«Φορτηγά Πλοία»
[…Στο παράθυρο η Κλάρα. Έχει μάθει τα νέα. Γύρω της ο ανθισμένος λαχανόκηπος της Αλίκης μα η χώρα των θαυμάτων πεθαμένη εδώ και καιρό.
«Ήταν μονάχα είκοσι χρονών, τι φρίκη, τι φρίκη! Φοβάμαι για την Εύα μας, το ακούς; Είπα στον Λίο να την γυρέψει και να φροντίσει πως μια τέτοια νύχτα δεν θα γυρίσει μονάχη από το ραφτάδικο, όχι μονάχη, όχι!…]
Ο Άνταμ εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Οι αρχές επισήμαναν την φρικτή όψη του θύματος που δεν θύμιζε σε τίποτε το χαριτωμένο κορίτσι με την αψεγάδιαστη ομορφιά. Ο ιατροδικαστής που ήρθε από την πόλη χαρακτήρισε στην έκθεσή του το έγκλημα, ως ιδιαιτέρως ειδεχθές. «Η εμμονή του θύτη στην τέλεση της πράξης αλλά και η μετά τον θάνατο του θύματος που επήλθε συνεπεία ρωγμών στην βάση του κρανίου, προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας της νεκρής, μας βεβαιώνει πέρα από κάθε αμφιβολία πως ο κατηγορούμενος έφερε ακέραιη θέληση, ολότελα διαμορφωμένη κάτω από το φως μιας συνειδητής επιθυμίας. Το ένστικτό του οδήγησε στην παραμόρφωση του κοριτσιού».
Αυτά τα διάβασε ο αστυνομικός στην Κλάρα νωρίτερα σήμερα. Ο Άντι δεν είχε επιστρέψει. Ο επιθεωρητής τόνισε στην γυναίκα, πιάνοντας την τρυφερά από τους ώμους, σαν να της δανείζει λίγο κουράγιο ακόμη για την συνέχεια, πως κανείς στο τμήμα δεν πίστευε ότι ο Άνταμ έφταιγε για τον φόνο. Μα ο εισαγγελέας όταν πληροφορήθηκε για τα ευρήματα της έρευνας, διέταξε την άμεση σύλληψή του. Οι αστυνομικοί τον εντόπισαν έξω από μπαρ του Βένις, τύφλα από το μεθύσι να πετά λεφτά πάνω στα μούτρα της εγκατάλειψης που βρωμοκοπάει σε ετούτο εδώ το μέρος. Το νέο γρήγορα μαθεύτηκε, είπε ο αστυνομικός. Κάποιοι πήγαν ως το διοικητήριο, ζήτησαν να δουν το κτήνος που είχε τραυματίσει θανάσιμα εκείνο το κορίτσι. Και όχι όποιο και όποιο, μα την κόρη Ε. Λ. Χόρενς που έχει αγοράσει εκατοντάδες εκτάρια και μπορεί να καυχιέται πως το ξένο καλαμπόκι δεν ανήκει σε όλους μα είναι δικό του, δικό του, δικό του. Ο κύριος Χόρενς στάθηκε με τους γιους του έξω από το δικαστικό μέγαρο. Είχαν ζωσμένες τις καραμπίνες τους και έμοιαζαν με ένα άλλο σταθερό σημείο του νόμου που αυτήν όμως την φορά δεν σέβεται ούτε στο ελάχιστο την ζωή του Άνταμ. Οι σκηνές ήταν φοβερές, είπε ο αστυνομικός στην Κλάρα, ο Άνταμ ούρλιαζε πως είναι αθώος και υποσχόταν πως αν τον αφήσουν να τους πει τι θέλει, θα κάνει με την σειρά όλα του τα νούμερα, ξανά και ξανά μέχρι να σκάσει ο κόσμος από τα γέλια. Τίποτε δεν θα ξεχάσει.
Τον σύρανε μετά την έκδοση της απόφασης. Σταμάτησαν και τον χτύπησαν στην μέση του παζαριού και το πλήθος φώναζε και άλλο, και άλλο και είχαν όλοι τους ψηλώσει δυο πόντους σαν βρεθήκανε εκείνοι μονάχα ηθικοί σε ολάκερο τν κόσμο, να στηρίζουν την ανάγκη του αιώνα για ανθρωπιά. «Τέλειωσε αμέσως Κλάρα, δεν ταλαιπωρήθηκε. Άνοιξε η καταπακτή, τινάχτηκε δυο φορές και αυτό ήταν. Από το σακάκι του έπεσε αυτή εδώ η φωτογραφία, είστε οι δυο σας, έτσι δεν είναι Κλάρα;»
Έφτιαχνε το ποτό του, γεμίζοντας ένα βρώμικο ποτήρι με φτηνό πιόμα. Σκεφτόταν όσα είχαν πει με τον αστυνομικό, έκλαιγε αδιάκοπα σαν συλλογιζόταν τον Άνταμ να τρέμει πάνω στο σχοινί. Μια, δυο, τρεις φορές έλεγε συνέχεια και ορμούσε ο καταρράκτης μέσα από τα μάτια της. Όχι δεν ήταν μαργαριταρένιος, ήταν γιομάτος πίκρα και σκοτεινό χρώμα. Έψαχνε στον κόρφο της την φωτογραφία, έλεγε σιγανά το όνομά του. Άνταμ, Άνταμ, το πρώτο της παιδί, τότε που ήταν μόνο είκοσι χρονών και πίστευε πως θα είναι ευτυχισμένη με το λιγοστό μερίδιο της ευτυχίας που ίσως την περίμενε μες σε εκείνα τα χρόνια. Έπειτα τα πράγματα δυσκόλεψαν, ο Άντι πήρε να πίνει αλόγιστα, έτσι όπως κάνουν οι άνθρωποι σε αυτά τα μέρη. Τώρα τριγυρνούσε με κατακίτρινα μάτια, σημάδι πως είχε αδειάσει από ζωή. Ήταν μονάχα από φτηνό πιόμα και πριονίδι, από αυτά ήταν φτιαγμένος ο Άντι. Έλεγε, όχι, δεν είναι δυνατόν να έκανε ο Άνταμ μου τέτοιο κακό στην νεαρή δις Χόρενς. Θα ήταν λάθος. Να δείτε που κάπου ξετρύπωσε, Θεέ μου αυτό το αναθεματισμένο μενταγιόν. Το κράτησε για δικό του. Θα το’χε σκοπό να μου το χαρίσει ή να το δείξει στην Εύα για να την κάνει να χαρεί μια στάλα. Ω Άνταμ, και πνιγόταν μες στον ποταμίσιο ήχο και την φωνή του Άντι. Έτρεξε κοντά του, την κοίταξε αγριεμένος, έπειτα ήπιες δυο γουλιές, σκούπισε τα χείλη του με την ανάποδη πλευρά του χεριού και της είπε να καθίσει. Δεν την κοιτούσε μονάχα της έλεγε όσα συνέβησαν κάτω στην πόλη. Φοβόταν για την Εύα, για τον Λίο ισχυριζόταν μα η αλήθεια είναι πως δεν του καιγόταν καρφί. Ύστερα η δις Χόρενς ήρθε στο νου του να γυρέψει τις ευθύνες, με το σπασμένο της κρανίο πάντα στα χέρια, σε μια σαιξπηρική χειρονομία και το πρόσωπο γεμάτο αίματα. Τον κοίταξε για μια στιγμή και σκόρπισε δίχως να ζητήσει τον λόγο. Ήταν με τον τρόπο που εκείνος κοιτάζει την Κλάρα, μα κομμάτι πιο σκληρός. Ήπιε ακόμη λίγο και σαν ένιωσε τον κόσμο πλάι του ήσυχο και ατάραχο, συνέχισε να μιλά.
Ήταν χαμένη υπόθεση Κλάρα. Δεν θα κέρδιζε ποτέ την ζωή του. Μα το να σκοτώνεις, αυτό Κλάρα είναι κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. Και έπειτα, αυτό που έκανε με το άψυχο κορμάκι της μικρής, δεν ήταν ο εαυτός του. Είναι καλύτερα δίχως εκείνον, όλοι παρίσταναν σήμερα πως τον συμπαθούσαν μα κατά βάθος είχαν πειστεί πως είναι ένα τέρας και πως του αξίζει με κάθε τρόπο μια βίαιη εκτέλεση. Μου δώσανε τα ρούχα του. Μου είπαν να σου πω πως…»
Η Κλάρα είχε γονατίσει πλάι στο παράθυρο, Είχε χωθεί μες στην σκιερή γωνιά που διάλεγε πάντα ο Άνταμ και έκλαιγε αγκαλιά με εκείνα τα παλιόρουχα. Τα γνώριζε με τις ραφές και τα μπαλώματά τους, είχαν το σχήμα του κορμιού του Άνταμ, τα μανίκια από το πουκάμισό του βουτηγμένα στο αίμα της δεσποινίδος, κάπως τσαλακωμένα, το πανωφόρι του γεμάτο χορτάρια και μυρωδιά άγριας μέντας. Τίποτε δεν πήρε εκείνη η αγχόνη από τον Άνταμ. Όλα βρίσκονται εδώ, στην γωνιά που αγαπούσε.
«Αυτά τα ρούχα πρέπει να τα πετάξεις. Κάθε τι δικό του Κλάρα. Τώρα πια δεν θα γυρίσει. Ένας νεκρός δεν χρειάζεται το πανωφόρι του, έτσι δεν είναι;»
Έπρεπε να την ενημερώσουν. Να της πουν πως ο Άνταμ εκτελέστηκε. Θα μπορούσε να παρακαλέσει για μια μικρή προσευχή. Μα δεν νοιάστηκε κανείς. Οι Τένισον δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους, τους αξίζει η ερημιά τους, τώρα περισσότερο από ποτέ. Έκρυψε το πρόσωπο μες στα χέρια της, ο Άντι θύμωσε και άρπαξε το πανωφόρι από τα χέρια της. Το έσκισε με τα χέρια του και γέμισε το σπίτι μυρωδιά άγριας μέντας.
Στο τραπέζι τους περίμενε ένα χαλασμένο κομμάτι κρέας. Ένα μεγάλο, ακονισμένο μαχαίρι που ήταν καταλληλότερο για τα σφαγεία ήταν ακουμπισμένο στο πλάι. Οι μύγες του ποταμού διασκέδαζαν γύρω από τον δίσκο. Τρύπωναν από το παράθυρο μαζί με έναν καταιγιστικό θόρυβο από το τραγούδι των πουλιών και την ζωή που αναπαλαιώνει αυτόν εδώ τον κόσμο. Η Κλάρα στάθηκε στα σκαλιά, σε μια άκρη και έκλαψε πικρά, δίχως ντροπή. Μια μητέρα, ακόμη και αυτή, έχει το δικαίωμα, έτσι δεν είναι; Στάθηκε στην άκρη στηρίζοντας το κεφάλι της στα σανίδια. Έτσι δεν ενοχλούσε τις μύγες που περνούσαν κοπαδιαστά τεμαχίζοντας γενναία κομμάτια κρέατος από αυτήν την χαλασμένη ζωή.
Ο Λίο επέστρεψε. Μα δεν ήταν ίδιος. Κοιτούσε τον πατέρα του κατάματα και ήταν μουσκεμένος ως το κόκαλο. Είδε σε μια άκρη τα ρούχα του Άνταμ. Δεν ήξερε να προσεύχεται, μονάχα να στέκει σιωπηλός πλάι στην Κλάρα που θα’θελε όσο ποτέ να ριχτεί στα πέλματα των αλόγων, σε κάποιον κίνδυνο που θα της στοίχιζε την ίδια της την ζωή. Αυτήν που δεν θέλει πια, αυτήν που πήραν οι άνθρωποι του Δικαστή νωρίτερα σήμερα στην πλατεία της πόλης. Ο Άνταμ γελούσε την ώρα που έφευγε, της είπε ο αστυνομικός και ευθύς θυμήθηκε τον Λίο που έκλαιγε με πνιγμένα αναφιλητά μες στον κόρφο της, μες στον κόρφο της.
Σε λίγο θα κάνουν την προσευχή και θα καθίσουν στο τραπέζι. Τότε ο Λίο θα τον ρωτήσει και ο Άντι δεν θα μπορεί να πει μια ιστορία, αλλά ολάκερη την αλήθεια. Αυτήν που του εμπιστεύτηκε ο αστυνόμος του σταθμού με την καρδιά του βαριά και το κρίμα του μεγάλο για την φριχτή και αποτρόπαια εκτέλεση. Θα τον ρωτήσει, μα δίχως να τον πει πατέρα, ίσαμε για να δει τα μάτια του που θα λυγίσουν.
Η Κλάρα έδωσε όλη της την προσοχή στο δυστυχισμένο αγόρι. Θυμήθηκε πως φοβάται για την Εύα. Τον κοίταξε στα μάτια σαν να ζητούσε να ακούσει μονάχα ψέματα, να ακούσει από τον Λίο πως του λόγου του βρήκε σήμερα την Εύα στο ραφτάδικο και εκείνη είναι καλά. Μονάχα τα μάτια της ήταν κατακόκκινα από το κλάμα. Σε όλα της είπε ναι, ναι, ναι. Ανακουφίστηκε μια στάλα και παρακολούθησαν οι δυο τους, για μια στιγμή μονάχα, τον ήλιο που πνιγόταν. Στο φόντο ο Άνταμ τους γελούσε και η ζωή περνούσε δύσκολα πια. Μια μπαλάντα σκοτεινή και απόμακρη έσκισε την σιγαλιά και έπειτα ο λαχανόκηπος – θυμάσαι; – βυθίστηκε στο σκοτάδι. Όλα μείνανε θλιμμένα και ίσως σοφά, εκεί έξω. Οι δυο τους, μητέρα και γιος, στέκονταν σαν παροπλισμένα φορτηγά πλοία καταμεσής ενός βουβού ωκεανού.