Η Ελευσίνα σε τρεις παράξενες, ιστορικές διαστάσεις
Τον χειμώνα παγώνει. Τα μαύρα χρόνια της Κατοχής ήταν μάλιστα που το κρύο διέλυσε το περιβόητο μπλόκο. Έκτοτε η Ελευσίνα πέρασε στην σφαίρα της βιομηχανικής επανάστασης. Το εργοστάσιο του Τιτάνα παράγει πια τα αναγκαία υλικά. Οι δρόμοι φαρδαίνουν, παντού στα οικόπεδα της πόλης σηκώνονται πολυκατοικίες σε έναν αμήχανο αντικατοπτρισμό της αθηναϊκής ασχήμιας, επόμενο στάδιο του ψυχρού νεοκλασικισμού. Ο συνοικισμός κρατιέται ακόμη. Εκτείνεται παράλληλα με τον σιδηρόδρομο. Αρχαίοι φοίνικες και χαμηλά κτερίσματα, αρχοντιά και εγκατάλειψη χαράζουν μια βαθιά ρυτίδα στο σώμα της πόλης. Τα εργοστάσια δουλεύουν πυρετωδώς, καταπίνουν ασβέστες, μάντρες, ψηφίδες της παλιάς ζωής. Από κάτω ξεθάβουν νεκρούς, πιθανά κάποιον από τους Επτά επί Θήβας. Και έναν καθρέφτη που αφηγείται σιωπηρά όσα διασώζει ο φακός του Φίλιππου Κουτσαφτή, δημιουργός του εμβληματικού ντοκιμαντέρ «Αγέλαστος Πέτρα». Ακολουθούν οι ελληνιστικοί χρόνοι και ως απάνω, τελευταίο στρώμα ζωής, η Ελευσίνα ντυμένη την καμιζόλα της να περνάει κάτω από τον ίσκιο του Αισχύλου. Η πόλη ανασαίνει στα καφενεία, στο λιμάνι, στα προάστια επί της Ιεράς Οδού με τις ατέλειωτες μαρκίζες των εταιρειών πετρελαίου που η εποχή μας απέδειξε πως δεν μπορούν να κρατήσουν όρθιο τον κόσμο. Οι επόμενες χιλιετίες κλείνουν το μάτι στην πόλη των Μυστηρίων. Της ψιθυρίζουν γεφυρισμούς, ανάρια λόγια δίχως ειρμό για τον καιρό μας που εγκατέλειψε τους κόλπους της φαντασίας, φτιάχνοντας μικρές θεές της λογικής, εδώ και εκεί.
Αντί για βωμούς η πόλη διαθέτει τυφλά σημεία, χώρους όπου κάποτε έσκυψαν άγνωστοι μύστες. Είναι ο τόπος μου η Ελευσίνα, που εκτείνεται από την μητέρα μου ως εμένα, μια φλέβα ανθεκτική. Πρόκειται να γίνει πολιτιστική πρωτεύουσα της χρονιάς που φθάνει ερήμην μας. Φαντάζομαι πως ένα σωρό εργοτάξια θα έχουν ξεπηδήσει ως τώρα στο κέντρο της πόλης. Αυτοσχέδια θέατρα, εκθέσεις φωτογραφίας που μαρτυρούν την ραγδαία εκβιομηχάνιση της Ελευσίνας, θυσία στον βωμό της ελληνικής προοπτικής. Τα διυλιστήρια ανάβουν ένα κερί πάνω από την Ελευσίνα, θαρρείς και προσεύχονται για το καλό της. Μα η πόλη είναι κιόλας νεκρή, έχοντας διασώσει τα τιμαλφή της σε παλιές διαδρομές και ναούς πάνω στα ερείπια ναών του Απόλλωνος. Η πόλη είναι η νεκρή κόρη με το παγωμένο βλέμμα που έχει ταξιδέψει σε όλα τα μητροπολιτικά μουσεία και τούτη την χρονιά αναμένεται να βρει λίγη από την δόξα της. Η πόλη είναι οι άνθρωποι μας, στις αιώνιες ποδηλατάδες που στρίβουν στην οδό Ηφαίστου και χάνονται κάτω από τον ίσκιο της Πυρκάλ.
Η Ελευσίνα είναι η καλύτερη κριτική στον αστικό τρόπο ζωής που μας δίδαξε ο παλιός κιόλας αιώνας. Μες στην σαρκοφάγο της δεν προσμένει πως οι Ευρωπαίοι που θα πατήσουν στα χώματα της θα σεβαστούν την ανορθόγραφη, σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ήσυχη σιωπηλή θα υποδεχτεί τους ηθοποιούς και τους μουσικούς μαζί με τόνους ντόπιας ιστορίας.
Μα δεν θα ειπωθεί κουβέντα για τους πιστολαδόρους, για τους Πολυνείκηδες και τους Ετεοκλήδες που γεμίζουν και κατασπαράζουν μια ολόκληρη οροσειρά. Κουβέντα για την Ελευσίνα με τα ερείπια της που γερνά και γίνεται σοφότερη καθισμένη γαλήνια απέναντι από το παλιό εργοστάσιο Κρόνος. Μήτε για τον αποσυνάγωγο Παναγιώτη Φαρμάκη που διασώζει σαρκοφάγους και σφραγιδόλιθους από το τρομερό καμίνι στο φιλμ του κυρίου Κουτσαφτή. Δεν θα μπορούσα να το αποφύγω μα στο νου μου έρχεται ο μύθος του τρελού, μισητού πατέρα που καταπίνει τα παιδιά του. Την Ελευσίνα την λησμονήσαμε όπως αυτά που μισούμε ή λογαριάζουμε για άσχημα. Και έτσι την τιμωρήσαμε αθέλητα, απερίσκεπτα.
Το έσχατο έπιπλο της πόλης είναι ο εθνικός δρόμος. Από εδώ και πέρα πλαταίνει σαν ποταμός και αφήνει στο περιθώριο την πόλη. Το έσχατο έπιπλο της Ελευσίνας είναι τα μυστήριά της. Το αλλοτινό της όνομα θα μπορούσε να είναι πικρή Δήμητρα, κάτι σαν μαραμένη αγγελική σε παρτέρια, που πνίγει βωμούς και μνήμες. Η κόρη της Ελευσίνας που γελά με τρόπο, είναι η ίδια η Ελευσίνα.
Έπειτα οι διαστάσεις αποκαταστάθηκαν και το τοπίο γίνηκε πιο γνώριμο. Ήταν το γαλάζιο μου στενό, Τι τάχα στέκεται γερά σε αυτόν τον κόσμο; Μήτε η Ελευσίνα θα το μπορούσε, ψέλλισα και επιδόθηκα στην τέχνη της παρατήρησης, καθώς ένα κορίτσι είκοσι Μαΐων ή και λιγότερο, αναβίωνε εκεί, εμπρός στα μάτια του, την σαγήνη της Κόρης.
Απόστολος Θηβαίος