γαλάζια γιασεμιά
που δεν
μαραίνονται
Κάθε τέτοια μέρα, ο Α. ξυπνάει με μια αίσθηση αβάσταχτου γήρατος. Οι άλλοι δεν ξέρουν μα για εκείνον μια ρυτίδα κάπου ανάμεσα στα μάτια λέει όλη την αλήθεια. Πως μαζί με τον Παύλο που περνάει και φέτος σαν πεθαμένη παρέλαση, μαζί με τα τραγούδια του, μια γενναία απόσταση μας αφήνει αμήχανους εμπρός στο παρελθόν. Και βέβαιους πάντα, πως στα τραγούδια του έχουμε αφήσει λίγη νιότη, σαν τα ξέφτια του χαρταετού που λέει πως κάποτε κάτω από τα σύρματα της πόλης έτρεξε ένα παιδί.
Κάθε τέτοια μέρα ο Α. λογαριάζει πού χάθηκαν οι φίλοι του, περνά από τα παλιά του στέκια μα δεν είναι κανείς. Παντού υπενθυμίσεις για την επέτειο από τον θάνατο του Παύλου και τα Χαυτεία γεμάτα σκιές. Σχεδιάζει να ξεφύγει από την κατάσταση που του υπογραμμίζει πως ο χρόνος περνά, μα είναι όλα μάταια. Ο Παύλος είναι παντού, στα ραδιόφωνα που παίζουν στην διαπασών, στις μπλούζες των παιδιών που διαφωνούν και για αυτό μπορούν και ερωτεύονται. Στην φιγούρα του παλιού ροκά που μοιάζει μια παράταιρη νότα στην σιλικονάτη νύχτα.
Θα τα καταφέρει. Τρυπώνει στους κινηματογράφους, πίνει βιαστικούς εσπρέσο, καπνίζει περπατώντας αργά, αγοράζει ξέφρενα δίσκους στα προϊστορικά δισκοπωλεία. Χαμογελάει στα κορίτσια που φορούν την πιο χειμωνιάτικη διάθεσή τους. Μια διαφήμιση ξαναφέρνει τα γάντια στην μόδα. Κοιτάζει τα χέρια του, τα βρίσκει αλλαγμένα, σαγκίνα που ξεθώριασε ή σκόνη από χρώμα. Δεν είναι δικά του, είναι τα χέρια ενός νεαρού που έχουν μπόλικη, κρυμμένη μνήμη. Στις άκρες στα δάχτυλα είναι γραμμένη όλη τους η ιστορία και τα γάντια της διαφήμισης δεν θα άφηναν το τραγούδι να ακουστεί.
Ώστε αυτό είναι. Το τραγούδι που έρχεται από το συνοικιακό μπαρ. Μέσα ο Γιώργος τριάντα και βάλε χρόνια να σερβίρει σκέτο ουίσκι και νερωμένο ούζο. Παλιά βινύλια, σκόνη στα φωτιστικά και τους καθρέφτες. Εκεί δεν θα τον βρει κανείς. Πλάι του ο Παύλος, με τραυματισμένο χέρι και μαύρα γυαλιά ηλίου. Η Κάθυ του άφησε μια ανάπηρη καρδιά, η Γιόλα τα πήρε όλα. Τώρα ο Παύλος παίζει ηλεκτρικά τραγούδια σε εφηβικά δωμάτια. Όμως απόψε είναι εδώ, πλάι του. Πόσο μεγάλωσες, του λέει συνωμοτικά. Και μήτε κουβέντα για τα γαμψά νύχια, τα μεγάλα δόντια, τα κατακόκκινα μάτια. Για το παραμύθι, κουβέντα. Σε ένα άλλο τραγούδι ένας άλλος στίχος λέει, νύχτα είναι θα περάσει.
Οι δυο τους αγκαλιάζονται. Ο Παύλος, αιώνια νέος σαν φανταστικό γιασεμί και εκείνος, με τα μαλλιά του χιονισμένα κάπως και μια ληγμένη εφηβεία 45 ετών.
Ξαφνική φασαρία. Όλα γαλάζια. Στενά, τοίχοι, καρδιές, χρόνια. Το όνειρο ράγισε. Ώστε είναι αλήθεια, πως κάθε μέρα, τέτοια ώρα παράδοξοι μεταφορείς με αρχαία κασκέτα συλλέγουν τον χρόνο μας σε δεμάτια και χάνονται στο βάθος του δρόμου.