Με μια ιδέα γαλάζιου φώτισα εκείνους τους ανθρώπους που οι σύγχρονες ανάγκες λησμονούν. Άφησα τις πλατείες να βογκούν όπως στα τραγούδια, τις άφησα να πουν την ιστορία τους. Από την πλατεία Ελευθερίας ως το γαλάζιο μου στενό, πρόβαλε μια σειρά από κίτρινα άστρα. Τα άφησα και εκείνα να πουν την ιστορία τους, την στιγμή που τα καινούρια σιδερόφραχτα θηρία αλλάζουν την όψη των πραγμάτων και των πόλεων.
Θα είχε ξημερώσει παντού στην πόλη όταν ακούστηκε μια κραυγή. Ήταν το πιο φοβερό πράγμα που μπορούσε να ακούσει κανείς, ήταν ένα ξεχασμένο ουρλιαχτό που χάραξε βαθιά τον κόσμο και τους ανθρώπους. Εγώ που άκουσα εκείνη την φωνή, φόρεσα ένα γαλάζιο παλτό, ξεκρέμασα τα άστρα για καλό και για κακό και ακολούθησα την κραυγή. Περπατούσα, διέσχιζα πολιτείες ειρηνικές και ακίνητες σαν ακουαρέλες, έσκαβα μες στον χώρο και τον χρόνο για να ανοίξω δρόμους, να φτάσω ως εκείνη την φωνή. Έμοιαζα με μια ψυχή δοσμένη στο δικό της μυθιστόρημα, προσηλωμένη σε έναν κόσμο εσωτερικό που ετοιμάζεται να γνωρίσει τον εαυτό της. Παντού μύριζε ποτάμι και νωπή ξυλεία. Όλα φάνταζαν σαν να κοιτούσα μέσα από το νερό. Κάποιος σε μια άκρη, σταματημένος εδώ και επτά δεκαετίες μου έδειξε τον δρόμο. Είχε χώματα στο στόμα και το σακάκι του ήταν τριμμένο, γεμάτο φθορές, με απώλειες αναντικατάστατες. Στο χέρι του κρατούσε ένα κατακίτρινο άστρο, δεν μπορεί, είπα με τον εαυτό μου και στάθηκα για να κάνω μια ευχή.
Πάνε τόσα χρόνια πια, δεν έχει νόημα μου είπε με σπασμένη φωνή και ευθύς υψώθηκε γύρω από τα μάτια του ένας φριχτός, πελώριος παγετώνας. Και εγώ που ως εκείνη την στιγμή ακολουθούσα την φωνή βρέθηκα στο μέσον μιας πλατείας. Τριγύρω οι στρατιώτες κράδαιναν τα όπλα, φώναζαν, εκτελούσαν διαταγές, γελούσαν με εκείνους τους φοβισμένους. Η μνήμη σάλευε εκεί εμπρός μου στην άγνωστη πλατεία, καθένας από εκείνους τους ανθρώπους που φορτώνονταν στα καμιόνια είχε ένα μικρό φως στην ράχη του. Αυτό ήταν όλο και όλο το όνομά τους. Στα χέρια τους κρατούσαν σφιχτά τα χαρτιά τους. Κάποιοι κρεμασμένοι από τα δέντρα έστεκαν ανάμεσα στο φοβερό τώρα και μια εποχή χαμένη από καιρό. Ξάφνου η πλατεία σκόρπισε σαν σπασμένο υαλικό, ποτέ της δεν υπήρξε. Έκανα δυο βήματα για να δω αν υπήρχε κάτι άλλο, διέσχισα μισό αιώνα. Εκείνος με το παλιομοδίτικο κοστούμι, με το αμμόχορτο στα χείλη του, φάνηκε και πάλι στο μέσον μιας παγωμένης σκηνής, διάσπαρτης με οιμωγές, με αντίο και αποχαιρετισμούς, με εκκλήσεις για σωτηρία. Φώτισα λίγο το πρόσωπό του με το τελευταίο γαλάζιο άστρο μου, εκείνος μου είπε να μην τον κοιτώ κατάματα γιατί θα πονέσω. Έπειτα σηκώθηκαν κυκλώνες, προσκλητήρια, ξέσπασαν εμβατήρια και βροχές ασύλληπτες. Στην άκρη εκείνου του ξέφωτου μου έγνεψε ένα μικρό κορίτσι, λίγων μονάχα καλοκαιριών. Ένας απρόσμενος βαρδάρης έφερνε τα μαλλιά της εμπρός, τα έπλεκε με τον τρόπο που σφίγγουν τις βιογραφίες μας οι αναμνήσεις.
Πώς σε λένε;
Μνήμη, αποκρίθηκε. Χάρη σε μένα οι άνθρωποι και τα γεγονότα παραμένουν ζωντανά.
Και ήταν τότε που το όνειρο τέλειωσε. Το γαλάζιο μου στενό δερνόταν από το κατακαλόκαιρο, μια θάλασσα γαλάζια έβρεχε τα πράγματα, τις βιτρίνες των μαγαζιών, μούσκευε τα παπούτσια των περαστικών. Σκέφτηκα πως η κραυγή που είχα ακούσει θα ήταν εκείνο το μικρό κορίτσι, δίχως τα φωνήεντά του πια, δίχως το καλοκαίρι του. Όμως το όνειρο δεν ξεδιάλυνε παρά μόνον όταν το ραδιοφωνάκι είπε γρήγορα την είδηση.
Η πλατεία Ελευθερίας, είπε ο εκφωνητής αποφασίστηκε να μεταβληθεί σε υπόγειο πάρκινγκ. Οι μελέτες θα επιβεβαιώσουν την δυνατότητα στεγανοποίησης από τα νερά του Θερμαϊκού. Αθλητικά.
Και τότε ένιωσα τι ήθελε να μου πει εκείνο το όνειρο. Τον σκοπό του τον ξεδιάλυνα μεμιάς και συλλογίστηκα πως όσα στεγανά και αν φτιάξει κανείς για να μην θυμάται, υπάρχουν γεγονότα, στιγμές, πρόσωπα, μνήμες επώδυνες που δίνουν νόημα στην ζωή. Ένας ίσκιος διαβατάρικος, σαν εκείνον που αντίκρισε ο σαιξπηρικός Μάκμπεθ μπορεί μεμιάς να συντρίψει τα στεγανά, να ταπεινώσει τις μελέτες στατικότητας, να ξετυλίξει το κιτάπι του χρόνου που όλα τα λέει για εκείνη την φοβερή εποχή, όταν στην Πλατεία Ελευθερίας της Θεσσαλονίκης σαράντα και πλέον χιλιάδες Εβραίοι της πόλης ξεριζώθηκαν σε ένα ταξίδι δίχως επιστροφή.
Όλα έγιναν και πάλι γαλάζια και τα άστρα καρφώθηκαν στο δικό μου στερέωμα. Ωχροί στρατιώτες να φυλούν τις σκοπιές της Βερενίκης, τίποτε άλλο. Δίχως λόγο έφερα πάλι στο νου μου τον Μάκμπεθ και συλλογίστηκα την μέγγενη της οργής και πώς αρπάζει τις ψυχές. Είναι παράξενο και απροσδόκητο εκείνο που μένει από τις ιστορίες.
Απόστολος Θηβαίος