνταν από την προστατευμένη εποπτεία του ματιού. Αλλά τώρα δε βλέπει πια με τα μάτια. Βλέπει με την πίεση που νιώθει να αυξάνεται στ’ αυτιά του. Βλέπει με το τι συμβαίνει στο αίμα και τους πνεύμονές του. Βλέπει με το ατελείωτο βάρος του σώματός του—ατελείωτο επειδή δεν υπάρχει πια χρόνος κι έτσι τίποτε δεν αρχίζει και δεν τελειώνει και επειδή, ταυτόχρονα, η ελεύθερη πτώση στα βάθη επιβραδύνεται από τη μεγαλύτερη αντίσταση του νερού.
Υπάρχει κάτι εκεί κάτω, αλλά δε μπορείς να το δεις. Μόλις φτάσεις εκεί, στο τελικό σημείο του κάθετου ορίζοντα που, σε αντίθεση με τον οριζόντιο, έχει τέλος, είσαι αυτό το ίδιο κάτι. Είσαι αυτό που βλέπεται. Έχεις αλλάξει κατάσταση. Και για κάποιο λόγο, το φως δεν έχει ακόμα σβήσει εντελώς. Υπάρχουν μάτια που περιφέρονται γύρω από το κάτι που είσαι ενώ δεν είσαι, μάτια χωρίς βλέφαρα που κοιτάζουν τον ανόργανο εαυτό σου.
Κι έπειτα, υπάρχει η σκέψη μιας τελευταίας σκέψης. Υπάρχει αυτό το φρικτό ενδεχόμενο. Μπορεί (γιατί εξακολουθεί να κοιτάζει πάντα τη θάλασσα από την ασφάλεια του στέρεου εδάφους, αναπνέοντας τώρα τόσο πανικοβλημένα που υπεροξυγονώνεται, αγκομαχώντας στον αέρα σαν να είχε βράγχια πια αντί πνευμόνια) να σκεφτεί ότι σε κάποιο σημείο της πτώσης αναδύεται η τελευταία σκέψη, ένα μικρό και φτωχό φωτάκι που τρεμοσβήνει. Ο φακός ενός δύτη που εμφανίζεται σαν από μηχανής Θεός ίσως· μια τράτα που ψαρεύει στο βάθος· ένα σωτήριο φως μέσα απ τις γρίλιες που στεγνώνει μεμιάς τα ασήκωτα νερά του ξυπνητού αυτού ονείρου.
Κι έπειτα, μ’ αυτή τη σκέψη της τελευταίας σκέψης, αρχίζουν οι πρώτοι δυνατοί σπασμοί στο στομάχι του κι ο εμετός, οι γευστικοί κάλυκες στη γλώσσα του στέλνουν το σήμα στον εγκέφαλο του ότι αυτό που ξεχύνεται απ’ τα σωθικά του είναι αλμυρό νερό.
Μέχρι το Φθινόπωρο έχουν όλα ξεχαστεί, μαζί με το όνομά του. Ήταν μονάχα ο πρώτος που εκδήλωσε το σύμπτωμα της κάθετης αντίληψης του ορίζοντα.