«…Έλυσε τις πόρπες της
και κοιταχτήκανε
με όλο τον πόθο
αυτού εδώ του κόσμου.
Οι άλλοι περνούσαν
με τραγούδια και θάρρος
και ας ήταν
εκείνη η δαγκωματιά
που τους άρπαζε το στήθος.
Μες στην ερημιά την μνημειώδη
την πάντα βυθισμένη
σε γαλάζιο σύθαμπο
παραδέχτηκε
για τώρα και για πάντα,
«Κανείς, κανείς άλλος».
Και η καρδιά της, Θεέ μου,
πώς κλονιζόταν,
πώς έτρεμε σαν φως απόμακρο
που συναντάς στις απόμακρες
τις εξοχές..»
«Κανείς, κανείς άλλος».
*[Η Διαβεβαίωση]
Όλα συνέβησαν κάποιο καλοκαίρι. Οι φίλοι σκορπισμένοι στην αμμουδιά τριγύρω, σαν άνθη αδέσποτα, της αρμύρας και της αιωνιότητας γεννήματα. Πάνω από τους ανθρώπους και τα πράγματα, το φιλντισένιο, μισό φεγγάρι με την παιδική του ηλικία ακόμη ανέγγιχτη.
Εμπρός ανάσαινε και σώπαινε η θάλασσα της Σαλαμίνας. Μια θάλασσα παλαμική, γιομάτη λυρισμό και πλάσματα βυθισμένα. Στο καρνάγιο, λίγο πιο πέρα φέγγει το αδύναμο φως. Ένα καράβι γεννιέται, σε λίγες μέρες θα περάσει εμπρός μας με το ασβεστωμένο του όνομα. Ένα ολοκαίνουριο σκαρί όπως ποτέ δεν θα γίνει ξανά η ζωή μας. Ποιος θα μπορούσε να κριτικάρει εκείνη την νυχτιά εμπρός από την θάλασσα της Σαλαμίνας, ποιος θα μπορούσε να προσθέσει περισσότερη τρυφεράδα σε εκείνο το τοπίο, στην προοπτική του που αρμενίζει δυο χιλιάδες χρόνια, ποιος;
«Κανείς, κανείς άλλος», του είπε με σβησμένη φωνή, νικημένη από έρωτα και πεθυμιά. Και δέθηκαν με τα χέρια και τις καρδιές τους έτσι που οι ζωές τους ποτέ ξανά να μην σταθούν χωρισμένες. «Κανείς, κανείς άλλος», και τραγουδούσανε οι σκιές και τα άλλα τα πλάσματα που συνωστίζονταν μες στην άπειρη έκταση της βραδιάς.
Η ώρα πέρασε και δεν είχαν τίποτε άλλο να πουν. Μονάχα κοιτάζονταν και γνωρίζονταν βαθιά, έτσι που αν τάχα ποτέ ανταμώσουν σε μια άλλη βιογραφία, ευθύς να αναγνωρίσουνε τα σημάδια. Τα χείλη, τις γεύσεις, το άγγιγμα, την λεπτομέρεια μες στην πυκνή βλάστηση του τοξωτού φρυδιού, το πώς και το γιατί, του σώματος τις στάσεις, το φέρσιμο που δεν διαθέτει λόγια, μονάχα σώμα. «Κανείς, κανείς άλλος» ψιθύριζαν και εκεί στ’ανάμεσά τους γεννιότανε μια άλλη τέχνη, που όμοιά της δεν θα βρεις ποτέ στην φύση και την φαντασία. Δεν είχε τίποτε το τωρινό εκείνος ο έρωτας, μονάχα αρχαίες λέξεις, ορολογίες του έρωτα. Μονάχα η θάλασσα της Σαλαμίνας με τα ωραία φαντάσματα που αποκαλύπτονται στους λίγους και τους ερωτευμένους, μόνον αυτό.
Μα πώς χάθηκαν όλα εκείνα, ποιος χάλασε την ζωγραφιά της ζωής, κανείς δεν το ξέρει. Μόνον τα καράβια θυμάται ο καθένας μονάχος του, σαν φέρνει στο νου του εκείνο τον έρωτα, τα χρόνια εκείνα, τα θυελλώδη. Όλα εκείνα κρίθηκαν πια, τελειωτικά και αμετάκλητα. Ήταν στον αποχαιρετισμό που λίγο σαν να δάκρυσαν οι δυο τους, σεμνοί και απέριττοι πάντα, τόσο νέοι. Και στο φόντο η πιετά, η μητέρα της θλίψης να τους χαϊδεύει το προσκέφαλο. Πώς χάθηκαν λοιπόν όλα εκείνα; Η κοιλιά του κόσμου τους κατάπιε και η υπερούσια ιδέα, η τόσο μεγάλη κατέστρεψε για πάντα εκείνη την γενναία αγάπη.
Όχι, με την σιωπή τιμωρούμε όσα δεν αγαπάμε.
Θα’ταν χαράματα που η θάλασσα της Σαλαμίνας ζωντάνεψε. Θα έφταιγε εκείνο το ξαφνικό μαϊστράλι, ίσως, ποιος το ξέρει; Να ‘ταν άραγε τ’ αποτέλεσμα των ανέμων που άφησαν ελεύθερους οι σύντροφοι ; Κανείς δεν θα το πει.
Αυτό που μένει είναι το κύμα που βρέχει τα πόδια μου, η θάλασσα της Σαλαμίνας που με την παλίρροια του ονείρου έφθασε ως μες στην καρδιά του γαλάζιου μου στενού.
Έτσι γαλάζια είχε τα μάτια της και εκείνη, την έλεγαν Αλκμήνη. Και εκείνος; Εκείνος ήταν ο Πήγασος που έπεσε μαχόμενος υπέρ πατρίδος στις φοβερές εκείνες στιγμές που η θάλασσα της Σαλαμίνας μετεβλήθη από ρομάντζο σε άγριο αίμα. Αυτό ήταν όλο. Και τώρα ποιος το θυμάται, ποιος το ξέρει πως ετούτη η θάλασσα με τα σπαρμένα φώτα και με τα γκαζάδικα στάθηκε κάποτε βωμός και μυστήριο και τοπίο ερωτικό της ύστατης απώλειας. Για την Αλκμήνη και τον Πήγασο που γίνηκαν βορά σε εκείνο το ανυπολόγιστα ισχυρό της υπόθεσης χρόνος, ας πιούμε, λοιπόν απόψε.
Απόστολος Θηβαίος