Κανείς δεν την πρόσεξε που σκαρφάλωνε τα τριημιτόνια της νύχτας. Μονάχα, χρόνια μετά, όταν πια είχε εμπεδωθεί η χαλασμένη μουσική, όλοι είπαν πως μια στραβή νότα ευθύνεται για τούτο το στενό που είναι γαλάζιο, για την καρδιά μου που είναι μισή.
Η ορχήστρα πήρε την θέση της. Ποτέ ξανά μες στο γαλάζιο μου στενό δεν φάνηκε μια τέτοια ορχήστρα. Με βιόλες, πνευστά και κάτι μεγάλα τύμπανα που βολεύονταν ανάμεσα σε μουσικούς και αναλόγια και παρτιτούρες. Οι εκτελεστές, άνθρωποι χελιδόνια με κατάμαυρες, ντεμοντέ ρεντικότες, πήραν τις θέσεις τους. Ο μαέστρος με ύφος σοβαρό και πένθιμο ανέβηκε στο μικρό έδρανο, έτσι που να διατηρεί ανεμπόδιστη την οπτική του επαφή με τους μουσικούς. Τριγύρω έπεσε μια σιωπή, όπως σπίτια κλειστά. Και τα ζευγάρια και οι περαστικοί και οι κάλπικοι ετούτης της πολιτείας στάθηκαν εδώ και εκεί. Κατέκλυσαν τα παρτέρια και τα παγκάκια, έσφιξαν τα χέρια τους και είπαν με τον τρόπο τους στην μουσική να έρθει.
Το κονσέρτο αρχίνισε. Μα ήταν εκείνη ακριβώς την στιγμή όταν μια από τις χορδές του κόσμου έσπασε. Δεν συμβαίνει πρώτη φορά, μην πιστέψετε κάτι τέτοιο. Κάθε φορά που φυσούν τα μαϊστράλια και κάθε φορά που ένας ποιητής διδάσκεται την τέχνη της αγάπης και της ομοιοκαταληξίας, αυτή η ίδια χορδή, χίλιες φορές σπάζει.
Ο μαέστρος έδωσε το σύνθημα. Πρώτα μπήκαν τα πνευστά με ένα μακρόσυρτο λα που πλημμύρισε τους θαμώνες με σπαραχτικά συναισθήματα. Έπειτα τα κρουστά, αργά και σταθερά, σαν να πρόκειται για την καρδιά του κόσμου που βρίσκει ξανά τον ρυθμό της. Άραγε να γίνεται; Κανείς δεν θα το πει.
Η φωνή της σοπράνο από την άλλη άκρη του στενού που βάδιζε μοιραία, ξέμπλεξε μια και καλή το κουβάρι με τα άστρα που είχε μπλεχτεί μες στα χέρια μου. Μια μικρή κραυγή γεμάτη φωνήεντα έσκισε τον αέρα του γαλάζιου μου στενού και από παντού μύρισε καλοκαίρι, χρόνια ευτυχισμένα και απροσδόκητα. Οι ερωτευμένοι έσφιξαν τα χέρια τους, ένας δυο μοναχικοί χαρακτήρες πέρασαν προς την πλευρά της αιωνιότητας και από τότε αγνοούνται. Και εγώ στάθηκα εκεί, χαμένος σε μια θάλασσα, με δίχως στεριά. Μόνον η μουσική ακουγόταν και το βογκητό του κόσμου που όλο κάτι καλύτερο πάει να γίνει μα δεν το κατορθώνει ποτέ.
Ο μαέστρος τιναζόταν πια νευρικά, απευθυνόμενος στις ομάδες των μουσικών οργάνων που φλέγονταν ετούτη την ώρα. Ξάφνου η μουσική σταμάτησε και η λυρική φλόγα που όλα τα κατέκαψε έσβησε και πάει. Μια νότα, λέει, μια μικρή και ολομόναχη νότα, κάπως στραβή και αδέξια χτύπησε στο ηχείο της πόλης και ξεστράτισε για πάντα. Ο μαέστρος έριξε στον νεαρό μια βλοσυρή ματιά και όλοι πιστέψαμε πως κάτι σοβαρό και ανεπανόρθωτο γίνηκε εκεί, στα μάτια μας εμπρός. Μα εκείνος ο νεαρός μουσικός, δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Και με την βιόλα του φορτωμένος ελίχθηκε μέσα από τα μέλη της ορχήστρας, όσο ο μαέστρος ούρλιαζε και απαιτούσε σεβασμό. Όλα ήταν πια μια ανάμνηση θολή όπως η ζωή πιο πέρα από τις βροχές και τις αναμνήσεις. Ποιο χρυσάφι αστραφτερό, ποια πόλη και ποιος ποταμός απονήρευτος τον πήρε μαζί του; Κανείς δεν θα το πει.
Η ορχήστρα τα μάζεψε και χάθηκε απογοητευμένη. Ο μαέστρος πέρασε στ’απέναντι πεζοδρόμιο και πήρε να καταστρέφεται σε έξι δάχτυλα ουίσκι. Και ο νεαρός μουσικός, με την στραβή του νότα και την χαλασμένη του σημασία ξεχάστηκε όπως οι εποχές. Μονάχα πριν από χρόνια άκουσα την ίδια χαλασμένη σονάτα να ακούγεται σε κάποια γωνιά του γαλάζιου μου στενού. Μια νότα στραβή, ξαστοχισμένη και ένας ίσκιος διαβατάρικος είναι τα μόνα που θυμάμαι από εκείνη την παγερή σκηνή.
Η μουσική άνηκε στην Παραστρατημένη του Τζουζέπε Βέρντι. Σκέφτηκα πως ένα τέτοιο επίθετο ταιριάζει γάντι στην στραβή, αδέσποτη νότα εκείνου του νεαρού μουσικού που όλο γερνά, σαν τον έφηβο χρόνο της Ρέας Γαλανάκη, μια φορά και έναν καιρό. Γέλασα με τον εαυτό μου, όλος καρδιά. Αυτό ήταν είπα, μια αδέσποτη νότα που βάλθηκε να νικήσει τον κόσμο και το κατόρθωσε. Αυτό ήταν όλο.
Απόστολος Θηβαίος