Γιώργος Δήμος | Σεληνόφως

© Robert Frank

Σκαρφάλωσα στο σκέπαστρο και ανέβηκα στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Όλα ήταν ήρεμα εκείνη τη νύχτα και το φεγγάρι έλαμπε γεμάτο στον έναστρο ουρανό. Τα φώτα ήταν σβηστά και τα κορίτσια κοιμόντουσαν ήσυχα στις κουκέτες τους. Το φως που έμπαινε από το παράθυρο αντανακλούσε στα λευκά σεντόνια και έδινε, σε όποιον το κοίταζε, μια αίσθηση γαλήνης.
Σήκωσα απαλά το ξύλινο παράθυρο και προσπάθησα να μπω μέσα. Τότε φύσηξε ένας δυνατός αέρας από το πουθενά και η μεταξένια κουρτίνα σηκώθηκε και χάιδεψε με την άκρη της ένα από τα κορίτσια απαλά στο μάγουλο. Ήταν η Νταίζη, η μικρότερη από όλες τις κόρες του κυρίου και της κυρίας Γκούντμαν. Είχε σγουρά καστανά μαλλιά και φακίδες. Η Νταίζη κουνήθηκε και γύρισε από την άλλη πλευρά. Στη συνέχεια άκουσε κάτι, γύρισε και με κοίταξε. Τα μάτια της γούρλωσαν αλλά δεν έβγαλε φωνή.
Σκούντησε τη μεγάλη της αδερφή, την Σάρα. Εκείνη κοιμόταν βαθιά, δεν κατάλαβε τι συνέβη. Η Νταίζη της έριξε μια κλοτσιά και η Σάρα σηκώθηκε νευριασμένη, έτοιμη να τη μαλώσει, αλλά είδε εμένα και σταμάτησε. Ασυναίσθητα έβγαλε μια κραυγή αλλά η Νταίζη της έκλεισε το στόμα. Η Λώρα ξύπνησε από το θόρυβο και μόλις με είδε κουλουριάστηκε στον τοίχο φοβισμένη.
«Είναι ο Αϊ Βασίλης», είπε αθώα η μικρή Νταίζη.
Δεν είχε άδικο. Θα μπορούσα να είμαι ο Αϊ Βασίλης. Δεν είχα βέβαια δώρα ή τίποτα τέτοιο, όμως αφού ήρθα απρόσκλητος μεσάνυχτα Πρωτοχρονιάς, δεν υπάρχουν και πολλές άλλες επιλογές. Μάλλον είμαι ο Αϊ Βασίλης.
«Τ-τι θέλετε, δ-δεν έχουμε π-πολλά λεφτά…», έσπευσε να μου πει η Σάρα.
Την κοίταξα με οίκτο και χαμογέλασα ενθαρρυντικά. Τι κακό θα μπορούσα να τους κάνω; Όχι μόνο ήρθα με άδεια χέρια μια τόσο ξεχωριστή βραδιά, αλλά τους κατέστρεψα και το γαλήνιο ύπνο με τα υπέροχα όνειρα.
«Τι όνειρα είδατε σήμερα;», ρώτησα με ενδιαφέρον.
Η Σάρα με κοιτούσε έντρομη. Η Λώρα είχε ήδη βάλει τα κλάματα. Θα πρέπει να είχε δει πολύ άσχημα όνειρα. Η Νταίζη ήταν η μόνη που με πλησίασε. Η Σάρα την τράβηξε από την μπλούζα για να μην έρθει πολύ κοντά μου.
«Εγώ είδα ότι ήμουν σε ένα χρυσό παλάτι με πολλούς υπηρέτες και πλούσια γεύματα. Ήταν το καλύτερο όνειρο που έχω δει ποτέ μου.»
Ένιωσα τύψεις που την ξύπνησα. Δεν έπρεπε να κάνω κάτι τόσο βάναυσο.
«Με συγχωρείς που σε ξύπνησα, Νταίζη. Σίγουρα θα ήθελες να δεις περισσότερα. Πρέπει όμως να σου πω ότι έχω πάει εκεί πέρα…»
Η μικρή Νταίζη φάνηκε να ενθουσιάζεται.
«Αλήθεια;»
«Ναι. Είναι το παλάτι μου. Είμαι ένας βασιλιάς στην πραγματικότητα.»
«Τέλειο…»
«Ε, δεν είναι όπως φαίνεται. Υπάρχουν πολλοί που δεν με συμπαθούν εκεί μέσα…»
«Γιατί;» Η Νταίζη ήθελε να ακούσει τα πάντα.
«Γιατί έχω κάνει κι εγώ τα λάθη μου. Μάλλον με μισούν επειδή ήμουν ο μόνος που έλεγε ακριβώς ό,τι σκεφτόταν.»
«Και αυτό δεν τους άρεσε;»
«Με μίσησαν γι αυτό. Με έδιωξαν από το ίδιο μου το παλάτι και με έριξαν σε μια παράγκα. Η αλήθεια, μικρή μου, έχει το τίμημά της.»
Η μικρή δεσποινίς Γκούντμαν με κοιτούσε με απόλυτη σοβαρότητα. Ήθελε να μάθει τα πάντα για εμένα, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι είμαι σε θέση να της τα πω. Όλα στη μνήμη μου είναι θολά σήμερα.
«Γιατί φοράς αυτά τα ρούχα;», ήχησε παράξενη η ερώτησή της.
Κοίταξα κάτω και είδα την πιο παράξενη ενδυμασία που υπάρχει. Ήταν μια άσπρη μπλούζα με πολύ μακριά μανίκια, λες και τα χέρια μου ήταν διπλάσια και μίκρυναν απότομα. Πώς βρέθηκα άραγε να φοράω αυτή τη γελοία μπλούζα; Θα πρέπει να έγινε κάποιο λάθος.
«Δεν έχω ιδέα!»
Η μικρή Νταίζη παραξενεύτηκε. Έμοιαζε να μην καλύπτεται από την απάντησή μου. Δεν είχε άδικο. Έτσι όπως απάντησα θα μπορούσε να με περάσει για τρελό!
«Τι θέλετε; Δεν έχουμε τίποτα εδώ που να χρειάζεστε, αφήστε μας, σας παρακαλώ…», είπε η Σάρα με τρεμάμενη φωνή.
Μα τι την ενοχλούσε τόσο πολύ; Στο κάτω-κάτω δεν ήμουν και σε κανένα ξένο σπίτι. Εδώ έμενα! Η Σάρα με κοιτούσε σαν να έβλεπε ένα φάντασμα. Έτσι θα πρέπει να έμοιαζα με τον λευκό ζουρλομανδύα κάτω από το σεληνόφως! Ένας κρύος αέρας φύσηξε και η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο έγινε ψυχρή. Η μικρή Νταίζη έφυγε από κοντά μου και πήγε να σκεπαστεί με την κουβέρτα της. Η Λώρα έκλαιγε με αναφιλητά χωρίς να μιλάει. Πρέπει να είχε πολλά στο μυαλό της. Το μεγάλο κλαδί του δέντρου έξω από το παράθυρο κουνήθηκε και παράξενες σκιές ζωγραφίστηκαν πάνω στα λευκά σεντόνια.
«Κοιτάξτε, δεν ξέρω πώς γνωρίζετε τα ονόματά μας ή για ποιο λόγο ήρθατε εδώ, αλλά σας εκλιπαρώ να φύγετε από το σπίτι μας αμέσως.»
Τα λόγια της Σάρα με τάραξαν. Γιατί με φοβόταν τόσο;
«Σάρα, καταλαβαίνω ότι τρόμαξες αλλά δεν υπάρχει λόγος να είσαι αγενής. Τι υπάρχει πάνω μου που σε τρομάζει τόσο;»
«Αυτός ο καταραμένος λεκές από αίμα επάνω στη μπλούζα σου! Είναι φρέσκος, να πάρει! Ποιόν σκότωσες πριν έρθεις εδώ;»
Η Λώρα ούρλιαξε μέσα στα αναφιλητά της. Κοίταξα καλύτερα τη μπλούζα και είδα το πηχτό αίμα να τρέχει ακόμα από το στήθος μου προς τα κάτω. Η μπλούζα ήταν κατακόκκινη. Πώς δεν το είχα προσέξει;
Πήδηξα από το πρεβάζι και άρχισα να χοροπηδάω πάνω στο ξύλινο πάτωμα σε ένα τρομερό ντελίριο χωρίς νόημα. Προσπαθούσα να πετάξω από πάνω μου το σιχαμένο κόκκινο υγρό, αλλά ήταν μάταιο. Όσο χοροπηδούσα τόσο εκείνο απλώνονταν και πασάλειβε χειρότερα τα ρούχα μου. Σταμάτησα εξαντλημένος και γονάτισα στο πάτωμα.
Τότε ακούστηκαν βήματα και η πόρτα του δωματίου άνοιξε.
«Ποιος είναι εκεί;… Τζέημς;», αναφώνησε έκπληκτη η μητέρα των κοριτσιών.
Είχα τόσα χρόνια να τη δω. Μου είχε λείψει. Το πρόσωπό της ήταν γερασμένο, αλλά πίσω από τις ρυτίδες και τα ψεγάδια της διατηρούνταν ακόμη η εκθαμβωτική ομορφιά της.
«Μαμά…»

 


Ο Γιώργος Δήμος γεννήθηκε το 1993 στην Αθήνα. Σπούδασε Δημιουργική Γραφή και Φιλοσοφία στο Pratt Institute, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, όπου και έζησε για 8 χρόνια. Το 2019 επέστρεψε στην Ελλάδα και από τότε εκδίδει συστηματικά άρθρα και κριτικές στα περιοδικά «MAXMAG», «Artviews» και «Χάρτης», σχετικά με τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, τη φωτογραφία και τα εικαστικά, καθώς και διηγήματα στο περιοδικό «Μονόκλ». Είναι μέλος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων για την Ανεξαρτησία και τη Διαφάνεια των ΜΜΕ.