Απόστολος Θηβαίος | Η τριανδρία του Μπιλ Γουάτσον

© Mirko Krizanovic

Γαλάζια ιστορία
Βασισμένη σε μορφές γλυπτές,
Αποκυήματα του μπρούτζου

 

Έγιναν τα αποκαλυπτήρια αργά το απόγευμα. Οι εκπρόσωποι του υπουργείου των τεχνών φόρεσαν τα καλά τους, φόρεσαν το πρόσωπο που παίρνουν πάντα μαζί τους σε αντίστοιχες περιπτώσεις και έλαβαν τις προκαθορισμένες τους θέσεις, έτσι που ο υπουργός των τεχνών να στέκει ολομόναχος στην κορυφή του σπουδαίου σχηματισμού. Ο γλύπτης δεν φόρεσε τίποτε από όλα αυτά. Το πρόσωπό του ήταν κοινότατο και τα ρούχα πουδραρισμένα από την σκόνη του καιρού. Του καταβλήθηκε η αμοιβή του και του επετράπη να πει δυο τρία λόγια, έτσι για την ποικιλία και ως μια επιβεβαίωση της μεγαλοψυχίας που διέπει τους εκπροσώπους του υπουργείου των τεχνών. Έπειτα τον απέσυραν και απαιτήσανε επί τόπου τους φόρους της αμοιβής. Τον απείλησαν μάλιστα και με φυλάκιση αν παρουσιαζόταν οποιαδήποτε φθορά στο γλυπτό. Έτσι ο καλλιτέχνης θα παρέμενε σε αιώνια αγωνία, σαν να μην του φθάνει η αμφιβολία για την αυθεντικότητα του έργου, για το λυγισμένο πόδι της φιγούρας, την απόγνωση στο πρόσωπο.
Η εκδήλωση έλαβε τέλος νωρίς το βράδυ. Απομείνανε μονάχα οι γιρλάντες και κάτι παρτιτούρες που τις πήρε μια βραδινή, ξαφνική πνοή. Τώρα κάποια ορχήστρα θα γυρεύει τις νότες της, τι τρομερό. Τριγύρω σκουπίδια και μεταξωτές κορδέλες και ο μπρούτζος που κιόλας παλιώνει.
Το γλυπτό αποτελούταν από τρεις μορφές. Επρόκειτο για ταξιδιώτες, το μαρτυρούσαν άλλωστε οι αποσκευές στα πόδια τους, καμωμένες από το ίδιο υλικό, κάπως σαραβαλιασμένες. Οι τρεις τους έμοιαζαν έτοιμοι για να κερδίσουν την ζωή. Έτσι τους σμίλευσε το καλέμι του καλλιτέχνη που φυλακίστηκε κιόλας εξαιτίας μιας δόσης μελαγχολίας που ανιχνεύεται στο γλυπτό και κάνει την δόξα του υπουργείου των τεχνών να τρέμει, όπως τα φώτα στην νύχτα που ερημώνει.
Σκέφτηκα πως ένα τέτοιο γλυπτό θα ομορφύνει το γαλάζιο μου στενό. Δεν φαντάστηκα πως ο καλλιτέχνης προίκισε τις μορφές του με μια ζωντάνια που ξυπνά τις παγωμένες τους καρδιές. Έτσι περί την Τρίτη πρωινή, ο μπρούτζος σάλεψε, σαν να τον χτύπησε η ζωή. Οι τρεις τους τίναξαν τις σκόνες από τα σακάκια τους, κοίταξαν στις τσέπες τους για κανένα τσιγάρο, για εκείνο το σημείωμα που αναφέρει την διεύθυνση. Κοίταξαν για τις φωτογραφίες από μια άλλη ζωή, εκείνη που τώρα μονάχα καμιά φορά περνά, όπως κατάμαυρα, πένθιμα άλογα ή σαν ανάμνηση καλοκαιριού εμπρός από τα μπρούτζινα τους μάτια.
Οι τρεις τους έσφιξαν τα χέρια και προτού χαθούν μες στις πολιτείες που ανασαίνουν βαριά, μίλησαν μεταξύ τους όλο εγκαρδιότητα, όπως εκείνοι που χωρίζουν μα κρατούν την αγάπη μες στις καρδιές τους.
Θα χρειαστεί να ανταλλάξουμε δέρμα. Ίσως και φωνή, είπε ο ένας. Οι άλλοι συμφώνησαν. Έπειτα πήραν να τραγουδούν έναν σκοπό μελωδικό με σβησμένες φωνές. Εκείνο το τραγουδάκι μιλούσε για κάποιον δον με καρδιά περιβολάρη που ταξίδεψε απ΄άκρη σ΄άκρη και μες στην πλάνη του κόσμου στερέωσε το όνειρό του. Θα χρειαστεί να σωπαίνουμε πολλές φορές. Και τα ρούχα μας, είναι κιόλας παλιά, μυρίζουν την απόσταση που διανύσαμε. Έπειτα φιλήθηκαν και γλίστρησαν σαν φεγγαρένιες πεντάρες προς την πόλη. Γύρεψαν τα αστέρια που δείχνουν τον δρόμο στους θαλασσινούς μα ήταν μάταιο. Εδώ ανεμίζουν μονάχα τα ασπρόρουχα και στέκουν οι ρεκλάμες αναμμένες. Οι τρεις τους θα σταθούν ολομόναχοι τώρα πια, κάτω από φως τεχνητό, ανάμεσα σε κόκκινα κορίτσια και τρωγλοδύτες. Είναι οι ξένοι που φθάσανε απόψε στην πολιτεία μας.
Νωρίς το χάραμα ο γλύπτης φάνηκε στην γειτονιά. Κρυβόταν μες στο σκοτάδι, κανείς δεν τον είδε, κανείς. Έμοιαζε με σύννεφο, έτσι που ήταν πουδραρισμένος. Κρατούσε σφιχτά το καλέμι στα χέρια του και ήταν αποφασισμένος. Και έτσι, μες στο γαλάζιο το όραμα που φθίνει, ο γλύπτης έκανε κομμάτια το έργο του. Επειδή δεν είναι ζωή ετούτη η παγωνιά κάτω από τις ρεκλάμες σε πολιτείες νεφελώδεις. Άφησε μονάχα τις βαλίτσες απείραχτες, επειδή λέει ο γλύπτης εκεί μέσα, έχουν κρύψει τις χαρές τους. Όλα απέμειναν γαλάζια και μοναχικά.
Την άλλη μέρα όλοι συζητούσαν το ίδιο θέμα. Τα μάθατε; Ο Μπιλ Γουάτσον εκτελέστηκε. Έτσι γλιτώσανε την αμοιβή του. Λένε πως πήγε μες στην νύχτα να χαλάσει το έργο. Το υπουργείο των τεχνών το έμαθε και διέταξε την αυστηρότερη των ποινών. Ωστόσο οι τρεις μορφές κατόρθωσαν να διαφύγουν έξω από το έργο, απόστρατες ψυχές για τούτο τον κόσμο. Οι αρχές προσπαθούν να ανοίξουν τις αποσκευές. Ο κόσμος τριγύρω γερνά.
Εγώ όμως που ξέρω, περνώ κάθε βράδυ από τον δρόμο με τις ρεκλάμες που ανάβουν και σβήνουν ρυθμικά, ουρλιάζοντας λέξεις όπως έρωτας, δολάρια, χορός, ανέστιος. Τους βλέπω να γερνούν. Τους αναγνωρίζω από την σκουριά που λάμπει πάνω τους επίμονα. Τους σφίγγω το χέρι και τους λέω, με αγάπη από τον Μπιλ Γουάτσον.

 

*Μπιλ Γουάτσον: Εμπνευστής του γλυπτού η τριμελής οικογένεια των Γουίντρας που εκτίθεται κάπου στο Λονδίνο και στέκει αφορμή για αυτήν την πικρή ιστορία.

Απόστολος Θηβαίος