Μέρα άγνωστη στο επίγειο ημερολόγιο. Έξω βρέχει, παρατηρώ τις στάλες να κυλούν πάνω στις σαρκικές ατέλειες των περαστικών και να γλείφουν με μανία το άκαυστο πάθος των θνητών. Εκείνοι τρέχουν να προλάβουν το μηδέν, οι υπόλοιποι αριθμοί ταξιδεύουν μέσα τους. Μόνοι εκμηδενίζουν τον εαυτό τους -Στιγμιαία παρατήρηση-. Το βλέμμα στη ζωή, το σώμα σε καλούπι. Στα δάχτυλα των χεριών ακροπατά μια κίτρινη πεταλούδα. Κάποιες στιγμές σταματά τον νοερό λεκτικό σκοπό της, προσποιείται πως θα πετάξει, τελικά δεν φεύγει μένει στη φωλιά των χεριών μου. Δεν την αφήνω να αγγίξει την σκέψη μου, είμαι δέντρο αιωνόβιο. Μακάρι να ταξίδευε στο Νησί του Πάσχα να ερωτευόταν ένα Μοάι, εκείνα κρύβουν μέσα τους αύρα θεϊκή, κι εγώ λιπόσαρκα κοράκια. Η βροχή συνεχίζει να πέφτει ακατάπαυστα. Η πεταλούδα κουρνιάζει στο κοίλο μέρος των δαχτύλων μου, ανάμεσα στον δείκτη και τον μέσο, μάλλον εκεί θα βγάλει την νύχτα. Έκτοπη κύηση. Κάνω ησυχία, αφουγκράζομαι τα αγριόχορτα που σιμώνουν την υγρή μου γλώσσα. Μακάρι να ήμουν Μοάι, ένα άγαλμα ορφανό από μοίρα. Τραβώ την κουρτίνα και υποκύπτω στο πέταγμα της πεταλούδας.
Η Ολυμπία Θεοδοσίου γεννήθηκε το 1982 στον Πειραιά. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την συγγραφή διηγημάτων και ποιημάτων αναζητώντας τις διαφορετικές εκδοχές του εαυτού της. Έχει συμμετάσχει στο συλλογικό έργο «Χωρίς Οξυγόνο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γράφημα.