Ήταν ένα τσούρμο παιδιά. Δεν έχω ιδέα πώς βρεθήκανε σε αυτήν εδώ την γειτονιά. Χαλούσαν τον κόσμο και είχαν ένα τενεκεδάκι για καημό και για παιχνίδι τους. Πέντε κορίτσια και τρία αγόρια, σωστά θηρία που σπρώχνονταν και είχαν το πρώτο φιλί αγέννητο ακόμη, μες στα χέρια τους. Δεν το’ξεραν πως είχαν την τύχη και την ζωή με το μέρος τους, μονάχα κελαηδούσαν, τίποτε δεν ήξεραν. Μες στις καρδιές τους απορίες, τριαντάφυλλα, καρδιές, αγόρια και κορίτσια και ένα καμαράκι στα λαϊκά προάστια εκεί που κανείς αγοράζει την δυστυχία με την ευκολία του απρόσμενου θανάτου. Είπα μια στιγμή να τους πω πως τον κόσμο κερδίζουν στα σημεία, μα δείλιασα, εγώ ένας κουρελής μες στο γαλάζιο μου στενό, ένα τίποτε. Και έτσι απέμεινα σιωπηρός, μια αδύναμη σκιά κοιτάζοντας την ξένη ζωή που μεγαλώνει, αυτό το μεγάλο επιχείρημα πλάι στα κουρέλια της ελπίδας μου.
Ξάφνου τα κορίτσια θυμώσανε και έτσι νέες, ωραίες και αποφασιστικές κινήσανε για τα μαγαζιά. Κρατημένα σαν τις κοπέλες του απεργιακού μπλοκ προχωρούσαν. Και έμοιαζαν, καθώς σβήνανε μια περίφημη, δευτερεύουσα στιγμή ετούτης της σκηνογραφίας. Τα αγόρια απομείνανε μόνα. Ρίξανε μια ματιά τριγύρω μην τύχει και βρουν κάτι ωραίο για να καταπιαστούν μα αυτός ο κόσμος που κινείται και όλο προχωρεί και επιστρέφει και ξαναφεύγει με φασαρία και πόζα, αυτός ο κόσμος τίποτε δεν τους κάνει. Για αυτούς τους τρεις ποτέ δεν θα ‘ναι αρκετός. Θυμίζουν δροσιά στο μάγουλο της πόλης ή πάλι μια αδέξια και άγουρη παλικαριά, ποτέ δεν αποφάσισα στ’αλήθεια τι σήμαιναν οι φιγούρες τους.
Μονάχα το τραγούδι τους θυμάμαι, όταν βρήκανε καταφύγιο στην είσοδο του παρακείμενου μεγάρου. Ήταν καμωμένο με στίχους απλούς και ξέρω καλά πως ποτέ δεν πρόκειται να επιστρέψει. Αν με ρωτάτε για το τραγουδάκι, να μια ιδέα για τους στίχους του.
Το τραγουδάκι λεγόταν «οι τρεις λουστραδόροι». Οι τρεις τους κάθονταν τριγύρω σε κύκλο και παρίσταναν κάθε φορά που ερχόταν η σειρά τους για τραγούδι πως έχουν ανάμεσα στα πόδια τους εκείνα τα μικρά κασελάκια με τα χρειαζούμενα. Κάτι αντίστοιχο κουβαλούσε σε ολόκληρη την ζωή του ο ζωγράφος Θεόφιλος όταν ταξίδευε στα χωριά του Πηλίου. Ο καθένας τους έλεγε μια στροφή και κάθε τόσο όλοι μαζί, με ασυγκράτητα γέλια και πότε πότε μια διακριτική μελαγχολία, ερμήνευαν το ρεφραίν με ζήλο θαυμάσιο.
Οι τρεις Λουστραδόροι
[αναγγελία του τραγουδιού από τον έναν]
Είμαστε τρεις λουστραδόροι
το μεσημέρι ξαπλώνουμε απά στον ήλιο
απ’όνειρο η πίκρα μας
και το ψωμί μας παλιό
(την στροφή τραγουδά εκείνος με το
όνομα Χόρχε, ο πιο νεαρός
από την παρέα)
Χίλια φιορίνια μας χρωστά η ζωή
χίλια φιορίνια και μια κοπέλα
από λευκό πηλό,
μια κούκλα ζαχαρένια
[όλοι μαζί]
Είμαστε τρεις λουστραδόροι
στον ύπνο μας φανταζόμαστε
μια κούκλα από περκάλι,
ποτέ δεν θα’ρθει, ποτέ.
[Ο Πελόμπο διαθέτει μια άγουρη φωνή
μα κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί
πως δεν ακούγεται
σε κάθε γωνιά]
Χίλια φιορίνια μας χρωστά η ζωή
χίλια φιορίνια και μια κοπέλα
από λευκό ψηλό
ένα χάρτινο τριαντάφυλλο
[όλοι μαζί]
Τρεις λουστραδόροι είμαστε
μες στην πικροδάφνη αποκοιμιόμαστε
όσο πέρα στα σταυροδρόμια
φέγγουν άγρια τα φώτα
[Ο Ραμόν παριστάνει έξοχα
τις κινήσεις ενός λουστραδόρου,
μπορεί η ζωή να τον
δίδαξε]
Χίλια φιορίνια μας χρωστά η ζωή
χίλια φιορίνια και μια κοπέλα
από καλοσύνη και
απ’ ασήμι
Έπειτα εκτελέσανε ρυθμικά τις χειρονομίες της τέχνης τους καθώς το τραγούδι τέλειωνε σαν το λουλούδι που πεθαίνει στο τέλος κάθε χρόνου. Ήταν τρεις λουστραδόροι, με την ζωή εμπρός τους. Ο κόσμος γι’αυτούς ήταν νέος, τόσο νέος. Πάνε, χάθηκαν πια.
Το γαλάζιο μου στενό όλο νυχτώνει στο μεταξύ, μα ποτέ δεν γίνεται σοφότερο να ξέρετε. Είναι άλλο πράγμα η νύχτα, είναι ένα άγριο ακόρντο, πένθιμο και ίσως κομμάτι γοητευτικό. Φέρνει κοντύτερα τις μεγάλες μας απουσίες, όπως εκείνη την παρέα που μου ‘δειξε κάποτε το πρόσωπο του χρόνου. Μια παρέα από τρεις λουστραδόρους.