Νικολέττα Σίμωνος | Στην Πλατεία Σολωμού – ένα βράδυ

© Louis Stettner

Χθες βράδυ, με πλησίασε ένα τζάνκι, 18 με το ζόρι, σκέφτηκα. Παλικάρι καλότροπο το σύγκοψα κι είχε το βλέμμα του χαμένο, καλά κρυμμένο κάτω από την τρεμάμενη αγριάδα του. Μα εγώ το είδα, δε με ξεγέλασε. Νωχελικό το παλικάρι και νευρικό την ίδια ώρα. Σε ποια πραγματικότητα ζω;, σάμπως και ούρλιαζε με τη σιωπή του. Σ’ αυτήν ή σε κείνη την άλλη; Ντιπ για ντιπ χαμένο. Και θλιμμένο το παλικάρι μου, το φώναζε όλο το κορμί του. Δεν το φοβήθηκα – ο φόβος του ξεπερνούσε, καθώς φαίνεται, τον δικό μου. Νόμιζα πως κάτι ήθελε να μου ζητήσει, λεφτά, φαΐ, τσιγάρο. Περίμενα να μου μιλήσει. Τίποτα. Λοιπόν;, το ρωτάω διατηρώντας την ψυχραιμία μου. Λοιπόν τι;, μου απαντάει. Γιατί ήρθες και στάθηκες εδώ απέναντί μου; Θες βοήθεια; Δεν αισθάνεσαι καλά μήπως; Δε μου απαντάει. Μένει να με κοιτά ώρα καμπόση. Κι ύστερα, μη φοβάσαι, μου αποκρίνεται. Μια αγκαλιά… ήταν το ψέλλισμά του. Κι έβαλε τα κλάματα, σαν μωρό παιδί, ένα πράμα. Το κοίταξα για μερικά δευτερόλεπτα έκπληκτη. Κι έπειτα, δίχως δεύτερη σκέψη, το έσφιξα στην αγκαλιά μου. Εκείνο, σε λυγμούς παραδομένο. Έστρεψα τότε το βλέμμα προς τον ουρανό κι εκείνο σκάλωσε στην προτομή του Σολωμού, στην ομώνυμη πλατεία της πόλης, κάτω από την οποία στεκόμασταν τόση ώρα αγκαλιασμένοι μ’ αυτό το παιδί, κάποιας μάνας το παιδί που θα μπορούσε να ’τανε παιδί μου. Δεν ήθελα και πολύ, έβαλα κι εγώ τα κλάματα. Δεν κατεβαίνεις από κει πάνω, ποιητή μου;, σιγοψιθύρισα. Έλα και κάθισε δίπλα μας κι απάγγειλέ μας τα ποιήματά σου. Πάρε τη θλίψη του παιδιού και τη δική μου και κάν’ τες επιγράμματα. Κι έτσι όπως κρατούσα το τζάνκι αγκαλιά και με κρατούσε αγκαλιά κι εκείνο, νιώθω ένα χέρι να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Δεν ήταν του παιδιού. Ξάφνου κάτι μας τραβάει προς τα πάνω. Ύστερα δε θυμάμαι τίποτα. Μονάχα ότι βρεθήκαμε στη Σπιανάδα και περπατούσαμε παρέα με τον Σολωμό μέσα στο πράσινο, πλάι στη θάλασσα της Κέρκυράς μου. Η αγκαλιά σας με συγκίνησε, μου εκμυστηρεύτηκε με τη σιγαλή φωνή του. Μα πιότερο ο πόνος σας. Ο πόνος του κόσμου μέσα στον οποίο ζείτε (Αχ, σκληρέ κόσμε, που δεν τους λυπάσαι!).* Έτσι σας πήρα κι εγώ μια μεγάλη αγκαλιά και σας έφερα στο νησί μου. Θα μου επιτρέψετε, όμως, να σας αφήσω για λίγο, έχω να γράψω τα επιγράμματα που σας χρωστάω. Πώς σε λένε, παιδί μου;, ρώτησε αίφνης το παλικάρι ο ποιητής, προτού μας αφήσει. Σολωμό με λένε, αποκρίθηκε εκείνο, αναρωτώμενο ποιος να ’ναι άραγε τούτος ο αλλόκοσμος κύριος που το ρωτούσε. Να μη σας τα πολυλογώ. Τελικά γύρισα μόνη πίσω. Με το επίγραμμά μου, αλλά δίχως το τζάνκι μου, τον Σολωμό μου. Χαιρόμουν μόνο που βρισκόταν τώρα σε χέρια καλά. Μεγάλη ήταν η χαρά μου, αλήθεια. Πολύ μεγάλη. Όση κι η άκρα του τάφου σιωπή που μια φορά κι έναν καιρό βασίλευε στον κάμπο…

* Παραφράζοντας τον στίχο, «σκληρέ κόσμε! και δεν τους λυπάσαι», από το ποίημα «Η φαρμακωμένη» του Διονύσιου Σολωμού.

 


Η Νικολέττα Σίμωνος κατάγεται από τη Λευκωσία. Είναι απόφοιτη του Τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου και μεταπτυχιακή φοιτήτρια Δημιουργικής Γραφής στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Εργάζεται ως μεταφράστρια και επιμελήτρια. Ποιήματα και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες.