Το δάσος γύρω μου γίνεται απροσπέλαστο, τα κλαδιά των δέντρων προσκυνούν το χώμα, σφραγίζουν κάθε δίοδο προς την κορυφή του βουνού. Εγώ είμαι ένα κοτσύφι δίχως φτερά, εγκλωβισμένο να ζει μέσα σε έναν χειμώνα δυνάστη. Άγριες μορφές ποδοπατούν την σκιά μου, και κατασπαράζουν τις νιφάδες χιονιού πριν εισέλθουν στο στόμα της γης. Μια γυναίκα ξεπροβάλλει μέσα από μια σπηλιά κι αρχίζει να φωτογραφίζει τα κοράκια που τσιμπολογούν ένα νεκρό ελάφι. Την πλησιάζω, με κοιτά μέσα από το αόρατο μαύρο πέπλο της. Την βαπτίζω《η γυναίκα με τα τρία μάτια》. Η όψη μου δεν της προκαλεί οίκτο έχει συνηθίσει να βλέπει τη ζωή αντίστροφα. Της μιλώ, της φωνάζω, τα λόγια μου ξεψυχισμένα βέλη ενός πρόωρου νεογνού μένουν στη γη, στο τέλος η γυναίκα γονατίζει και μαζεύει τις χλομές μου λέξεις.
<<Θέλω να με βοηθήσεις να πετάξω μακριά από τη ζωή μου>>.
<<Δεν είμαι θαυματοποιός, ζευγαρώνω ανθρώπους με ζώα, κι ύστερα αποτυπώνω τη γέννηση του θηρίου στο χαρτί>>.
<<Τότε ρίξε επάνω μου ένα φόρεμα λευκό και φωτογράφισέ με>>.
Τα χνάρια μου στο χιόνι μεταμορφώνονται σε κόκκινες κορδέλες και καρφιτσώνονται πάνω στο λευκό φόρεμα.
Ξυπνάω, στις χούφτες των χεριών μου έχουν φωλιάσει μαύρα ματωμένα πούπουλα. Δίπλα μου ο σύζυγος, ο θηριόμορφος χειμώνας. Σηκώνομαι και με βήμα μετέωρο βγαίνω από το δωμάτιο, το σκοτάδι περπατά δίπλα μου, τα γυμνά μου πόδια δέχονται ένα παγωμένο φιλί, διακρίνω μια κόκκινη κορδέλα να τυλίγεται γύρω τους. Χάνω την ισορροπία μου και πέφτω στο υγρό πάτωμα, η Laura Makabresku ξεκινά να με φωτογραφίζει, ενώ ο θηριόμορφος χειμώνας τσιμπολογά τα χείλη μου.
Η Ολυμπία Θεοδοσίου γεννήθηκε το 1982 στον Πειραιά. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την συγγραφή διηγημάτων και ποιημάτων αναζητώντας τις διαφορετικές εκδοχές του εαυτού της. Έχει συμμετάσχει στο συλλογικό έργο «Χωρίς Οξυγόνο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γράφημα.