Μίλτος Σαχτούρης
Στα στενά της πόλης κυλά η ανθρωπότητα. Ένα τσούρμο παιδιά ξεχύνονται και χαλούν τον κόσμο. Κάποιος περαστικός αναρωτιέται τι τάχα να γυρεύουν και ρωτά ένα από τα παιδιά. Η καρδιά εκείνου του αγοριού είναι αγνή, ψέμματα δεν μπορούσε ακόμη να πει. Καρφί δεν του καίγεται για την πολιτεία.
«Εμείς, κύριε, κυνηγούμε έναν τρελό λαγό», είπε. «Μήπως τον είδατε, κύριε; Λοιπόν, κύριε;»
Για μια στιγμή συλλογιέμαι την καλύτερη απάντηση. Δεν θα μπορούσα βλέπετε ποτέ να του αποκαλύψω πως ο τρελός λαγός θα γυρνά πάντα στους δρόμους, με ματωμένη γούνα. Δεν θα μπορούσα να του δείξω πώς φέγγει ο κόσμος όταν ο τρελός λαγός ροβολάει από λαχανόκηπο σε λαχανόκηπο. Πώς χαλάει τον κόσμο, πώς καταργεί τα σύνορα, τα συρματοπλέγματα πώς τα ξεριζώνει. Δεν θα μπορούσα να του εκμυστηρευτώ πως ο τρελός λαγός δεν είναι παρά το αίμα που σταλάζει η καρδιά των ανθρώπων. Τίποτε δεν θα μπορούσα από όλα αυτά, μονάχα να χαθώ σε εκείνα τα νησιά της πυκνής Κυψέλης που κάποτε έζησε και περπάτησε ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης. Τενέδου, Τήνου, δρόμοι που δεν θυμούνται τίποτε από τον ποιητή. «Να ο τρελός λαγός», θέλησα να του πω μα την φωνή μου κάλυψαν τα τροχοφόρα που διέρχονται βιαστικά, με κάτι κίτρινα, ντροπαλά φώτα. Όλα μου τα πήρανε εκείνα τα τροχοφόρα, μα πιο πολύ μου εστοίχισε η φωνή. Η φωνή μου.
«Μήπως τον είδατε, κύριε;» επανέλαβε ο μικροκαμωμένος ιππότης με την χαρτονένια πανοπλία του. Λίγο πιο πέρα οι στρατηγοί στέκουν πανέτοιμοι με τις ταξιαρχίες τους έτοιμες να πεθάνουν με ένα μονάχα νεύμα.
Πέφτει γαλάζια η νύχτα. Η καταιγίδα στο βάθος αφήνει ενδείξεις ηλεκτροσόκ στον ορίζοντα. Ο τρελός λαγός στέκει παγωμένος στο λαγούμι του. Κάθε που ακούει τους στίχους ενός καιρού, ξεμυτίζει και αρχίζει το κυνηγητό. Τριγύρω του όλμοι τα χρόνια, χαλούν τον κήπο του μα εκείνος, ένας γενναίος της αιώνια καινούριας ποίησης δεν συμμερίζεται τις αναστολές μας. Τρέχει από στροφή σε στροφή, επειδή είναι ο μόνος τρόπος για να κρατήσει ο τρελός λαγός την αξιοπρέπειά του. Αφήνει τον ίσκιο του πάνω στην νεοελληνική στιχουργική και μακραίνει, εγκαταλείποντας πίσω του ένα σύννεφο για μας. Και εμείς χαμένοι για πάντα μες στις αλληγορίες της ζωής μας, ανήμποροι να ξεχωρίσουμε την αλήθεια και το ψέμα για τον τρελό λαγό, πιανόμαστε από το ποίημα και ταξιδεύουμε μαζί του. Τίποτε δεν μπορεί να γεράσει αν γίνει στίχος. Και όσο για τον ποιητή, στην προσπάθειά του να τραγουδήσει το εφήμερο, έφτιαξε κάτι από το αιώνιο. Σαν τον ουρανό, σαν τον ουρανό.
Τελευταία φορά ο τρελός λαγός εθεάθη κοντά στα 1958. Έκτοτε, το μακρύ, σκοτεινό απόγευμα της φυλακισμένης ψυχής δεν σήμαινε τίποτε, εμπρός στα χαράματα που φέγγουν, στην νύχτα που ανοίγει, δίχως εκείνον.
Στέκω με ένα ποίημα στην αγκαλιά μου. Κάθε λέξη ένας αποχαιρετισμός στον Μίλτο Σαχτούρη. Και είναι φορές που φαντάζομαι πως οι στίχοι δεν είναι άλλο από τα ρούχα που άφησε πίσω του ο ποιητής για να ταφεί με τις τιμές και τις παράτες που προβλέπει η πολιτεία όταν αμήχανη θρηνεί την απώλεια.
Βούρκωναν τὰ μάτια του ὁ τρελὸς λαγὸς
πρήσκονταν ἡ γλώσσα
βόγγαε μαῦρο ἔντομο ὁ τρελὸς λαγὸς
θάνατος στὸ στόμα
Απόστολος Θηβαίος