Παράξενη αντάμωση
Φαίνεται πως πετάχτηκα από τη μάχη έξω,
σ’ απόκρυφο τούνελ βρέθηκα, βαθύ, σκαμμένο από αρχέγονους
τιτάνιους πολέμους κι ανάμεσα σ’ αψίδες και όγκους γρανιτών.
Αραδιασμένοι στοιβαχτά βογκούσαν κοιμισμένοι,
σε σκέψεις βυθισμένοι, τόσο πολύ, που έμοιαζαν νεκροί.
Μετά, καθώς παρατηρούσα, ξάφνου πετάχτηκε ένας
κι έμοιαζε να με ξέρει. Οικτρά τότε με κοίταξε με παγωμένο βλέμμα
και χέρια σηκωμένα καθώς στην προσευχή…
Μες στο χαμόγελό του είδα όλο το σκοτάδι·
απ’ το νεκρό χαμόγελο κατάλαβα, πως ήμαστε στον Άδη.
Έμοιαζε αυτό το φάντασμα με φόβο ποτισμένο
κι ωστόσο από την πάνω γη το αίμα εκεί δεν έφτανε,
μήτε η κλαγγή των όπλων, ούτ’ ο ξερός βήχας των κανονιών.
«Παράξενέ μου φίλε,» είπα εγώ, «κανένας, δεν υπάρχει εδώ, λόγος για να πενθείς».
«Κανένας…» είπε αυτός, «πέρα απ’ τα χρόνια τ’ άληκτα και την απελπισία…
Όλα τα όνειρά σου, τα είχα μια φορά κι εγώ.
Κάποτε αγάπησα τρελλά του κόσμου την πιο άγρια κι ατίθαση ομορφιά,
που δεν θρονιάζει ήρεμα μέσα σε κάποια μάτια ή σε όμορφα μαλλιά,
παρά χλευάζει το άφευκτο, αδυσώπητο πέρασμα των ωρών
κι όταν θρηνεί ακόμα, καλλιά από δω θρηνεί.
Κι ενώ η χαρά μου έπρεπε χαρά να δώσει σ’ άλλους,
αυτό που πίσω άφησα είν’ ένα μοιρολόι, το οποίο τώρα πια
θα πρέπει να σβηστεί. Την αλήθεια –εννοώ– που ποτέ δεν ξεστόμισα,
το κρίμα του πολέμου, αυτό το απόσταγμα θανάτου…
Τώρα οι άνθρωποι, πάνω στα ερείπια τα δικά μας είτε θα ησυχάσουν πια
είτε θα συνεχίσουν έτσι θυμωμένοι, μανιακοί, μέχρις να διαλυθούν.
Πάλι θ’ αναπτερώσουν το ηθικό τους, να γίνουν ήρωες θα θέλουν! –
κανείς απ’ τη γραμμή έξω δεν θα βγαίνει, κι έτσι ο κόσμος πίσω θα πηγαίνει…
Είχα θάρρος κι εγώ, και μαγεία!
Είχα φρόνηση, κι εξουσία –
διάλεξα λάθος πλευρά κι είδα τον κόσμο να χάνεται,..
μέσα σε μάταια οχυρά, μα γυμνός στην ουσία.
Κι άμα απ’ το αίμα θα βάραιναν, κάποτε, τ’ άρματα του θανάτου,
θ’ ανέβαινα εγώ, να τα ξεπλύνω με νερό από καθάριες πηγές
και μ’ αλήθειες βαθιές κι αναλλοίωτες.
Σπάταλα θα ξόδευα την ψυχή μου,
μα όχι ως φόρο στον πόλεμο, όχι σε πληγές.
Ανθρώπινα μέτωπα, αλάβωτα και όμως ματωμένα…
»Ο εχθρός που σκότωσες, φίλε μου – αυτός είμαι.
Σε αναγνώρισα μες στο σκοτάδι: κι εχθές με βλέμμα σκοτεινό
με διαπερνούσες, καθώς άγρια με χτυπούσες και με σκότωνες.
Αντιστάθηκα… μα κουρασμένα ήταν τα χέρια μου και κρύα.
Έλα, ας κοιμηθούμε τώρα»…
Strange MeetingIt seemed that out of battle I escaped Yet also there encumbered sleepers groaned, With a thousand fears that vision’s face was grained; Then, when much blood had clogged their chariot-wheels, “I am the enemy you killed, my friend.
|
Dulce et Decorum Est1
Τσακισμένοι στα δυο, σαν παλιοζητιάνοι κάτω από σακιά,
σωματικά διαλυμένοι, βήχοντας σαν παλιόγριες, βλαστημώντας μες
στη λασπουριά· ώσπου στις εμμονές και στα ξεσπάσματα μέσα,
αλλάξαμε γνώμη, κι αρχίσαμε να σερνόμαστε πίσω –για λίγη ξεκούραση–
που ’μοιαζε να ’ναι τόσο μακριά…
Άντρες που βάδισαν σχεδόν κοιμισμένοι. Πολλοί απ’ αυτούς χωρίς άρβυλα πια,
αιμόφυρτοι κούτσαιναν προχωρώντας μπροστά. Όλοι
σακατεμένοι· όλοι τυφλοί· πλήρως εξαντλημένοι – ούτε τις εκρήξεις
δεν άκουγαν πια, απ’ τις οβίδες που πίσω τους έπεφταν και που ’χαν περάσει.
Χημικά! ΧΗΜΙΚΑ! Γρήγορα, παιδιά! –ένα πανδαιμόνιο μόχθου–
Φορέσαμε τις μάσκες αερίου την τελευταία στιγμή, όπως όπως·
μα ένας ούρλιαζε ακόμα,.. πέφτοντας,.. σπαρταρώντας καθώς κάποιος
που καίγεται μες στη φωτιά…
Θολός ήταν, μέσ’ απ’ τα θαμπά τζάμια και τ’ άρρωστο πράσινο φως –
σαν μέσα σε μια πράσινη θάλασσα, τον είδα που πνιγόταν.
Σ’ όλα τα όνειρά μου –μπροστά σ’ ό,τι ανήμπορος βλέπω από τότε–
αυτός βυθίζεται μπρος μου, φραγμένος στη λάσπη, να πνίγεται, ν’ ασφυκτιά.
Αν σε κάποιον εφιάλτη, μπορούσες να βρεθείς κι εσύ εκεί
να κρυφοκοιτάς –πίσω απ’ την καρότσα στην οποία τον πετάξαμε–
το κρεμασμένο του πρόσωπο, σαν ενός δαίμονα που το κακό πι’ αποστέργει·
αν μπορούσες ν’ ακούσεις, σε κάθε σπασμό του, το αίμα του να φουρφουλίζει
απ’ τ’ αφρισμένα, διαλυμένα πνευμόνια του, αισχρό σαν καρκίνος, πικρό,
σιχαμένο σαν εμετός – μια πληγή ανίατη μες στ’ αθώο του στόμα·
τότε, φίλε μου, δεν θα ξεστόμιζες με τόση περήφανη ζέση,
σε παιδιά που διψούν στην Ιστορία να βρουν θέση
και να γίνουν ζητούν ηρωισμών σημαιοφόροι,
το παμπάλαιο Ψέμα: Dulce et decorum est
pro patria mori.
1.Πρόκειται για στίχο από το ποίημα «Ωδές» του Ρωμαίου ποιητή Οράτιου, III,ii,13 (Ωραίο κι ευγενές είναι να πεθαίνει κανείς για την πατρίδα)
Dulce et Decorum EstBent double, like old beggars under sacks, Gas! GAS! Quick, boys!—An ecstasy of fumbling In all my dreams before my helpless sight, If in some smothering dreams, you too could pace |
* Τα παραπάνω ποιήματα είναι από την συλλογή «Βρετανοί Ποιητές του Μεγάλου Πολέμου» (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2018), την οποία ανθολόγησε, μετέφρασε και επιμελήθηκε ο Στράτος Κιαπίδης.
* Ετοιμάζεται και θα κυκλοφορήσει στα επόμενα χρόνια νέα αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση των «Βρετανών Ποιητών του Μεγάλου Πολέμου» από το «Βιβλιοποιείο–Εκδόσεις Φεγγίτης».