Κράτησαν την ελπίδα
ντυμένη με μάρμαρο
και τον έρωτα καρφωμένο
στο στήθος της
Στου καημού τις πλάτες
σήκωσαν σταυρό ολάνθιστο
΄Αφτερες μέλισσες
ντύσαν το σώμα μου
Πέρασα τα σύννεφα
είδα τη γέννηση
και τον θάνατο
Ήταν ένα
Είδα τον άγγελο και τον διάβολο
Ήταν ένα
Μαρμαρωμένο στεκόταν το βόδι
και το χωράφι σπαρμένο
με κόκκινα σύρματα
Κοίταξα το φιλί το πρώτο
Το φως και το αίμα
Τα βλέφαρα του ήλιου κλειστά
Ώρες μετά ο κύριος δάκρυσε
Και το δάκρυ του τρύπησε το βλέμμα
και έλιωσε την καρδιά μου
Επάνω στο δεξί σταυρό
Σε σώμα αφημενο
Ασπρο κοράκι με χτυπά
Βασιλικά ντυμένο
Θε μου το αίμα που κρατώ
Πώς να το μαρτυρήσω
Μια προσευχή κι ένα κερί
Πώς θα το πάρεις πίσω
Ε μωρέ μαύρη κι άτυχη
Πες μας για δεν πεθαίνεις
Τρεις μέρες πάνω στο σταυρό
Τρεις μέρες μας νηστεύεις
Για δες τον κρίνο που γεννά
Πώς είναι ματωμένος
Χρυσα καρφιά σαν βάλαμε
Σε σώμα μαραμένο
Πες μας που δίνεις την καρδιά
Που δίνεις τα παιδιά σου
Διπλό θεριό στα χέρια μας
Θα πάρει την μιλιά σου
Παιδιά δεν έχω για να δω
Καρδιά για να χαλάσω
Μόνο δυό χείλη αφιλητα
και πως να τα μοιράσω
Ο Νίκος Κουβίδης ζει και εργάζεται στο ηράκλειο Κρήτης. Έχει σπουδάσει λογιστικά, έχει ασχοληθεί με τη μουσική σαν πωλητής σε καταστήματα δίσκων . Μέσα από τη μουσική αγάπησε την ποίηση.