Η χοντρή επίστρωση
δεν βοηθά πουθενά
[…Η οδός Φειδίου εκτείνεται στην καρδιά του αστικού ιστού. Ένας σύντομος δρόμος, μια ελάχιστη ανταπόδοση της σύγχρονης εποχής απέναντι στην καλλιτεχνική ιδιοφυΐα, ένας φόρος τιμής. Κουρεία, μικρά καφέ, κλειστά μαγαζιά με βαριά, κατεβασμένα ρολά και αναρίθμητες ειδοποιήσεις, διαφημίσεις, φυλλάδια και τα ρέστα. Είναι παραμονή Χριστουγέννων και οι δρόμοι έχουν αδειάσει. Κάτι λίγοι μόνο, καθυστερημένοι, τρέχουν από μαγαζί σε μαγαζί για να καλύψουν όλη την λίστα. Εις μάτην, η οδός Φειδίου έχει ερημώσει. Μονάχα το καφενείο που κερνά τους περαστικούς κρατιέται ακόμη ζωντανό και φωτισμένο, μα είναι βέβαιο πως και εκείνο σύντομα θα κλείσει, αφήνοντας έρημη την διασταύρωση. Το ξενοδοχείο και το υπόγειο πάρκινγκ λειτουργούν αδιαλείπτως. Μα τούτη την ώρα στον γκισέ δεν θα βρεις κανέναν. Το μοτέλ δείχνει πιο ζωντανό με τις παρέες που μπαινοβγαίνουν αδιάκοπα και τους άστεγους που έχουν βρει ένα σπιτικό στην εσοχή πλάι στην σκάλα της εισόδου. Όμως αυτούς δεν τους βλέπει κανείς και έτσι δεν μετρούνε στον πληθυσμό τούτης της γεμάτης κατά τα άλλα, από αγάπη νύχτας.
Το βιβλιοπωλείο παραμένει ανοιχτό. Φέγγει σαν άστρο μες στο σκοτάδι της οδού Φειδίου, ένα ορόσημο ή πάλι το αναμμένο παραθύρι μιας εξοχής. Θαρρείς πως εκείνο το μαγαζάκι διαθέτει μια μυστική ζωή που αρχινά όταν όλα σωπάσουν. Ο Λ. Που γνωρίζει πόσο σημαντικό είναι να βιαστεί ετούτη την ώρα, διακρίνει την αναμμένη μαρκίζα. Σκέφτεται πως υπάρχει ακόμη μια δύναμη συμπαντική που παραστέκει τους ανθρώπους όταν όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί. Ο Λ. Πρέπει να αγοράσει ένα συγκεκριμένο βιβλίο, είναι το δώρο που σκοπεύει να κάνει στον εαυτό του. Το ανέλαβε εξολοκλήρου αυτός, καθώς κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να φανταστεί τι είναι εκείνο που ποθεί η καρδιά του. Άλλωστε είναι και το άλλο. Βλέπετε, η οικονομική κατάσταση, η αμηχανία των φίλων και των γνωστών, η διάθεση να αναλάβει κάποιος πρόθυμα την δουλειά, καθιστούσαν δική του υπόθεση την αγορά του βιβλίου. Δεν χρειάζεται κανείς να αναμειχθεί, αρκεί να προλάβει το βιβλιοπωλείο που μπορεί να έχει παραμείνει ανοιχτό μόνο για εκείνον. Κοιτάζει προσεκτικά, ετοιμάζεται να διασχίσει την λεωφόρο όταν μια φωνή τον σταματά. Ένα κορίτσι είκοσι χρόνων γυρεύει βοήθεια. Το αυτοκίνητό της έχει χαλάσει, μια από εκείνες τις χαζές βλάβες που το κάνουν να φαντάζει τόσο υπέροχα άχρηστο. Του χαμογελάει και η καρδιά του πάει να σπάσει. Του εξηγεί μα εκείνος ακούει μονάχα έναν επίμονο βόμβο, θαρρείς και μέσα του υπάρχει ένα ολοζώντανο μελίσσι, με την βασίλισσα και τους εργάτες με την σκληρή μοίρα. Το αμάξι παίρνει εμπρός, το κορίτσι τον ευχαριστεί, γελούν, ανταλλάζουν τηλέφωνα, έπειτα φιλιά, υποσχέσεις, ζωές.
Το βιβλιοπωλείο της οδού Φειδίου είναι ακόμη ανοιχτό με την λευκή του μαρκίζα αναμμένη. Στο βάθος ένας άνδρας με μονόκλ, ξεφυλλίζει μια σπάνια έκδοση. Πίσω του ο Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα μαζεύει στίχους αγριολούλουδα από τους φασματικούς πια λόφους της Σεβίλιας. Στο τραπεζάκι εμπρός του, κάθονται κάποιοι. Είναι γνώριμες φιγούρες, από αλλοτινές εποχές, μιλούν χαμηλόφωνα και κάθε τόσο τινάζουν χώμα και λέξεις από τις βάτες τους. Ένας αδιάφορος γάτος σαν νερό που γλιστρά ανεπαισθήτως, ναι μονάχα έτσι, νιαουρίζει σαν να τους κατηγορεί που ξύπνησε και τώρα θα πρέπει να γυρέψει μια άλλη θέση. Ίσως στην βιτρίνα συλλογιέται ο καστράτος και έπειτα με ένα σάλτο τρυπώνει πλάι στον Κάφκα που με μια ζεστή καρδιά μοιράζεται την ανυπαρξία του. Ο άνδρας με το μονόκλ συμβουλεύεται το ρολόι του. Είναι προχωρημένες εννιά, η οδός Φειδίου παγώνει αργά, παραδίδεται στην νωχέλεια της πόλης που αποκοιμιέται. Όπως εκείνος ο γάτος. Η παρέα στο τραπεζάκι διαλύεται, ένας ένας επιστρέφουν στα εξώφυλλα τους και η νύχτα παίρνει τέλος. Ο άνδρας με το Μονόκλ κατεβάζει τα ρολά, χαϊδεύει τον γάτο και χάνεται προς την οδό Εμμανουήλ Μπενάκη σε μια έξοδο δίχως τίποτε το δραματικό. Εκεί τον περιμένουν ποιήματα, κούκλες βιτρίνας, ρυθμικοί σηματοδότες, εύκολες συντροφιές, πληγωμένοι, παγωμένα αγάλματα, χωρισμοί, χρόνια. Αφήνει την μαρκίζα αναμμένη για εκείνον τον αργοπορημένο πελάτη που ψάχνει ένα φως μες στην πολιτεία που νυχτώνει. Από μακριά το μαγαζάκι θυμίζει αναμμένο γαλαξία μες στο σύμπαν της μικρής μα τόσο σπουδαίας οδού. Ο ίσκιος του πέφτει πάνω στο ξεδοντιασμένο Ωδείο, έπειτα θερμοί φωτισμοί, μονότονα στρας και τίποτε…]
Την ιστορία υπογράφει κάποιος κύριος Χανς. Είναι γραμμένη στα φυλλάδια της μιας δεκάρας, εκείνα τα folletins με τα ρομάντζα σε συνέχειες και τους όλο δράμα αποχωρισμούς. Είναι μια μικρή, πολύ μικρή ιστορία που δεν έχει μέλλον και έτσι ολομόναχη, σαν νησί στέκει κάπου ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου. Το ξέχασε μια νεαρή το πρωί. Κάθισε εδώ ακριβώς, μίλησε στο τηλέφωνο, είπε πως θα πήγαινε στο κέντρο και πως το αυτοκίνητό της έκανε νερά. Μου άρεσε αυτό που είπε και ακόμη θυμήθηκα μια ωραία φράση που θέλει το όνομά μας γραμμένο στο περιγιάλι. Έφυγε βιαστικά μα ξέχασε το βιβλίο με τις ιστορίες της. Ένας κύριος με μονόκλ, παράταιρος είναι η αλήθεια για την εποχή, πέρασε από το γαλάζιο μου στενό. Τον έλουζαν κάτι φωτισμοί Χριστουγέννων προτού τον ρουφήξει το σιφόνι της νύχτας. Πρόλαβε ωστόσο να μου γνέψει και βγάζοντας το μονόκλ του να μου πει όλο υπαινιγμό. «Είναι ενδιαφέρουσες ιστορίες αυτού του Χανς. Πωλούνται το κομμάτι σε ένα βιβλιοπωλείο εδώ κοντά. Την οδό Φειδίου; Την ξέρετε;»
Σάστισα. Ακόμη περισσότερο καθώς ο κύριος μου αποκάλυψε πως κάθε αντίτυπο των ιστοριών του κυρίου Χανς είναι διαφορετικό. Ακριβώς, διαφορετικό. Πάει να πει μια λέξη, μια φράση, μια μαρκίζα σβηστή. Χαμογέλασα και συμφώνησα με τον άγνωστο συνομιλητή. Μέσα μου παραδέχτηκα πως ετούτη η εποχή είναι κομμάτι μαγική και πως η παγωνιά σου θολώνει το νου. Οι προϋποθέσεις υπάρχουν, είπα και γέλασα.
Μονάχα η καρδιά την αντέχει, μου αποκρίθηκε σαν να με είχε ακούσει. Οπότε αμέσως ηρέμησα και αφέθηκα στην μαγεία. Άφησε την κάρτα του πλάι μου. Κύριος Χανς.
Μα ετούτη η ιστορία πήγε πολύ μακριά είναι η αλήθεια. Το επιβεβαιώνει το σόλο του Chet Baker που σβήνει μαζί με το πιάνο.