Γαλάζια νουβέλα
σε συνέχειες
α’ μέρος
«Μια φριχτή πράξη»
Ο οίκος των Τένισον δεν θυμίζει όσα κανείς έχει γνωρίσει και αντικρίσει στην ζωή του. Όλο αυτό το μεγαλείο που αναδύεται από την φράση ο οίκος των Τένισον εξαντλείται σε ένα ξύλινο παράπηγμα πλάι στον ποταμό. Εκεί διαμένουν οι Τένισον. Ο πατέρας, ο Άντι, η Κλάρα, μια τρελή, σπασμένη μητέρα, η Εύα και ο Λίο. Μέχρι πριν από λίγες μέρες έμενε κοντά τους και ο μεγάλος γιος των Τένισον, ο Άνταμ. Αυτός ήταν η μόνη έγνοια του σπιτιού, καθώς ο νους του κρατήθηκε σε έναν χρόνο παιδικό δίχως να ακολουθήσει το μονοπάτι της ενηλικίωσης. Ο Άνταμ τριγυρνά στα καφενεία του κέντρου, παριστάνει διάφορα άγρια ζώα, τους βρυχηθμούς τους με αντίτιμο μια δεκάρα. Καμιά φορά του δίνουν να μεθύσει με σκέτο ούζο και έπειτα τον βάζουν να κάνει διάφορα παράξενα νούμερα που τους φέρνουν ευθυμία. Ίσαμε να βαρεθούν και τότε λένε αρκετά και τον πετούν έξω από το καφενείο με φωνές, κάνοντάς τον να βουρκώνει. Γιατί ο Άνταμ είναι τρυφερός και μες στην παιδική του καρδιά εκείνα τα ζώα μεταμορφώνονται σε αληθινά και τον συντροφεύουν όταν μονάχος περπατά μες στο δάσος, λογαριάζοντας να παραμείνει μακριά από την σκληρή ανθρωπότητα.
Ο πατέρας έδιωξε τον Άνταμ από το σπίτι. Του είπε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για αυτόν και τον πέταξε στον δρόμο. Τι και αν έπεσε στα γόνατα η Κλάρα, τι και αν τον απείλησε πως θα φύγει, πως θα πει σε όλους πως είναι παλιάνθρωπος, ένας κτήνος. Της αρνήθηκε τα πάντα, την χτύπησε, πέταξε τα πράγματά της έξω από το σπίτι, φώναζε πως χάρη σε εκείνον γίνηκε κάτι καλύτερο από μια γυναίκα του δρόμου. Βέβαια η κόρη της ακολουθούσε κατά πόδας το παρελθόν της και ίσως να μην μπορεί να ξεφύγει από την άσχημη μοίρα. Την κατηγόρησε πως τα παιδιά που του χάρισε στάθηκαν άτυχα, πως ένας γεροδεμένος άνδρας σαν εκείνον με νου και παράστημα δεν θα μπορούσε παρά να δώσει σπορά σε λεβέντες άνδρες. Μα ο Άνταμ σαν γεννήθηκε τον πλήγωσε τόσο βαθιά. Ο ιατρός επισήμανε πως ο κίνδυνος υπήρξε μεγάλος για την μητέρα και το βρέφος και πως πρέπει κανείς να ευχαριστεί τον Θεό που όλα πήγαν κατ’ευχήν και το μόνο που συνέβη είναι ο αργοπορημένος νους του παιδιού.
Όχι, ο Άντι δεν τα έβλεπε έτσι τα πράγματα και έστεκε στο παράθυρο, πίσω από τις ξαφνικές βροχές που ξεπλένουν τα μονοπάτια γύρω από το ποτάμι. Τα ξέρει όλα απ’έξω ο Άντι. Κάθε πρωί με τα εργαλεία ανά χείρας προχωρεί προς την καρδιά του δάσους και φροντίζει να κρατά καθαρούς και ανοιχτούς τους δρόμους. Τις περισσότερες μέρες αποκοιμιέται πέρα στις λόχμες και δεν του καίγεται καρφί για τους χωρικούς που αδυνατούν να περάσουν τους φουσκωμένους χείμαρρους και τα ετοιμόρροπα γεφύρια. Βλέπει το ίδιο πάντα όνειρο, πως είναι πλούσιος και πως έχει στην δούλεψή του έναν ικανό αριθμό σκλάβων, ρακένδυτους όπως και του λόγου του. Σαν περνάει ανοίγουν τον δρόμο για να περάσει και έπειτα τυλίγονται και πάλι στα κουρέλια τους και τα βάζουν με την μοίρα που τους χάρισε μια τόσο σκληρή ζωή. Ξυπνάει με το στήθος του που καίει, παρατηρεί την θέση του ήλιου και σαν έχει προσπεράσει το αμίλητο μεσημέρι επιστρέφει βαριεστημένος μέσα από την λασπουριά που παύει μονάχα το αποκαλόκαιρο σε αυτά εδώ τα μέρη.
Εκείνη την μέρα την είδε που πλενόταν στην πηγή. Στάθηκε πίσω από τις πρασιές και μέθυσε από την χάρη της. Ο τρόπος που έριχνε το νερό επάνω στα μέλη της, το τραγούδι της σαν του καναρινιού, μια ολόκληρη περιουσία για τούτον εδώ τον κόσμο η απέραντη ομορφιά της, το λευκό της δέρμα, αλάβαστρο ζωντανεμένο έπειτα από τα άχραντα απέραντων αιώνων. Είχε κατάξανθα μαλλιά και δεν την υπολόγιζε πάνω από είκοσι χρονών. Πλησίασε και άλλο μα έτριξε το κλαρί κάτω από τα πόδια του και την τρόμαξε σαν ελαφίνα. Αυτή έστρεψε το πρόσωπό της και για μια στιγμή κοιτάχτηκαν κατάματα. Έκρυψε την γύμνια της και εκείνος σφούγγισε τα χείλη του. Η στιγμή φανέρωνε τον πόθο του και όλα ησύχασαν. Τότε ήταν που έκανε ένα βήμα και στάθηκε με ένα συγκαλυμμένο χαμόγελο εμπρός της. Η νεαρή έπιασε να κρυφτεί πίσω από τις λόχμες, γύρεψε τα ρούχα της μα τα’βρε αρπαγμένα από τον άγνωστο εκείνον άνδρα. Έβαλε τις φωνές μα ο Άντι γνωρίζει καλά πως το χειμωνιάτικο δάσος είναι πιο έρημο ακόμη και από το πιο απομονωμένο κοιμητήριο. Γέλασε περισσότερο και όταν πια βαρέθηκε με αυτήν την διασκέδαση την κράτησε από τα χέρια της που ήταν δεμένα με σχοινί και την έσυρε χάμω στις ξερές φυλλωσιές. Εκείνη τον παρακαλούσε, τον ικέτευε, του φιλούσε τα χέρια όσο εκείνος αποκτηνωμένος τρυγούσε τα είκοσί της ανόθευτα χρόνια, τον παρακαλούσε στο όνομα της Παρθένου. Τίποτε δεν κατόρθωσε και αργότερα, σαν την βρήκαν, είπαν πως έμοιαζε με κούκλα πορσελάνινη, μιας απέραντης στ’αλήθεια ομορφιάς.
Ήταν η Λόρα, η μοναχοκόρη του ιδιοκτήτη ατμόπλοιων κυρίου Ε. Λ. Χόρενς, ενός καλοβαλμένου Αμερικάνου που είχε έρθει από τα ανατολικά αγοράζοντας τις ευκαιρίες που έβρισκε στον δρόμο του. Τώρα πια όλοι λένε πως ο Χόρενς είναι ο βασιλιάς εδώ γύρω. Την σκέπασαν με ένα λευκό, ολομέταξο σεντόνι και διέταξαν το κάρο να την πάρει πίσω στην πόλη. Το είχε βάλει σκοπό να την φροντίσει και όταν αργότερα θα ‘χε θρηνήσει όπως αρμόζει θα έβαζε τα καλόπαιδα να τιμωρήσουν εκείνον που είχε σκορπίσει την θλίψη στο αρχοντικό του, το καλύτερο σε ολόκληρη την κομητεία. Ο αστυνόμος που έφθασε για να διαλευκάνει την υπόθεση και να συλλέξει τα απαραίτητα στοιχεία δεν έδωσε σημασία στις έρευνες. Διέταξε να του παραδοθούν οι καταθέσεις, τα ονόματα των μαρτύρων καθώς και όσα εντοπίστηκαν κατά την φάση της έρευνας. Αυτά αρκούσαν.
Μόνον το μενταγιόν της δεν βρήκαν, αυτό με την κρυμμένη εικόνα της μητέρας που το’χε πάντα κατάσαρκα, με μια λεπτή, χρυσαφένια αλυσίδα που ήταν ο μόνος της δεσμός πια με τα εγκόσμια. Έλειπε εκείνο το μενταγιόν και στην θέση του έστεκαν ξεκάθαρα τα σημάδια των χεριών του που έσφιξαν τον λαιμό της άτυχης νέας, τα δικά του χέρια. Τρόμαξε πως γρήγορα θα στρέφονταν σε εκείνον και θα του φόρτωναν το έγκλημα. Θα έλεγαν, αυτός τριγυρνάει στο δάσος λόγω της φύσεως της εργασίας του, αυτός είναι, αυτός. Θα καταλάβουν πως κάποιος που γνωρίζει καλά το δάσος ευθύνεται για την νεκρή κληρονόμο.
Τώρα βαδίζει γρήγορα, χαιρετώντας μηχανικά του περαστικούς. Στην τσέπη του ψηλαφίζει το μενταγιόν της μικρής, στην πόλη έχουν φθάσει μερικοί φονιάδες. Τους παρήγγειλε ο κύριος Χόρενς με μια σπουδαία αμοιβή για όποιον κατορθώσει να σκοτώσει τον άγνωστο φονιά. Σε όλη την πόλη συζητούν για το χαμένο μενταγιόν που θα φανερώσει τον ένοχο. Ο Άντι επιστρέφει. Το πρόσωπό του θυμίζει σκόνη και χώμα, αδύνατος σαν σκιά περπατεί στο μονοπάτι. Αν δεν ήταν ένας εργάτης του δάσους θα μπορούσε να αποτελεί μια λυρική σκιά στην απέραντη ερημιά.
Τώρα δεν ψηλαφίζει πια το μενταγιόν, ο θάνατος της δίδας Χόρενς αφορά πια κατ’αποκλειστικότητα τον άμοιρο Άνταμ που ίσως για μια φορά, έστω στερνή μπορεί να αποδειχτεί χρήσιμος. Σε αυτόν φόρτωσε το κρίμα ο Άντι, στον μεγάλο του γιο που σε τίποτε δεν χρησιμεύει. Συλλογιέται πώς θα το πει στην Κλάρα μα έπειτα φαντάζεται πως ο νους της θα δικαιολογήσει την στάση του Άντι, θα παραδεχτεί την παράξενη φύση αυτού του παιδιού. Ποτέ το φεγγάρι δεν θα έχει ξανά την ίδια λάμψη, όλα θα λιώσουν για εκείνη. Μα του λόγου του είναι δειλός και άλλωστε αν λείψει, ποιος θα διαφεντεύει το σπίτι του, ποιος θα φροντίζει το δάσος με τα μονοπάτια που κλείνει ο χειμώνας, ποιος;
Στο παράθυρο η Κλάρα. Έχει μάθει τα νέα. Γύρω της ο ανθισμένος λαχανόκηπος της Αλίκης μα η χώρα των θαυμάτων πεθαμένη εδώ και καιρό. «Ήταν μονάχα είκοσι χρονών, τι φρίκη, τι φρίκη! Φοβάμαι για την Εύα μας, το ακούς; Είπα στον Λίο να την γυρέψει και να φροντίσει πως μια τέτοια νύχτα δεν θα γυρίσει μονάχη από το ραφτάδικο, όχι μονάχη, όχι! Θυμίζει τα πορτραίτα πίσω από τις κορνίζες που διαθέτουν ακέραιο τον μύθο της ζωής τους. Σαν τα κορίτσια που πέρασαν τυφλά τις ζωές τους και όλο ρωτούν το φεγγάρι για το γραφτό τους. Η Κλάρα τον κοιτάζει με τρελά μαλλιά και ιδρωμένο στέρνο. Είδες τον Άντι;Μα όση τρυφερότητα και αν είχε σκοπό να βάλει στην κουβέντα του η φωνή του θα τον πρόδιδε. Έτσι δεν είπε τίποτε, μονάχα παρήγγειλε πιοτό και κοίταξε την Κλάρα με ύφος σκληρό, ανθρώπου που δεν μπορεί πια τίποτε να νιώσει, τίποτε.