Ο Ντιέγκο Ριβέρα τυλιγμένος
σε γαλάζιο σύθαμπο
Φοβάμαι πως έχω χάσει πια το νου μου. Πώς αλλιώς να εξηγήσω όσα φοβερά μου συνέβησαν πριν από λίγες μέρες. Θα καταλάβετε πόσο δύσκολη περίσταση στάθηκε εκείνη η νύχτα, θα νιώσετε τον φόβο μου αν αφιερώσετε λίγο χρόνο σε αυτήν την ιστορία. Όπως καταλαβαίνετε, στο γαλάζιο μου στενό υπάρχει αρκετή μοναξιά και όσα παράξενα συνέβησαν δεν έχουν παρά μάρτυρά τους αποκλειστικό, εμένα τον ίδιο. Λυπάμαι που δεν μπορεί κανείς να επιβεβαιώσει την ιστορία μου, μα τότε θα ‘παυε να είναι παράδοξη και σε λίγο καιρό η μια μαρτυρία μετά την άλλη θα γέμιζαν με στοιχεία μυθολογικά την αφήγηση αυτών των γεγονότων, καταρρακώνοντας όλη την αλήθεια. Ίσως πάλι όσα πρόκειται να σας εξομολογηθώ να θεωρήσετε πως ανήκουν στην σφαίρα της φαντασίας, αφού δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να αποδειχθούν. Ωστόσο, πρέπει να λάβετε καλά υπόψη σας πως αν μισώ κάτι περισσότερο είναι το ψέμα και η αχαλίνωτη φαντασία, ειδικά αυτήν την τελευταία. Λογαριάζω πως ο αιώνας της λογικής θα τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες που έχουν απομείνει, μα ως τότε εκείνη η ιστορία θα μου προκαλεί την ίδια αμηχανία που μπορούν να εγείρουν τα όσια και τα αμαρτωλά. Δεν θυμάμαι ποιος πρωτοείπε αυτήν την σπουδαία αλήθεια μα πρόκειται για μια γνώμη με βαρύτητα, το δίχως άλλο.
Είχε νυχτώσει για τα καλά. Είχε πέσει μια γαλάζια ομίχλη παντού στο στενό μου. Είχε καλύψει μπαλκόνια, μαρκίζες, παρτέρια και την πλούσια, αστική χλωρίδα. Είμαι βέβαιος πως και εγώ ο ίδιος βρισκόμουν μες σε γαλάζια, ακίνητη θάλασσα. Βεβαίως, δεν είχα παράπονο. Την μοναξιά μου γέμιζαν με κάποιον τρόπο εκείνες οι ολόσωμες ζωγραφιές που είχαν φροντίσει να μισοτελειώσουν οι φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών που σε πείσμα της γενικής ασχήμιας, έχουν βαλθεί να ομορφύνουν τους δρόμους και τις γωνιές. Στ’απέναντί μου υπήρχε ζωγραφισμένο ένα αντίγραφο του άνδρα με το πλατύγυρο καπέλο του Ντιέγκο Ριβέρα. Και αλλού μπορούσες να αναγνωρίσεις την Αντζελίνα Μπελόφ, δουλεμένη από το αντίγραφο με πρόχειρες πινελιές που ωστόσο σε τίποτε δεν στοίχισαν στα γερμένα μάτια του πρωτοτύπου. Στα κλειστά παράθυρα του στενού είχαν φροντίσει να αφήσουν τοπιογραφίες, όπως ας πούμε το τοπίο του Τολέδο και μια νυχτερινή σκηνή από κάποια γειτονιά της Άβιλα. Μια γριά από την Βρετάνη κοιτούσε όλο επιφύλαξη από την καμάρα του θερμού, νεοκλασικού σπιτιού της ή μέσα από τα βάθη του κιαροσκούρου. Βάζω στοίχημα πως ποτέ της δεν είχε φανταστεί τέτοια πολυτέλεια, η ζωή είναι δύσκολη για τις ηλικιωμένες από την Βρετάνη που ψευτοδουλεύουν στο πλύσιμο και το σκούπισμα των δρόμων με αντίκρισμα μια φέτα προχθεσινό ψωμί. Μου αρέσει να φαντάζομαι πράγματα για την ζωή αυτών των πορτραίτων.
Μα εκείνος που μου κέντρισε το ενδιαφέρον, δίχως αμφιβολία, ήταν ένας κομψός, μαυροφορεμένος άνδρας που με μια κίνηση όλο εκλέπτυνση φοράει το καφέ, δερμάτινο γάντι του. Είναι καλοσχηματισμένος και στο φόντο του δουλεύει ακατάπαυστα ένας παλιός αιώνας. Στα πόδια του δανδή αναγράφει με καλλιγραφική γράμματα. Αντόλφο Μπεστ Μογκάρτ, τίποτε περισσότερο. Περισσότερο από το όνομά του μου αρέσουν οι πιέτες της καμπαρντίνας του, τα καλοχτενισμένα μαλλιά και το μπαστούνι του, τόσο λεπτό στο χρώμα του χρυσού ή της σκουριάς, είναι σχεδόν απαράλλαχτη η διαφορά, για φανταστείτε. Ακόμη μου αρέσει το κεραμιδί κιγκλίδωμα της γέφυρας. Από εκεί λίγο νωρίτερα ο Αδόλφος έριξε μια δυστυχισμένη, όλο αποστροφή ματιά στην πόλη που καπνίζει τα ολοκαίνουρια, βιομηχανικά της τσιγάρα, παραδομένη στο κέρδος και την ανεξέλεγκτη επέκταση των σιδηροδρόμων.
Θα είχε περάσει κάμποση ώρα που προσπαθούσα να συμπεράνω τι τάχα να συνέβαινε στην ζωή εκείνου του σικ νεαρού άνδρα. Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω πολύ. Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν ο Αδόλφος Μπεστ Μογκάρτ εξήλθε της θεωρητικής του κορνίζας. Περπάτησε μερικά βήματα προς το μέρος μου, δίχως να ρίξει ούτε μια ματιά στην πόλη που κρατιόταν από το φουστάνι της νύχτας. Μόνο σαν με πλησίασε, έδειξα προς στιγμήν μια πρόθεση φόβου μα έπειτα σκέφτηκα πως πρόκειται για όνειρο αφού οι ζωγραφιές δεν ζωντάνεψαν ποτέ όσο και αν προσπάθησαν οι μεγάλοι Δάσκαλοι και η βυζαντινή Αναγέννηση. Ο νεαρός πλησίασε και στάθηκε κάτω από τον δειλό, δημοτικό φωτισμό.
«Επιτρέψτε μου να σας συστηθώ. Αδόλφος Μπεστ Μογκάρτ, ζωγράφος. Μεξικό. Θα έχετε ακούσει για μένα υποθέτω. Η σκούφια μου κρατάει από παλιά γενιά ζωγράφων, αλλιώς δεν εξηγείται διαφορετικά η ομοιότης μου με τον Γιαν Σιξ. Γέρνουμε με τον ίδιο τρόπο το κεφάλι, φορούμε το γάντι, ακριβώς με τον τρόπο που μας υπέδειξε ο Ρέμπραντ. Τον γνωρίζετε;»
Εγώ σάστισα. Και ακόμη και να γνώριζα τον Ρέμπραντ δεν θα μπορούσα να ξεστομίσω λέξη. Η σιωπή μου εκλήφθηκε ως δικαίωμα από τον ζωγραφισμένο δανδή. «Κουβαλώ πάντα αυτήν την πόλη. Βλέπετε, δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από την δική σας. Ξέφρενοι τροχοί, σπουδαία κτίρια, σιδηρόδρομοι, τα φουγάρα που δουλεύουν ακατάπαυστα, λιώνοντας το σίδερο σε αχαλίνωτες θερμοκρασίες. Μα εκείνο που με διαφοροποιεί από τον συρμό που τρέχει και προχωρεί κοπαδιαστά, εκεί έξω, είναι όσα αποκαλύπτει το πρόσωπό μου. Πάει να πει, πως στο ύφος μου, καθώς λένε μπορεί κανείς να δώσει αξία στην λεγόμενη λειτουργία της ψυχής. Στα χαρακτηριστικά μου μπορεί κανείς να διακρίνει μια ιδέα ζεστασιά, την ίδια την ανάγκη, την μοναξιά και την μελαγχολία της που είναι υπόθεση του χρόνου. Με άλλα λόγια τόσο ο πρόγονός μου, εκείνος ο Γιαν Σιξ του Ρέμπραντ, όσο και εγώ του εξωτικού Ντιέγκο Ριβέρα αφήνουμε μισάνοιχτη την πόρτα της καρδιάς μας. Χρωστώ την ζωή μου στους μεγάλους Δασκάλους. Μα θαρρώ πως πρέπει να επιστρέψω στην καμάρα μου. Όσο για τα χρώματά μου, μπορώ να σας πω πως είμαι υπερήφανος μονάχα για το καφέ μου γάντι που το φορώ με τόση χάρη όπως αυτός ο Γιαν Σιξ τόσους αιώνες πριν από εμένα».
Ακόμη σκέφτομαι τι θα μπορούσα να είχε πει σε εκείνη την περίσταση. Μα έπειτα συλλογίζομαι πως η φιγούρα του Αδόλφου έμοιαζε σε εκείνες των μυθιστορηματικών ηρώων ή πάλι θύμιζε σε μοναξιά τον ήρωα του Χαμένου Χρόνου. Το επόμενο πρωινό φάνηκαν πάλι οι φοιτητές. Ζωντάνεψαν τα χρώματα και έκαναν μια δυο διορθώσεις στην κυρία Μπέλοφ που είχε χάσει το σχήμα του προσώπου της λόγω της υγρής και ακατάλληλης επιφάνειας. Πόσα φρέσκο δεν χάθηκαν με αυτόν τον τρόπο στο Μιλάνο μα και αλλού.
Ένας από όλους τους μαθητές πλησίασε την προσωπογραφία του Αδόλφου. Δεν έκανε καμιά διόρθωση. Μονάχα συμπλήρωσε στα πόδια του δανδή που έρχεται από το μέλλον μια φράση κάπως παλαμική. Έγραψε, «τάχα ο χαμός μας δεν είναι που μένουμε;» καθώς στο φόντο η ανθρωπότητα κατασπαράζει μέσα υλικά και ανθρώπους και όλα μαζί πυκνώνουν στην αινιγματική έκφραση του Μογκάρτ. Σκέφτηκα, όπως η ελαστικότητα και η έκφραση των λέξεων στα χέρια του ποιητή, δοκιμάζει πρωτοφανέρωτες αισθήσεις, έτσι και η πραγματικότητα του καιρού του καθρεφτίζεται στο πρόσωπο του Μογκάρτ μαζί με μια ιδέα ανθρωπιάς στην έκφραση και με τους φωτισμούς της μέσα βλέψης αναμμένους.
Ο σπουδαστής συμπλήρωσε ακόμη κάτι και χάθηκε, νέος ακόμη, δίχως ρίζες μα με φτερά αγγέλου καρφωμένα στην τέχνη του. Έγραψε με γράμματα σχηματοποιημένα πρώτα μες στα σπλάχνα του, Ντιέγκο Ριβέρα, 8 Δεκέμβρη 1886, 24 του Νοέμβρη του 1957. Μέξικο Σίτυ. Και ευθύς η πόλη βρήκε ένα όνομα και ο Αδόλφος τον μεγάλο του Δάσκαλο που τρυφερά και δυναμικά, ως το τέλος της καριέρας του, αναπαλαιώνει την ιστορία της πατρίδας του με ορμή και μακαριότητα. Πρόκειται για μια πολιτεία σχεδιασμένη από τον καινούριο αιώνα. Κρατά από την μαστοριά του Ρέμπραντ που αναπαριστά την αλήθεια δίχως τίποτε το πλαστικό.
Φανταστείτε πόσο μου στοίχισε αυτή η ιστορία που ακόμη και τώρα, αποφεύγω να αναλογιστώ αν πρόκειται για βίωμα αληθινό ή για μια συμφωνική αναπαράσταση του καινούριου αιώνα που μεγαλώνει εντός μου. Περισσότερο θαρρώ με πλήγωσε ο Μογκάρτ που χάθηκε μες στο πορτραίτο του, καταπίνοντας την φιγούρα του, παίρνοντας μαζί του αυτές τις λιγοστές κουβέντες που τόσο γλαφυρά ευεργέτησαν μια φορά και έναν καιρό το γαλάζιο μου στενό.
*Στο κείμενο γίνεται αναφορά στα έργα του Ντιέγκο Ριβέρα με τίτλους: «Πορτραίτο Γυναίκας από την Βρετάνη», «Πορτραίτο της Αντζελίνας Μπέλοφ», «Νυχτερινή Σκηνή στην Άβιλα» & «Αδόλφος Μπεστ Μογκάρτ». Αυτό το τελευταίο έργο στέκει αφορμή για την πιο πάνω ιστορία.