Ο Ταρατάλλας είν’ ένας απ’ τους εκατοντάδες χιλιάδες ιπποκόμους τής αχανούς αυτοκρατορίας μας. Θ’ αναρωτηθεί κάποιος γιατί υπάρχουν τόσοι πολλοί στη χώρα τούτη. Σίγουρα το τεράστιο μέγεθός της θ’ αποτελούσε μια πειστική απάντηση σ’ αυτή την εύλογη απορία. Απλώνεται σχεδόν σ’ ολόκληρη τη μεγαλύτερη ήπειρο τού μέχρι τώρα γνωστού κόσμου κι αμφιβάλλω αν υπάρχει έστω ένας κάτοικός της που να την έχει διασχίσει ή νά ’χει επισκεφτεί κάθε γωνιά της μέχρι σήμερα.
Ακόμα κι η εκάστοτε κυβέρνηση συναντούσε πάντα τεράστιες δυσκολίες στον συντονισμό και την διεκπεραίωση όλων των γραφειοκρατικών και διοικητικών υποθέσεων που αφορούσαν σ’ όλες τις δεκάδες επαρχίες, τις εκατοντάδες πόλεις και τα χιλιάδες χωριά.
Μόνον τ’ οδικό δίκτυό της, που μοιάζει με πελώριο ιστό αράχνης, καθώς και τα ποτάμια με τα κανάλια τους, τα τόσο σημαντικά για το συγκοινωνιακό σύστημά της, είν’ ίσως μερικά εκατομμύρια χιλιόμετρα σε μήκος· ο κατά προσέγγιση, έστω, αριθμός αυτών των χιλιομετρικών αποστάσεων δεν έχει υπολογιστεί από κανένα μέχρι τώρα και μου φαίνεται ότι ίσως και να μην προσδιοριστεί επακριβώς ποτέ.
Ναι, η αυτοκρατορία μας είν’ απέραντη και νιώθει μεγάλη περηφάνια γι’ αυτό της το μέγεθος, για τα τεράστιας κλίμακας έργα υποδομής, όπως τα τείχη, τα φράγματα, οι γέφυρες και για άλλες υπέρογκες και μεγαλοπρεπείς αρχιτεκτονικές, κυρίως τα αυτοκρατορικά μαυσωλεία, τα παλάτια κι οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Αφού λοιπόν όλα είναι μεγάλα και πολλά σ’ αυτή την χώρα το ίδιο θάναι και τα ιπποφορβεία της άρα κι ο αριθμός των σταβλιτών σ’ αυτά. Πράγματι, κάθε επαρχία αριθμεί εκατοντάδες στάβλους και τέτοιοι υπάρχουν όχι μόνον στ’ αστικά κέντρα αλλά και στην ύπαιθρο τής κάθε επαρχίας. Ίσως νά ’ναι και περσότεροι από κάθε άλλο κτίσμα τής χώρας.
Αλλά δεν είν’ το μέγεθος τής αυτοκρατορίας πού ’χει καθορίσει τον αριθμό των ιπποφορβείων, όπως θα υπέθετε εύλογα ο καθένας. Ακόμα και στην μισή έκταση απ’ την τωρινή αν απλωνόταν αυτή η χώρα, ο αριθμός των στάβλων θά ’ταν ακριβώς ο ίδιος.
Η χώρα μας πριν φτάσει σ’ αυτό το μέγεθος, περιτριγυριζόταν από άγριες κι αιμοβόρες νομαδικές φυλές που κάθε λίγο και λιγάκι κάνανε επιδρομές και πλιατσικολογούσαν τις πληγείσες περιοχές, αφήνοντας πίσω τους αποκαΐδια και θάνατο. Καλλιτέχνες τής εποχής είχαν απεικονίσει αρκετά πειστικά την αιμοσταγή μορφή τους με τα μεγάλα κοφτερά δόντια της και τ’ άγρια για θάνατο μάτια της. Όταν θέλουμε να τιμωρήσουμε τ’ άτακτα παιδιά μας, αυτές τις εικόνες τους δείχνουμε κι αμέσως ξεσπάνε σε κλάματα και τρέχουν έντρομα στις αγκαλιές μας.
Τούτο το μόνιμο πολεμικό κλίμα δεν μπορούσε να εξασφαλίσει σ’ εμάς οικονομική πρόοδο και πάν’ απ’ όλα πολιτική σταθερότητα. Βρισκόμασταν συνέχεια μέσα σε μια ανασφάλεια κι ένα τρόμο που δεν μας επέτρεπε να προκόψουμε. Ωστόσο, και παρά τις προβλέψεις των πιο απαισιόδοξων, μια μεγάλη σειρά επεκτατικών πολέμων, ξεκινημένων από αποφασιστικούς και γενναίους ηγεμόνες, οδήγησαν σιγά σιγά τη χώρα μας στην εγκαθίδρυση τής τωρινής μεγάλης και λαμπρής αυτοκρατορίας. Η χώρα μας αναδύθηκε μέσ’ απ’ τον αφανισμό όλων αυτών των νομαδικών φυλών που την λυμαίνονταν για αιώνες.
Μέχρι σήμερα νιώθουμε δέος και καμαρώνουμε, συνάμα, γι’ αυτή την επεκτατική πολιτική, για όλες αυτές τις στρατιωτικές εκστρατείες που εξασφάλισαν την ησυχία και την ειρήνη σ’ ολόκληρη την επικράτεια. Μπορεί να το πετύχαμε αυτό με τη φωτιά και το σίδερο, μπορεί να καταπνίξαμε στο αίμα όλους τους εχθρούς μας, αλλά σάμπως κι αυτοί δεν έκαναν το ίδιο μ’ εμάς μέχρι να παραδοθούν; Έπειτα, η μετέπειτα εξέλιξη τής κοινωνίας μας μ’ όλα αυτά τα επιτεύγματα στην αρχιτεκτονική και την επιστήμη δεν δικαιολογεί την δική μας επικράτηση κι επεκτατισμό έστω και με βίαιο τρόπο; Τέτοια εξέλιξη δεν θα μπορούσαν νά ’χαν ποτέ οι προαιώνιοι εχθροί μας, οι βάρβαροι κι άξεστοι νομάδες. Ήταν μοιραίο λοιπόν ν’ αφανιστούν από μια αυτοκρατορία που έμελλε να γίνει ανώτερη σ’ όλα της απ’ αυτούς.
Κανείς δεν έχει ξεχάσει μέχρι σήμερα τίποτα απ’ αυτά, όπως δεν έχει ξεχάσει τον ρόλο τού ιππικού σ’ όλες αυτές τις ένδοξες νίκες στα πεδία των μαχών εναντίων των εχθρών μας. Πώς είναι δυνατόν να μην μνημονεύεται, για παράδειγμα, εκείνη η καθοριστική για την τελική έκβαση τής τελευταίας στρατιωτικής επιχείρησης μάχη, όπου ο αρχηγός τής εναπομείνασας και πιο αιμοβόρας φυλής τού βορρά, Μίστυλλος, κατατροπώθηκε από εμάς, όταν εκατό χιλιάδες άλογα παρατάχθηκαν απέναντί του στη κοιλάδα τού Νταγιούν; Ας μην αναφέρω κι όλες τις προηγούμενες νίκες στις οποίες πρωτοστάτησε το βασιλικό ιππικό μας.
Χωρίς αυτό, χωρίς τα καθαρόαιμα άλογά μας, τα επονομαζόμενα κι αυτοκρατορικά με την εξαιρετική δύναμη, την υψηλή ταχύτητα και την ασυνήθιστη αντοχή –ιδιότητες κατάλληλες για το πεδίο τής μάχης–, χωρίς τους σταβλίτες μας και τα υπερσύγχρονα ιπποφορβεία μας που νυχθημερόν πάσχιζαν και συνεχίζουν να πασχίζουν για την συντήρησή τους, την καλή τους υγεία και πάν’ απ’ όλα την αναπαραγωγή τους, θεωρώ ότι δεν θά ’χαμε κερδίσει ούτε μια μάχη απ’ τις εκατοντάδες που δώσαμε μέσα στους αιώνες, δεν θά ’χαμε κερδίσει σπιθαμή εδάφους και εν τέλει η αυτοκρατορία μας δεν θα ’χε απλωθεί σε μια τόσο μεγάλη έκταση. Είναι χαραχτηριστικό ότι μετά τις πρώτες επιτυχίες των στρατευμάτων μας θεσπίστηκε αυτοκρατορικό διάταγμα, σύμφωνα με τ’ οποίο τούτα τα πολύτιμα ζώα έπρεπε να διατηρηθούν και να διαιωνιστούν πάση θυσία.
Αυτή, λοιπόν, η συνεισφορά των αλόγων στις στρατιωτικές μας επιτυχίες εξηγεί γιατί η χώρα μας συντηρούσε ανέκαθεν τόσους πολλούς στάβλους κι απασχολούσε ένα σωρό σταβλίτες.
Το συγκεκριμένο άλογο θεωρείται από εμάς, ακόμα και σήμερα, ένα ζώο ηρωικό· κάτι παρόμοιο δηλαδή μ’ αυτό που συμβαινει σ’ άλλες χώρες όπου το ζεμπού, φερ’ ειπείν, προστατεύεται απ’ το νόμο ως μια υπόσταση ξεχωριστή.
Κι ενώ στις μέρες μας απολαμβάνει τιμές και δόξες λόγω αυτής του της βοήθειας στα στρατεύματά μας, υπήρχαν περίοδοι στο παρελθόν πού ’χαν γίνει προτάσεις απ’ τις κυβερνήσεις γι’ ανάδειξή του και σε ιερό ζώο. Μάλιστα, οι μοναχοί και το ιερατείο προχώρησαν και πιο πέρα απαιτώντας ν’ αναδειχθεί σε θεότητα ή να του προσδωθούν θεϊκές ιδιότητες, κάτι που πρέπει να συνέβη καθώς ερείπια ιερών ναών και τοιχογραφίες από εκείνες τις παλιές εποχές μαρτυρούν την διεξαγωγή λατρευτικών και θρησκευτικών τελετών προς τιμή τού αλόγου.
Απομεινάρια αυτών των πεποιθήσεων περί αλόγου-θεότητας υπάρχουν στη στάση που κρατάνε απέναντι σ’ αυτό το ζώο οι σύγχρονοι κάτοικοι τής αυτοκρατορίας, σύμφωνα με την οποία το αυτοκρατορικό άλογο, ως μητέρα τού σημερινού πολιτισμού, δεν θανατώνεται σε καμμία περίπτωση, το κρέας του δεν καταναλώνεται κι όταν πάψει νά ’ναι παραγωγικό, δεν καταδικάζεται σε θάνατο αλλά αντίθετα περιφέρεται στους δρόμους ως ένα ον υπεράνω όλων.
Επόμενο ήταν να περιβάλλονται με την ίδια αίγλη κι οι άνθρωποι που τα φρόντιζαν. Δεν θά ’ταν υπερβολή αν έλεγα ότι η σημαντικότερη επαγγελματική ομάδα τής χώρας είν’ οι ιπποκόμοι κι ότι η συντήρηση, η εκτροφή κι η εκπαίδευση αυτών των ζώων συνιστά για εμάς την σημαντικότερη γνώση απ’ οποιαδήποτε άλλη. Κάθετι γίνεται αποδεχτό και χαίρει της εκτίμησης των κοινωνιών μας στο βαθμό που σχετίζεται μ’ αυτό το επάγγελμα.
Η αναγνώριση πού ’χαν απ’ την κοινωνία οι σταβλίτες μας, ο σεβασμός κι η ταπεινότητα με την οποία άκουγαν οι απλοί χωρικοί τις ιστορίες που τους διηγούνταν –ιστορίες σχετικά με τις δυνατότητες και τα κατορθώματα αυτών των ζώων– κι η εμπιστοσύνη που έδειχναν οι πολίτες τής χώρας ότι οι ιπποκόμοι τής αυτοκρατορίας κάνουν το παν για να κρατάνε τ’ άλογα υγιή κι ετοιμοπόλεμα, όλα αυτά τους ανέβαζαν στη συνείδηση όλων σε ύψη δυσθεώρητα, σε σημείο μάλιστα να θεωρεί ο κόσμος ότι είν’ ισόθεοι κι αν όχι ισόθεοι σίγουρα άνθρωποι με ξεχωριστές κι ασυνήθιστες ικανότητες, ότι έστω αξίζουν να είναι ομοτράπεζοι τού αυτοκράτορα.
Αυτή η αποθέωσή τους από πλευράς κόσμου δεν διέφευγε της προσοχής τού εκάστοτε ηγεμόνα που φρόντιζε να τους αποδίδει τις ανάλογες τιμές στα πλαίσια επιβλητικών και περίλαμπρων εκδηλώσεων στην βασιλική αυλή. Στο πρόσωπο τού κάθε σταβλίτη ο κόσμος έβλεπε τελικά τον αδερφό ο οποίος νοιάζεται για την άμυνα και την προστασία των συνόρων τής χώρας.
Από εκείνες τις εποχές έχει διασωθεί ένα μακροσκελές κείμενο γραμμένο πάνω σε μεταξωτό λάβαρο στ’ οποίο ο συγγραφέας του περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια τις γνώσεις και τις μεθόδους των ιπποκόμων εκείνης της εποχής για την εκτροφή των καθαρόαιμων αλόγων καθώς επίσης και τους τρόπους αναγνώρισης αυτών των ζώων. Ο συγγραφέας μάλιστα ισχυρίζεται ότι έκανε επιτόπιες έρευνες στους στάβλους για να καταγράψει με αξιοπιστία τη δουλειά των ιπποκόμων. Το κείμενο συνεχίζει να διαβάζεται μ’ αμείωτο ενδιαφέρον κι αποτελεί σημείο αναφοράς για τους σημερινούς σταβλίτες που θέλουν να εκτελούν τα καθήκοντά τους με συνέπεια και σοβαρότητα.
Θ’ αναρωτηθεί κάποιος γιατί πρέπει μια ολόκληρη αυτοκρατορία να νοιάζεται γι’ αυτήν την ράτσα αλόγου ακόμα και σήμερα πού ’χουν σταματήσει οι πόλεμοι κι υπάρχει σταθερότητα σ’ ολόκληρη την περιοχή. Γιατί, δηλαδή, πρέπει ν’ ασχολούνται τόσοι πολλοί άνθρωποι μ’ ένα ζώο και να συνεχίζουν να θέλουν την διαιώνισή του; Γιατί να ξοδεύονται τόσα πολλά χρήματα για μια τέτοια συντήρηση; Πέρ’ απ’ την ιερότητα τού ζώου που επιβάλλει την φροντίδα του, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος για νέους πολέμους, όχι αναγκαστικά επεκτατικούς –εξάλλου η εποχή επιτάσσει πιο ήπιες πολιτικές, και μια διακυβέρνηση μετριοπαθή– αλλά αμυντικούς αυτή τη φορά. Εξ ου κι η ανάγκη για τη συνέχιση τής παράδοσης εκτροφής αυτών των καθαρόαιμων τετράποδων.
Αυτό φυσικά είναι μια εξήγηση απλοϊκή ενός τέτοιου φαινομένου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το κύρος τής αυτοκρατορίας μας ήταν για αιώνες άρρηκτα συνδεδεμένο με την ύπαρξη αυτού του αλόγου. Θά ’λεγε κανείς ότι ταυτίστηκε αυτή η ράτσα με την μακροβιότητα τής βασιλικής εξουσίας σε σημείο που αν κάνουμε την τρελλή υπόθεση ότι αν δεν υπήρχαν πουθενά άνθρωποι, σίγουρα θα κυβερνούσαν όλο το βασίλειο αυτά τούτα τ’ άλογα!
Μπορεί ν’ ακούγεται τραβηγμένη μια τέτοια υπόθεση αλλά όταν κάποτε σε μια από εκείνες τις μάχες χάθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες άλογα κι ανέκυψε ο κίνδυνος τής εξαφάνισής τους, ο τότε αυτοκράτορας ανακοίνωσε επίσημα ότι θ’ αυτοκτονήσει μιας και αισθανόταν ότι η ίδια η αυτοκρατορία του βρισκόταν στο χείλος τής κατάρρευσης κι ότι αυτός ήταν πλέον ο υπόλογος αλλά και το έρμαιο αυτής της παταγώδους αποτυχίας.
Όλη η χώρα τότε, αλλαλιασμένη από μια τέτοια απόφαση, ξεχύθηκε στους δρόμους κι άρχισε να φωνάζει και να ωρύεται φοβούμενη για πολιτική αστάθεια και κοινωνικές εκρήξεις. Οι παρακλήσεις προς το αυτοκρατορικό ζεύγος για διατήρηση τής ψυχραιμίας του ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο.
Τέτοια περιστατικά, πού ’ναι πέρα για πέρα αληθινά, που δεν συνιστούν σε καμμία περίπτωση μύθους προς εξωραϊσμό τής ίδιας της ύπαρξης αυτών των αλόγων –αυτό το επιβεβαιώνουν οι λόγιοι κι οι γραμματείς των οποίων τα πολύτιμα έγγραφα σώζονται μέχρι τις μέρες μας και δεν μπορούν ν’ αμφισβητηθούν–, δίνουν μια πιο βαθιά κι εμπεριστατωμένη ερμηνεία αυτής της διατήρησης τής παράδοσης περί φροντίδας τούτου του ζωντανού.
Θυμάμαι ακόμα, μικρό παιδί, να παίζω με συνομηλίκους μου στους λασπωμένους δρόμους τού χωριού τα «ουράνια άλογα», ένα παιχνίδι ιδιαίτερα διαδεδομένο σ’ όλη την χώρα κι αγαπητό απ’ όλα τα παιδιά αυτής της ηλικίας. Μιμούμασταν τ’ άλογα και κουβαλούσαμε ελαφρύτερους συνομιλήκους μας προσπαθώντας να τους κρατήσουμε στους ώμους μας χωρίς να πέσουν ή χωρίς να κουραστούμε να τους μεταφέρουμε από ’δώ κι από ’κεί. Κι όταν γυρίζαμε κατάκοποι τη νύχτα στα σπίτια μας, νιώθαμε ικανοποίηση και πληρότητα γι’ αυτή μας την μίμηση. Μια εικόνα και μια δραστηριότητα ασήμαντη αλλά ενδεικτική τού πνεύματος των καιρών εκείνων.
⁂
Δεν είν’, όμως, η τύχη όλων των αλόγων ίδια. Αντίθετα, υπάρχουν και πολλά άλλα που ανήκουν σε μια κατώτερη ράτσα με χαραχτηριστικά υποδεέστερα και πάντως όχι κατάλληλη για να χρησιμοποιηθεί σε πολέμους. Αυτό είναι κάτι που ο Ταρατάλλας ως έμπειρος εκτροφέας αλόγων το γνωρίζει πολύ καλά. Γνωρίζει δηλαδή ότι τούτα τα άλογα και θα θανατωθούν, και το κρέας τους θα χρησιμοποιηθεί για να ταΐσει ανθρώπους και θα τα στείλουν κάποια στιγμή για θυσία στους βωμούς των ναών. Τούτο τον στεναχωρεί ιδιαίτερα αλλά δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα για να τ’ αλλάξει· γίνεται βάσει αυτοκρατορικής διαταγής. Πιο πολύ όμως στεναχωριέται γιατί είν’ αναγκασμένος να φροντίζει αυτά τα άλογα κι όχι τα άλλα, τα καθαρόαιμα.
Ό Ταρατάλλας έχει φάει όλη του τη ζωή κοντά σ’ αυτά, τα γνωρίζει πολύ καλά, γνωρίζει όλα τα μυστικά τής φροντίδας τους και της επιλογής καθαρόαιμων γι’ αναπαραγωγή και για πολύ καιρό ήταν περιζήτητος στην επαρχία που ζει. Δεν υπήρχε φορά που να μην χρειάστηκε ν’ αφήσει τους βασιλικούς στάβλους, στους οποίους δούλευε, για να επισκεφτεί είτε κοντινά είτε μακρινά ιπποφορβεία μόνο και μόνο για να στηρίξει το έργο των συναδέλφων του.
Μια νύχτα ο στάβλος του άρπαξε φωτιά και τα περσότερα καθαρόαιμα κάηκαν. Επικράτησε μεγάλη αναστάτωση τότε κι η έρευνα που διέταξαν οι αρχές έδειξε ότι η καταστροφή προήλθε από αμέλεια. Ο Ταρατάλλας μάταια προσπάθησε να τους πείσει ότι εκείνο το βράδυ στον διπλανό ναό γινόντουσαν θυσίες προς τιμή των προγόνων τού αυτοκράτορα και μια ξαφνική αλλαγή τής έντασης και της κατεύθυνσης τού ανέμου μετέφερε αποκαΐδια και σπίθες τις οποίες δεν μπόρεσε αυτός κι οι βοηθοί του ν’ απομακρύνουν, αφενός γιατί όλα γίναν ξαφνικά κι αφετέρου γιατί ο καπνός απ’ την πυρά τής θυσίας ήταν τόσο πυκνός που δεν τους επέτρεψε να προσανατολιστούν και να συντονιστούν στους μεγάλους χώρους τού ιπποφορβείου.
Η κυβέρνηση αποφάσισε τότε να τον απολύσει αλλά επειδή δεν έπρεπε να πάνε και χαμένες οι γνώσεις του, τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και τον έστειλε σ’ έναν από εκείνους τους στάβλους που εκτρέφουν αυτά τα υποδεέστερα άλογα. Όσο κύρος κι αν είχε κι όσο γνωστός κι αν ήταν ως εκτροφέας καθαρόαιμων, δεν αποτελούσε τίποτα άλλο παρά μια μικρή κουκίδα μέσα στο πελώριο σύνολο σταβλιτών τής αυτοκρατορίας. Έτσι, ο λόγος του δεν περνούσε· έπειτα οι νόμοι στην χώρα μας όσον αφορά στην προστασία καθαρόαιμων είν’ αυστηροί και δεν δικαιολογούν το παραμικρό λάθος που μπορεί να στοιχίσει τη ζωή έστω κι ενός απ’ αυτά.
Τώρα, όμως, ο Ταρατάλλας έχει άλλες σκοτούρες: Απ’ τον στάβλο του λείπουν τρία ζωντανά κι είν’ η τρίτη φορά αυτόν τον μήνα που χάνει άλογα. Αυτή η περίεργη εξαφάνιση αλόγων τον ανησυχεί όχι γιατί κινδυνεύει να χάσει ξανά τη δουλειά του –τ’ άλογα αυτά δεν τα προστατεύει ο νόμος– αλλά γιατί θ’ ακούσει τα εξ αμάξης για μια ακόμα φορά απ’ τον σταβλάρχη: Τ’ άλογα προορίζονται για την επικείμενη θυσία τους στον παρακείμενο ναό τον οποίο θα επισκεφτεί το ίδιο απόγευμα η βασιλική οικογένεια και δεν πρέπει να λείπει κανένα απ’ τον απαιτούμενο αριθμό γι’ αυτή τη θυσία.
Ο Ταρατάλλας δεν είναι καθόλου ευσεβής κάτι που το κρύβει επιμελώς γιατί η αθεΐα τιμωρείται σ’ ολόκληρη την επικράτεια με θάνατο. Την αγάπη του, όμως, για τ’ άλογα κι ειδικά για αυτά τα δύσμοιρα, που θυσιάζονται κάθε λίγο και λιγάκι, την δείχνει συνεχώς. Πραγματικά, λυπάται για τις πολυάριθμες σφαγές κι είναι φορές που δεν αντέχει καν να βλέπει να σφαγιάζονται τό ’να μετά το άλλο σε μια ξέφρενη διαδοχή για να χρησιμοποιηθούν ως προσφορά στους θεούς. Φρίττει στη διαπίστωση ότι στην επαρχία που ζει υπάρχουν δεκάδες ιπποφορβεία που εκτρέφουν άλογα προορισμένα για θυσίες. Αν προστεθούν σ’ αυτά κι όλα τα υπόλοιπα ιπποφορβεία τής χώρας, ο συνολικός αριθμός των αλόγων προς σφαγή ξεπερνά κάθε φαντασία.
Θεωρεί όλες αυτές τις θυσίες ανούσιες και κατ’ επέκταση την υπερβολική σφαγή αλόγων κτηνωδία εκ μέρους των ανθρώπων. Δεν τολμάει να πει σε κανένα, πόσω μάλλον στον σταβλάρχη του, ότι αγαπάει πιο πολύ τ’ άλογα απ’ τους θεούς! Τουλάχιστον όσο δούλευε στους βασιλικούς στάβλους δεν ήταν υποχρεωμένος να παρακολουθεί την θανάτωση αγαπημένων κι αθώων ζώων.
Ίσως, θά ’ταν καλύτερα ν’ άλλαζε δουλειά παρά ν’ αφαιρεί αθώες ζωές, αλλ’ αυτό είναι κομμάτι δύσκολο γιατί δεν ξέρει να κάνει και τίποτα άλλο στη ζωή του παρά μόνον ν’ ασχολείται με άτια. Επιπλέον, μ’ όλες αυτές τις πολύτιμές γνώσεις που αποκόμισε στο παρελθόν ως εκτιμητής και δαμαστής καθαρόαιμων αλόγων χαραμίζεται εδώ, αλλά δεν μπορεί να επιστρέψει κιόλας στα κυβερνητικά ιπποφορβεία· έτσι νιώθει εγκλωβισμένος.
Μέσα στη νύχτα ψάχνει αυτός κι οι συνάδελφοί του με τους πυρσούς να βρει τι απέγιναν τα τρία άλογα. Όλοι τους υποπτεύονται ότι έπεσαν θύματα κλοπής. Άλλωστε, οι ζωοκλέφτες είναι μια πολυπληθής ράτσα σ’ όλο το βασίλειο. Κάθε χρόνο χάνονται αρκετά άλογα και κανείς ως τα τώρα δεν έχει παραπονεθεί. Γιατί να το κάνει άλλωστε όταν ξέρει ότι τ’ άλογα που χάνονται κάποια στιγμή θα γίνουν βορά στο θηρίο που λέγεται άνθρωπος; Αναρωτιούνται, όμως, γιατί αποφάσισαν να κλέψουν άλογα που προορίζονται για θυσίες. Συνήθως τ’ άλογα τούτα είναι λιπόσαρκα, αδύναμα και γέρικα. Δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε καμμία δύσκολη δουλειά.
Παλιότερα, για τις ατελείωτες στρατιωτικές επιχειρήσεις στρατολογούσαν τ’ αυτοκρατορικά καθαρόαιμα και τώρα τα ίδια άλογα χρησιμοποιούν για τ’ όργωμα ή για τον απαιτητικό τομέα των μεταφορών. Αν τα έκλεψαν για το κρέας τους μάλλον θα απαγοητευτούν γιατί αυτό είν’ άνοστο και σκληρό, όπως επίσης θα απαγοητευτούν άμα αποφασίσουν να το πουλήσουν σε κρεοπωλεία τής περιοχής. Κανείς δεν θα τ’ αγοράσει.
Κουρασμένοι αυτός κι οι συνεργάτες του απ’ τον έντονο προβληματισμό παρατάνε κάθε περαιτέρω σκέψη και συνεχίζουν την έρευνα μέσα στην νύχτα. Την επόμενη μέρα ο Ταρατάλλας εξοργισμένος ετοιμάζεται να στείλει επιστολή στην κεντρική διοίκηση τής επαρχίας για να παραπονεθεί για τις ασύστολες κλοπές αλόγων. Υποψιάζεται ότι κάποιος διεφθαρμένος κρατικός υπάλληλος δωροδόκησε την συμμορία των κλεφτών για ν’ αποκτήσει δικά του άλογα, τα οποία θα χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν κι αφού η αγορά αλόγων ακόμα κι αυτών που προορίζονται για σφαγή είναι δαπανηρή, η φτηνή λύση τής απόκτησής τους μέσω εκπροσώπων, ακόμα κι αν αυτοί είναι σεσημασμένοι, κρίθηκε η καταλληλότερη κι η πιο συμφερτική. Τ’ άλογα αυτά ούτως ή άλλως προορίζονταν για σφαγή, επομένως ο κρατικός υπάλληλος θα σκέφτηκε ότι τα σώζει κιόλας από βέβαιο θάνατο κι έτσι θα μπορεί να κοιμάται κι ήσυχος!
Φυσικά ο Ταρατάλλας δεν μπορεί να γράψει όλες αυτές του τις σκέψεις στην επιστολή γιατί απ’ την μια μεριά φοβάται κι απ’ την άλλη δεν έχει στοιχεία για να κατηγορήσει έναν κρατικό υπάλληλο· αλλά πάλι πρέπει ν’ αναφέρει όλες αυτές τις κλοπές και να πιέσει απ’ τη μεριά του για μια πιο αποτελεσματική φύλαξη τού ιπποφορβείου του από κυβερνητικούς φρουρούς.
Εκεί που είν’ έτοιμος να ξεκινήσει την επιστολή, τον διακόπτει ένας συνεργάτης του λέγοντας του ότι ήρθε το κάρο με την τροφή των ζώων. Αυτό του υπενθυμίζει, προς μεγάλη του λύπη, ότι οι αλογοτροφές που στέλνει ανέκαθεν το κράτος γι’ αυτά τ’ άλογα είναι χειρίστης ποιότητας.
Βγαίνει έξ’ απ’ το στάβλο με την ελπίδα ότι αυτή τη φορά θα τού ’χουν στείλει κάποια έστω υποφερτή κτηνοτροφή. Όμως μ’ έναν γρήγορο έλεγχο που κάνει διαπιστώνει αγανακτισμένος ότι πρόκειται για ξερόχορτα αναμεμειγμένα με κεχρί και στάρι, δηλαδή για μια πολύ μέτρια κτηνοτροφή.
Ο Ταρατάλλας παραμένει σιωπηλός για λίγο και ξαφνικά ορμάει στο φορτίο και το διασκορπίζει εδώ κι εκεί με λύσσα. Μάλιστα είν’ έτοιμος να βάλει και φωτιά σ’ αυτό το σκουπιδαριό αλλά οι συνεργάτες του πέφτουν πάνω του για να τον σταματήσουν, πράττοντας πολύ ορθά γιατί γνωρίζουν ότι το επόμενο φορτίο θά ’ρθει μετ’ από πολλές βδομάδες και πρέπει τα ζώα να επιβιώσουν μέχρι τότε μ’ αυτό που τους στέλνουν.
Ο Ταρατάλλας ξαναμπαίνει στον στάβλο κι ετοιμάζεται να πιάσει πάλι την επιστολή για να προσθέσει στη λίστα των παραπόνων του προς τον έπαρχο έν’ ακόμα παράπονο. Η ποσότητα και κυρίως η ποιότητα τής κτηνοτροφής που μοιράζει το κράτος στα ιπποφορβεία είναι για κλάματα. Δεν μπορεί όμως να χωνέψει την βαναυσότητα των αρχών που θεωρεί ότι τα προς σφαγή άλογα δεν είν’ απαραίτητο να ταΐζονται κι εντελώς σωστά, ενώ μόνον τ’ αυτοκρατορικά άτια έχουν το δικαίωμα σε λουκούλεια γεύματα. Φυσικά, δεν τρέφει αυταπάτες: Όπως κάποιοι άνθρωποι έτσι και κάποια άλογα πρέπει να υποφέρουν απ’ την παράλογη μοχθηρότητα άσπλαχνων διπόδων που υποτίθεται ότι νοιάζονται γι’ αυτά.
Κάνει ν’ ακουμπήσει τη γραφίδα στην επιστολή αλλά προς στιγμήν σταματάει ξανά και συλλογίζεται ότι τ’ άλογά του τον τελευταίο καιρό έχουν αδυνατίσει αρκετά κι ότι πριν από δύο χρόνια κάποια απ’ αυτά είχαν αρρωστήσει και τελικά ψόφησαν.
Θυμάται ότι η κυβέρνηση τού ’χε υποσχεθεί ότι θά ’στελνε επιθεωρητή για τον σχετικό έλεγχο και κτηνίατρο για να κάνει εξέταση στα νεκρά ζώα και να διαπιστωθούν οι λόγοι τού θανάτου τους. Όταν τελικά κατέφτασε το αρμόδιο επιτελείο ήταν πια αργά γιατί τα κουφάρια είχαν σαπίσει και δεν μπορούσε να γίνει κτηνιατρικός έλεγχος!
Ο Ταρατάλλας είχε υποψιαστεί τότε ότι επίτηδες καθυστέρησαν νά ’ρθουν στο ιπποφορβείο του μόνον και μόνον για να μην κάνουν την διαπίστωση ότι τα άλογα πέθαναν λόγω λιμοκτονίας και κακής ποιότητας τροφών. Σ’ αντίθετη περίπτωση θα εξετίθετο η κυβέρνηση και θα ξεσπούσε μέγα σκάνδαλο σ’ όλη την χώρα. Ο επιθεωρητής έγραψε απλώς στην έκθεσή του ότι τ’ άλογα πέθαναν από κάποια ασθένεια που προσβάλλει συχνά τ’ άτια και για την οποία δεν υπάρχει κάποια ενδεδειγμένη θεραπεία. Η υπόθεση φυσικά έκλεισε εκεί κι η έκθεση τού επιθεωρητή μπήκε στα ράφια κάποιου υπογείου στο πολυώροφο κτήριο τής κρατικής διοίκησης, στοιβαγμένο ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα έγγραφα-υποθέσεις.
Ο Ταρατάλλας θυμωμένος μ’ αυτόν τον εμπαιγμό έστειλε έκθεση, αυτή τη φορά κατευθείαν στην κυβέρνηση, για να διαμαρτυρηθεί για την κακή ποιότητα τροφής ως αιτία θανάτου των αλόγων. Η απάντηση που ήρθε ήταν ότι έχει πέσει επιδημία στην περιοχή, σύμφωνα με διαπιστώσεις των γιατρών, κι ότι οφείλει να φροντίσει τις συνθήκες διαβίωσης τού ιπποφορβείου του για να προστατέψει τ’ άλογά του. Η απάντηση τής κυβέρνησης περιελάμβανε και κάποιες απειλές σε περίπτωση που δεν θα φρόντιζε να προστατέψει τ’ άλογά και θα συνέχιζαν αυτά να πεθαίνουν!
Ο Ταρατάλλας αναστατωμένος αποφάσισε να μην στείλει άλλη επιστολή και περίμενε να του επιβάλουν μάλιστα και τις ανάλογες ποινές γιατί με μαθηματική ακρίβεια τ’ άλογά του δεν θα μπορούσαν να καταπολεμήσουν την όποια μελλοντική επιδημία σε περίπτωση που η κυβέρνηση δεν σταματούσε να τσιγκουνεύεται τις καλές μερίδες τροφής για τα ζώα του. Όμως μέχρι σήμερα δεν τον έχουν τιμωρήσει γιατί ήδη από τότε που τον έστειλαν εδώ τον τιμωρούν καθημερινά υποχρεώνοντας τον να βλέπει άλογα να υποφέρουν και να πεθαίνουν.
Καταλαβαίνει καλά, πλέον, ότι όσες επιστολές και να στείλει κι όσες αναλυτικές εκθέσεις και να γράψει, παραθέτοντας ατράνταχτα στοιχεία για την κατάσταση των ζωοτροφών, η κυβέρνηση θα του απαντήσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: Φταίει η επιδημία για την οποία δεν υπάρχει ακόμα θεραπεία και θα ρίξει ξανά την ευθύνη στον ίδιο που δεν ενδιαφέρεται για τις συνθήκες διαβίωσης στα παχνιά.
Όσες φορές, λοιπον, και να διαμαρτυρηθεί, άλλες τόσες θα του πουν όλα όσα δεν θέλει ν’ ακούσει, δηλαδή φτηνές δικαιολογίες μιας κυβέρνησης που γνωρίζει πολύ καλά ότι τ’ άλογα τού Ταρατάλλα είναι γέρικα και καταπονημένα –αυτό γίνεται αμέσως φανερό στον ειδικό απ’ το τρίχωμά τους, το περπάτημά τους και τις διαστάσεις τού σώματός τους– κι επομένως είν’ αδύνατον να εκπαιδευτούν και να γίνουν μυώδη και δυνατά σαν αυτά που φρόντιζε όταν δούλευε στα αυτοκρατορικά ιπποφορβεία. Γιατί λοιπόν να του στείλουν κάποια τροφή τής προκοπής;
Όλες αυτές οι σκέψεις τον καταβάλλουν κι είναι έτοιμος να παρατήσει την γραφίδα και ν’ αποδεχτεί την μοίρα του: Θα παραμείνει αβοήθητος, τα ζώα του θα συνεχίζουν να υποφέρουν από λιμοκτονία και φυσικά θ’ αποτελούν τακτικά αντικείμενο κλοπής.
Να μπορούσε έστω ν’ αποδείξει ότι ναι μεν το κράτος πληρώνει ανθρώπους για να προμηθεύουν αδιακρίτως καλής ποιότητας τροφή σ’ όλα τ’ άλογα τής επικράτειας, αλλά αυτοί αγοράζουν τροφή μετά βίας βρώσιμη, πού ’ναι πολύ φτηνή, και κερδίζουν έτσι απ’ την διαφορά στην τιμή.
Αν το πετύχαινε αυτό, το κράτος δεν θά ’ταν υπόλογο για την κακή ποιότητα τροφής –αυτό πλήρωσε για να σταλεί καλή ποιότητα τροφής στ’ άλογα αλλά ο μεσάζοντας ήταν απατεώνας– κι όλη η προσοχή θα στρεφόταν σ’ αυτόν κι όχι στην κρατική εξουσία που δεν μπορεί να καταπολεμηθεί έτσι κι αλλιώς. Θα ’ταν μια μεγάλη ανακούφιση αυτό για τον Ταρατάλλα γιατί θα μπορούσε να εξασφαλίσει ανεκτές ποσότητες και ποιότητες φαγητού για τα ζωντανά του και το θέμα θα έληγε εκεί. Όμως τέτοιες αποδείξεις δεν έχει κι ούτε πρόκειται να βρει γιατί ποιος μπορεί να τσακώσει τους διεφθαρμένους μεσάζοντες μέσα σ’ ένα δαιδαλώδες και χαοτικό σύστημα δοσοληψιών κι ανταλλαγών πάσης φύσεως;
Τι θα κάνει λοιπόν τώρα; Θα γράψει ξανά μια ακόμα επιστολή διαμαρτυρίας; Το βλέμμα του πέφτει σ’ έναν πάκο με χαρτιά, τοποθετημένα σ’ ένα ράφι πάν’ από μια γούρνα. Είν’ αντίγραφα όλων των επιστολών πού ’χει στείλει μέχρι τώρα στις αρχές. Τα ξεφυλλίζει και μια αποκαρδιώνεται, μια συγχίζεται.
Κάνει την παράτολμη σκέψη να ταξιδέψει μέχρι την πρωτεύουσα, όπου βρίσκεται η έδρα τής κυβέρνησης, για να μιλήσει αυτοπροσώπως με τον πρωθυπουργό και να τον παρακαλέσει να επιληφθεί ο ίδιος του ζητήματος. Βλέπει τον εαυτό του να μπαίνει στο πρωθυπουργικό γραφείο, ύστερα από ώρες αναμονής, και με βλέμμα ικέτη να τον πλησιάζει, να διπλώνει την μέση και ν’ αρχίζει τον λόγο του κάπως έτσι: «Έχοντας σκύψει το κεφάλι μου με ταπεινότητα και χωρίς την παραμικρή έπαρση,» και το μέτωπο του να θέλει πολύ λίγο για ν’ ακουμπήσει δουλικά τα πόδια του, «πλήρως εξαθλιωμένος κι ικέτης, προς τον ισχυρό, καταδεκτικό, συμπονετικό κι ελεήμονα κύριο πρωθυπουργό μου…» και στη συνέχεια να υποβάλει το αίτημα του, συνεχίζοντας να βρίσκεται σε στάση βαθιάς υπόκλισης.
Ο πρωθυπουργός, ίσως να μην γνωρίζει τίποτα απ’ τα τεκταινόμενα στο ιπποφορβείο του κι αυτό είναι το πιθανότερο γιατί επουσιώδη ζητήματα όπως το δικό του –γιατί να νοιαστεί για μερικά ψωράλογα πού ’ναι καταδικασμένα να πεθάνουν ούτως ή αλλως;– δεν πρέπει να απασχολούν τον πιο πολυάσχολο άνθρωπο τής χώρας.
Για τέτοιες δουλειές υπάρχουν στην κρατική ιεραρχία άλλοι πιο αρμόδιοι που όμως κι αυτοί με τη σειρά τους μεταθέτουν σχεδόν πάντα τις ευθύνες γα τούτα τα θέματα σ’ όσους βρίσκονται πιο κάτω κι αυτοί οι πιο κάτω σ’ όσους βολοδέρνουν στον πάτο. Σ’ αυτόν τον πάτο τής ιεραρχίας κάθονται συνήθως γραφειοκράτες που το μόνον που έχουν να κάνουν είναι να στέλνουν έτοιμες τυποποιημένες απαντήσεις στον κάθε ενδιαφερόμενο.
Για κάθε πρόβλημα που ανακύπτει στην αυτοκρατορία υπάρχει κι από μία συγκεκριμένη απάντηση. Στην πραγματικότητα για όλα τα προβλήματα υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις γραμμένες σ’ επιστολές που βρίσκονται από πάντα στο τεράστιο αρχείο τού κράτους, τοποθετημένες με προσοχή στον φάκελο τους. Αυτό που έχει να κάνει ο κάθε υπάλληλος είναι να διαλέξει τον φάκελο που ταιριάζει στην περίπτωση και να τον στείλει.
Τούτο είναι κάτι που δεν το γνωρίζουν οι απλοί πολίτες και όταν λαμβάνουν μ’ επιστολή την πολυπόθητη απάντηση νομίζουν ότι κάποιος επίσημος ενδιαφέρθηκε για το πρόβλημά τους, αφιέρωσε χρόνο στην υπόθεσή τους, έψαξε καλά την περίπτωσή τους, εξέτασε όλες τις παραμέτρους κι εξάντλησε όλα τα περιθώρια εύρεσης τής πιο δίκαιης λύσης.
Μ’ ακόμα κι αν ετοιμαστεί για ένα ταξίδι προς την πρωτεύουσα, θ’ αλλάξει γνώμη σύντομα γιατί γνωρίζει ότι θα διαρκέσει πολλή καιρό και δεν μπορεί να λείψει απ’ τους στάβλους ούτε στιγμή. Η πρωτεύουσα βρίσκεται στην άλλη άκρη τής αυτοκρατορίας, σ’ αρκετά σημεία τής διαδρομής τα περάσματα είναι δύσβατα και γίνονται κι άβατα σε περίπτωση καταρρακτωδών βροχών που προκαλούν συχνά μεγάλες πλημμύρες. Έπειτα, στην διαδρομή καραδοκούν πάντα ληστές –απόγονοι εκείνων των νομάδων που απειλούσαν κάποτε τη χώρα μας, η οποίοι ήταν αιχμάλωτοι πολέμων αλλά κάποιοι από αυτούς κατάφεραν να το σκάσουν, να κρυφτούν στα δάση τής αυτοκρατορίας μας και να γίνουν ληστές– που μετατρέπουν ένα τέτοιο ταξίδι σε μια υπόθεση άκρως επικίνδυνη.
Εγκαταλείπει την προοπτική, λοιπόν, ενός τέτοιου ταξιδιού και γράφει σύντομα την επιστολή γνωρίζοντας ότι κανείς δεν θα δώσει σημασία κι ίσως να μην του απαντήσουν αυτή τη φορά γιατί έχουν βαρεθεί ν’ ακούν τα ίδια και τα ίδια. Το πιθανότερο είναι να του στείλουν με τη σειρά τους ένα αντίγραφο μιας απάντησης απ’ αυτές που του στέλνανε όλες τις προηγούμενες φορές.
Η επίσημη αντίδραση στα παράπονα τού Ταρατάλλα έρχεται ύστερα από πολύ καιρό όταν πλέον έχουν μείνει τα μισά άλογα απ’ τον αρχικό αριθμό. Λόγω των μεγάλων αποστάσεων το ταχυδρομείο αδυνατεί πάντα να μοιράζει την αλληλογραφία στην ώρα της. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να πάρει και μήνες ή ακόμα κι ολόκληρο χρόνο μέχρι νά ’ρθει μια απάντηση απ’ την κυβέρνηση. Στο μεταξύ το ζήτημα μπορεί νά ’χει ξεχαστεί απ’ τους άμεσα ενδιαφερόμενους, νά ’χει λυθεί απ’ αυτούς ή νά ’χει προκύψει κάποιο άλλο μεγαλύτερο πρόβλημα που συνήθως επισκιάζει το προηγούμενο και επείγει να βρεθεί γι’ αυτό μια λύση κι όχι για τ’ άλλο.
Ο Ταρατάλλας διαβάζει εμβρόντητος την επιστολή που λέει ότι η λύση στο πρόβλημά τους είν’ οι προσευχές! Αν θέλει να σταματήσουν οι θάνατοι στο στάβλο του και να καταπολεμηθεί η επιδημία, θα πρέπει να κάνουν τις ανάλογες δεήσεις στους ουρανούς –ούτε λόγος και σ’ αυτή την επιστολή, φυσικά, για την κακή ποιότητα ζωοτροφών ή για τις κλοπές των αλόγων του.
Είν’ έτοιμος να βάλει τα κλάματα απ’ την απελπισία του και καθ’ ότι άνθρωπος που δεν πιστεύει σε θεούς και σε θεϊκές παρεμβάσεις, θεωρεί ότι το κράτος τον εμπαίζει. Οι συνεργάτες του, όμως, είναι θεοσεβούμενοι και συμμερίζονται την κρατική προτροπή· πιστεύουν ότι οι ουράνιες θεότητες μπορούν να δώσουν την λύση που περίμεναν τόσο καιρό.
Μαζεύονται όλοι στον στάβλο και μ’ επικεφαλής έναν μάγο-ιερέα ξεκινάνε τις προσευχές έχοντας πέσει στα γόνατα. Με το μέτωπο ν’ ακουμπάει την γη ο Ταρατάλλας κι οι συνάδελφοι του ακούνε τον μάγο να παρακαλεί τους θεούς να δώσουν στ’ άλογά τους στιλπνό τρίχωμα, γερά πόδια, ζωηρή ουρά, σταθερό βάδισμα, στέρεο κορμό, γυμνασμένο σβέρκο κι όμορφο κεφάλι!
Οι προσευχές κρατάνε ώρα κι ο Ταρατάλλας νιώθει, στην θέση πού ’ναι, να τον παίρνει ο ύπνος –είναι μια βολική στάση για να κλείσει τα μάτια χωρίς να τον πάρει είδηση κάποιος. Πριν τα κλείσει σκέφτεται ότι σίγουρα θα ’ταν προτιμότερο νά ’χε δώσει το κράτος λιγότερη έμφαση στις προσευχές και περσότερη στις χορταστικές και καλές μερίδες σανού απ’ το να τους υποχρεώνει ν’ ακούνε τις ανοησίες τού μάγου.
Τώρα ο Ταρατάλλας κάθεται οκλαδόν έξ’ απ’ τον στάβλο και βλέπει έν’ απ’ τ’ άλογα που στέκεται ακίνητο στο προαύλιο, κάτ’ απ’ τον χειμωνιάτικο ήλιο. Πού και πού ρουθουνίζει με την φαρδιά τετράγωνη μουσούδα του και τ’ αυτιά του τρεμουλιάζουν ανήσυχα. Εκείνο που τον στεναχωρούσε πάντα ήταν να κοιτάζει τα μεγάλα κι εύπιστα μάτια ενός αλόγου που δεν μπορεί να γνωρίζει ότι είναι καταδικασμένο να θυσιαστεί. Στον νου του έρχονται τα πολεμικά άτια, αυτά τα ρωμαλέα και δυνατά τετράποδα, που φρόντιζε στο παρελθόν κι αναπολεί τις στιγμές του σ’ εκείνους τους βασιλικούς στάβλους.
Λένε ότι τα καλύτερα άλογα στη γη όταν περιφέρονται σ’ ένα λιβάδι δίχως βιασύνη ή όταν καλπάζουν μανιασμένα σαν λυσσαλέος άνεμος ξεχνούν την ίδια τους την ύπαρξη. Αυτό θυμάται ο Ταρατάλλας κάθε φορά που κοιτάζει άλογα, όπως τώρα, και καταριέται την μοίρα του που γεννήθηκε άνθρωπος κι όχι άτι…
Ο Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης είναι Κορίνθιος την καταγωγή, αλλά γεννήθηκε στα Χανιά – σ’ ένα σπίτι της οδού Βύρωνος. Όλη του την ζωή την πέρασα στην Κρήτη. Στην νεανική του ηλικία έζησε υπέρ τα τρία έτη στο Manchester της Αγγλίας. Διέμεινε και στην Αθήνα. Η τελευταία του εργασία είναι καθηγητή σε σχολεία εξαρτώμενα απ’ το υπουργείο παιδείας της Ελλάδας. Ξέρει Αγγλικά και Γερμανικά.