Είναι κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Ρούχα που μυρίζουν ναφθαλίνη, ιδρώτα, κρασί. Κάπου-κάπου κάποια κολώνια. Κάτι αυγοκοφτό που άφησε την οσμή του στα μανίκια. Γιατί στριμώχνονται; Τι περιμένουν όλοι εδώ, αναρωτιέμαι. Τι γίνεται; Κάνει κρύο.
Δεν πρόλαβα να αποχαιρετήσω τις μουριές, να πάρω κάτι απ ́ την ζέστη των τετραδίων μου με τα τσακισμένα φύλλα, με πήραν βιαστικά. Με έντυσαν όπως- όπως με τα καλά μου.
Με σουλούπωσαν. Δύσκολο έργο. Εχω μακριά ίσια μαλλιά. Κόβουν στη μέση κάθε απόπειρα προέκτασης.
Θα πρέπει να είναι Κυριακή, η μεγάλη μέρα. Ετσι που με πήραν ξαφνικά, δεν πρόλαβα να τακτοποιήσω τον εαυτό μου που όπως-όπως κι αυτός σερνόταν κάτω από μανίκι μου. Παραμάσχαλα.
Με πήραν κρυφά από την μάνα υποψιάζομαι. Παραβίαση των ορίων. Ο χώρος που εκείνη οριοθετούσε ως «έμβιος» ήταν αυτός που ονομάζουμε στο σχέδιο, ο «αρνητικός» χώρος, ο «ρέστος». Εκείνος που υπάρχει χάρη στην ύπαρξη των άλλων. Οριοθετείται ανάμεσα στα περιγράμματά τους.
Είναι ο «μη-χώρος» ανάμεσα στις ανάσες των άλλων.
Α, ναι, τα όρια. Διαγράφονται με αλάτι, μελάνι και αίμα.
Κι έτσι έμαθα να ζω στη συνέχεια.
In limbo. Ανάμεσα στο κενό του συνθήματος και του παρασυνθήματος. Ανάμεσα κι εκτός.
Πέθαινα τις ώρες του μεσημεριού ανάμεσα στην ευφορία της τελευταίας μπουκιάς του φαγητού και του αναστεναγμού της ξεκούρασης. Την ώρα που άφηναν τις μάσκες τους στην κρεμάστρα μαζί με το πανωφόρι, στη ράχη της καρέκλας ή στο κομοδίνο με τα κλειδιά. Οι νοικοκύρηδες.
Κάπου μύριζε λάχανο, κάτι αυγοκοφτό. Η περηφάνια της νοικοκυράς. Αλλοτε με δίχτυ και μπιγκουτί, τώρα με άι-λάϊνερ και σμαρτφόουν. Η απελευθέρωση του λάιφ στάιλ.
Homo ludens. Ανεστραμμένο κι αυτό. Λαχεία. Στοιχήματα. Η λιανική και άλλα.
Παζάρια. Στο τραπέζι. Στις κρεβατοκάμαρες. Στους διαδρόμους. Στα πεζοδρόμια. Στα φανάρια των δρόμων. Στους φαγωμένους δρόμους. Άνθρωποι, σακούλες, έγγραφα. Υπηρεσίες. Σκάλες και όροφοι. «Κλιμακοστάσια», ανεβοκατεβάσματα, τσόκαρα και πρησμένα πόδια, βαμμένα νύχια ποδιών που γλύφουν σχεδόν τα μαυρισμένα μάρμαρα. Βρώμικα δάχτυλα. Υποκριτικά ζωντανά. Στις γωνίες τρέχουν υστερικά κατσαρίδες. Και λακ για τα μαλλιά. Αποσμητικά για μασχάλες. Τα κλιμακοστάσια είναι πολύ μοναχικοί χώροι. Σε ανεβάζουν στους ουρανούς σαν την σκάλα του Ιακώβ. Ανεβοκατεβάσματα. Άνοδοι, κάθοδοι, ηλεκτρολύτες. Συμβάντα.
Η βουή εντός κι εκτός.
Ετσι και τότε στην πλατεία. Η τελευταία Κυριακή! Η λακ, το δίχτυ των μαλλιών, το μακιγιάζ, το καπέλο, οι αγκράφες και τα άλλα βοηθήματα της ευτυχίας.
Κάτι αυγοκοφτό. Και χύμα κρασί.
Tα παλτά. Τα γιλέκα. Τα κοστούμια. Οι φούστες. Τα ταγιέρ. Τα παπούτσια, οι μπότες, η τσάντα. Τα αξεσουάρ μιας καθώς πρέπει συνενοχής. Τα ανθρωπάκια του Μαγκρίτ γεμίζουν ασφυκτικά την πλατεία.
Πετούν σοκολάτες.
Κάτι μαλακό. Κάτι γλυστερό. Κάτι σαν το δάχτυλο του ΕΤ.
Με διαπερνάει ένα κρύο. Είναι κρύες οι αγκαλιές των ανθρώπων. Διάτρητες.
Μπροστά μου και ψηλά το ξασμένο μαλλί της κυρά Τασίας, μετά από ώρες στα μπιγκουτί. Το διπλοσάγωνο και τα βαμμένα στόματα. Δόντια. Γέλια με δόντια. Και γλώσσες που πηγαινοέρχονται μέσα έξω. Οι φήμες. Οι ψίθυροι.
Σε αντίχηση.
Τα πνιχτά φωνήεντα της έξαρσης, τα στραγγαλισμένα σύμφωνα της συνενοχής.
Το «μοιράζειν» της αυταπάτης μας. Η περιρέουσα ατμόσφαιρα. Σούπα αυγοκοφτή. Οι διαπροσωπικές σχέσεις. Σχετικές.
Η σχετικότητα που διέπει το είναι μας.
Κοιτάζω ψηλά γιατί εκεί ψηλά κάτι συμβαίνει. Εκεί είναι η αρένα του θεάματος. Κι αυτό ανεστραμμένο. Εκεί ελευθερώνονται οι προσδοκίες σαν τα περιστέρια. Εκεί βόσκουν τα όνειρα στα πράσινα λιβάδια του σύμπαντος ως μόσχοι στον ήλιο. Εκεί τέμνονται οι ευθείες των διαγραμμάτων μας. Ο ουρανός με τους διάττοντες, ο Δίας χρυσή βροχή. Ο Θεός που γνέφει με το σαρδώνιο γέλιο του. Το μυστήριο της εξομολόγησης. Τα μυστήρια γενικά. Αυτά που δεν περιέχουν απαντήσεις.
Σαν τους καρπούς χωρίς κουκούτσι. Που καταπίνονται εύκολα.
Με συνοδεύει ένας κύριος. Φίλος της οικογένειας. Δάσκαλος. Δόντια, γλώσσες, γέλια. Και ανάμεσα στα χέρια μου κάτι που δεν είναι χέρι. Κάτι γλυστερό και μαλακό. Οι καμπαρντίνες με τα κουμπιά και τα καλά παπούτσια. Η θεία, οι γνωστοί, οι άγνωστοι, το πλήθος.
Ο συρφετός της πανδαισίας.
Λάθος. Δεν είναι διάττοντες. Κομφετί. Ο Θεός-καρνάβαλος. Οι σοκολάτες.
‘Ενας μικρός, απειροελάχιστος βιασμός. Μια ελάχιστη παραβίαση ορίων.
Κάπως έτσι ακούγεται και μια κραυγή στο σύμπαν. Ενα πνιχτό «αααα» ελάχιστα
μικρής εμβέλειας. Ένα λεπτό διάγραμμα στο σκότος.
Η Αλεξάνδρα Ζώη κατάγεται από την Πάτρα (1964) απ΄όπου έφυγε για τις Κάτω Χώρες το 1991 δύο χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών Rietveld («Γλώσσα και Εικόνα» 1997, Άμστερνταμ) όταν ακόμα δεν υπήρχε η ανάλογη κατεύθυνση εντός των εικαστικών σπουδών κάτι που αποτέλεσε συχνά σημείο τριβής και HKU (Τέχνη και Εκπαίδευση, 2006, Ουτρέχτη). Έκτοτε, περιπλανάται στον αχανή χώρο ανάμεσα στην τέχνη και τη γλώσσα εξερευνώντας εσωτερικές ή εξωτερικές, βατές ή άβατες όψεις του. Παλινδρομώντας ανάμεσα στα όρια αυτού του ζωτικού χώρου, έρχεται συχνά αντιμέτωπη με το αναπάντητο ερώτημα: «λέξη ή εικόνα;»