Όταν ήμουν μικρή, γύρω στα εφτά νομίζω, η γιαγιά είπε πως θα πάμε να δούμε μια κυρία που θα με βοηθήσει να καταλάβω τι συνέβη στην μητέρα μου, όταν ήμουν δύο ετών. Είχε κουραστεί πολύ, την θυμάμαι να λέει στον αδελφό της στο τηλέφωνο, σιγανά υποτίθεται, καθώς οδηγούσε νευρικά στους παγωμένους δρόμους της πόλης μας. Είχε κουραστεί πολύ που τα περνούσε όλα μόνη της και φοβόταν για εμένα. Φοβόταν γιατί πίστευα, έλεγε, πως η μαμά θα γυρίσει και συνεχώς ρωτούσα και εκείνη δεν ήξερε τι να μου πει. Και όλο και χαμήλωνε την φωνή της για να μην ακούσω, αλλά τα άκουγα όλα έτσι και αλλιώς. Και η ρυτίδα στο μέτωπο της, μια ρυτίδα θυμού, μια ρυτίδα καθαρής οργής, σχηματιζόνταν κάθε φορά που μιλούσε, ακόμα και όταν μιλούσε για άσχετα πράγματα και έδειχνε να την βασανίζει.
Ήταν Γενάρης θυμάμαι, η Φλώρινα είχε βουτηχτεί στο χιόνι και τον πάγο. Η γιαγιά είχε ανοίξει τα παράθυρα για να καπνίσει και κοιτούσε κλεφτά από το τζαμάκι του αυτοκινήτου εμένα. Κρύωνα πολύ αλλά δεν ήθελα να της πω να κλείσει τα παράθυρα γιατί ήξερα πως απολάμβανε το κρύο. Πάγωναν οι σκέψεις της, είχε πει, το θυμόμουν και αισθανόμουν πως το είχε ανάγκη για λίγο.
Δεν καταλάβαινα πολλά. Δεν καταλάβαινα ένα σωρό πράγματα. Δεν καταλάβαινα τα βλέμματα στο σχολείο, το τρέμουλο στην φωνή της όταν μιλούσε, χρόνια τώρα το ίδιο τρέμουλο, δεν καταλάβαινα που έχανε τα λόγια της ενώ προσπαθούσε να μου εξηγήσει, δεν καταλάβαινα τον τρόμο στα μάτια της. Ένας τρόμος ότι θα χαθώ και εγω, όπως και η κόρη της.
Γυρνώντας από αυτή την συνάντηση με την κυρία, μου αγόρασε σοκολάτα και με κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της. Μου είπε να προσπαθήσω να καταλάβω, πως θα ήθελε να καταλάβω κάποια στιγμή.
Οι επισκέψεις στην κυρία αυτή, συνεχίστηκαν για περίπου έξι χρόνια, ώσπου έφτασα στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου και αποφάσισα πως δεν θέλω να πηγαίνω άλλο. Η κυρία, που ήταν παιδοψυχολόγος, επέμενε πως πρέπει να συνεχίσω, αλλά για μένα δεν είχε και πολύ νόημα. Αρνιόμουν πεισματικά και κάποιες φορές μιλούσα για την μητέρα μου χρησιμοποιώντας Ενεστώτα.
Η γιαγιά είχε κουραστεί, είχε γεράσει, πονούσε πολύ η μέση της και κάποιες μέρες την άκουγα που έκλαιγε, αλλά έλεγε πως είναι καλά και σκουπιζόταν στα κρυφά για να μη το καταλάβω. Κάποιες άλλες όμως ήταν ευδιάθετη, κατέβαινε στην αγορά και έπαιρνε ψωμί, δεν προσπαθούσε πια να μου εξηγήσει, έλεγε πως όταν μεγαλώσω, θα καταλάβω, δεν βιαζόταν και φαινόταν ήρεμη ακόμα και όταν ανέφερα την μητέρα σε χρόνο Ενεστώτα.
Μόνο αυτή η ρυτίδα θυμού παρέμενε αναλλοίωτη, τόσο σκληρή και βαθιά, όσο την πρώτη φορά που την αντίκρυσα.
Δεκαεννιά εγω πια, είχαμε σχεδόν ξεχάσει και εγώ και η γιαγιά την μητέρα μου. Δεν μιλουσα για εκείνη ούτε στο παρόν πια, αλλά ουτε και στο παρελθόν, σε κανένα χρόνο. Εγώ είχα θάψει και το παραμικρό κομμάτι μέσα μου που μου έλεγε πως πρέπει να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα, πως δεν είμαι παιδί. Και η γιαγιά ούτε καν έκλαιγε πλέον. Γριούλα και άρρωστη, με την βαθιά ρυτίδα της, ήθελε μόνο τον ζεστό της καφέ και ένα τσιγάρο πού και πού.
Ένα χρόνο ακριβώς μετά, μια παγωμένη μέρα του Γενάρη όπως τότε, την έχασα. Οδήγησα εγώ το αμάξι της, μίλησα εγώ νευρικά στο τηλέφωνο, άνοιξα εγώ τα παράθυρα για να παγώσουν οι σκέψεις μου.
Θυμάμαι πως δεν έκλαψα και πως όλη η πόλη ήταν στην κηδεία. Προς το τέλος, έγειρα πάνω της και της είπα ένα σωρό πράγματα που δεν της είχα πει ποτέ.
Και μέσα μου ξαφνικά, μια χαρά αναδυόταν, παράξενη τρελή χαρά και ανακούφιση, γιατί η βαθιά ρυτίδα οργής που κουβαλούσε πάντα πάνω της , την είχε αποδεσμεύσει και την είχε αφήσει ελεύθερη.
Εκείνο το βράδυ γυρνώντας στο σπίτι και ξαπλώνοντας στο κρεβάτι μου, ονειρεύτηκα την μητέρα μου. Για πρώτη φορά.
Καθόταν στην άκρη του τραπεζιού μας, με σκυμμένο το κεφάλι. Τα χέρια της ακουμπούσαν με τους αγκώνες πάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο. Ακουμπούσαν απαλά, σχεδόν το χάιδευαν, σαν να μην στηριζόταν εκείνη στο τραπέζι, αλλά εκείνο σε αυτή.
Τα μαλλιά της, μου φάνηκαν αλλιώτικα από ότι στις φωταγραφίες, έτσι όπως έπεφταν στους ώμους της. Δεν ξέρω αν ήταν ξανθά ή μαύρα, δεν ξεχώριζε το χρώμα τους, θα τολμούσα να πω πως ήταν ένα χρώμα απροσδιόριστο.
Εγώ, την παρατηρούσα από την απέναντι γωνία του σπιτιού. Κρυμμένη πολύ καλά σε ένα σημείο αθέατο που δεν ήξερα πως υπήρχε μέχρι εκείνη την μέρα. Ήταν κάπου ανάμεσα στην παλιά ζαρντινιέρα της γιαγιάς , στην μεγάλη ομπρέλα θαλάσσης που κουβαλούσαμε στην παραλία όταν ήμουν μωρό, στα κρυστάλλινα ποτήρια που είχε η μητέρα μου από το γάμο της, στην φωτογραφία του πατέρα μου, που είδα μια φορά και ποτέ ξανά, στο μικρό κρεβατάκι που κοιμόμουν εκείνη την νύχτα. Ανάμεσα στις φωνές της μητέρας μου, στις στριγκλιές της, στα παρακάλια της για να σώσει την ζωή της. Ανάμεσα στα κατουρημένα από τον φόβο σεντόνια μου που η γιαγιά πέταξε στον κάδο των απορριμάτων τρέμοντας, στην απόγνωση, στην απελπισία, στην ντροπή, ανάμεσα στον θάνατο. Εκει στεκόμουν και την παρατηρούσα, χωρίς να με βλέπει εκείνη, καθαρά, για πρώτη φορά.
Ξύπνησα μέσα στην μέση της νύχτας φωνάζοντας και κλαίγοντας. Άνοιξα τα παράθυρα να μπει ο παγωμένος αέρας. Κατέβηκα τις σκάλες σαν παράφρονας, άνοιξα το λάπτοπ, πληκτρολόγησα το όνομα της, τα διάβασα όλα, με όλες τις λεπτομέρειες, δυο, τρεις, οχτακόσιες τρεις, χιλιάδες φορές.
Και τότε ξαφνικά, ανάσανα.
Η Άννα Τσαλιαγκού είναι είκοσι εφτά ετών και έχει μεγαλώσει στο Λαύριο Αττικής. Ζει και εργάζεται στον Πειραιά. Είναι απόφοιτη του τμήματος Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ και του μεταπτυχιακού προγράμματος «Δημιουργική γραφή» του ΕΑΠ και του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Έχει παρακολουθήσει σεμινάριο συγγραφής με τον Στρατή Χαβιαρά και έχει διακριθεί με το πρώτο βραβείο στον 7oυ διαγωνισμό διηγήματος bonsaistories.