Όλα συνέβησαν ξαφνικά. Το μόνο που απαιτήθηκε ήταν έρωτας. Και όλοι βάλανε τα δυνατά τους να έχει εκείνος ο τόπος μυρωδιά φωλιάς, να είναι μια αντιπροσωπεία της ζωής. Ένα γαλάζιο στενό, στην καρδιά της πόλης που κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες κατορθώνει και επιβιώνει. Η ψυχή του είναι ανθρώπινη, οι μάχες του όλες χαμένες.
Την κοιτούσα που γελούσε. Η αλήθεια είναι πως δεν καταλάβαινα την παραμικρή λέξη από το παραλήρημά της. Επαναλάμβανε διαρκώς τις ίδιες εκφράσεις, τις αναγνώριζα από τον συνδυασμό των συμφώνων, από την θέση των χειλιών της πάνω σε αυτόν τον κόσμο. Δεν ήξερα τι ήθελε να πει και έτσι ότι μπορούσε να λογαριαστεί ως κατεπείγον ήταν μοιραίο πια να περιμένει. Γινόμουν ο Ορφέας και εκείνη η Ευρυδίκη, που στράφηκε και με κοίταξε λίγο πριν το τέλος και αναβόσβησαν ταυτόχρονα όλα τα φανάρια των διερχόμενων πλοίων. Οι φάροι που μέχρι τότε κατοικούσαν σε έναν χειμωνιάτικο καιρό, ανέκτησαν την σημασία τους και θυμήθηκαν. Συχνά ζητούν κατευθύνσεις οι τουρίστες, περνούν από το γαλάζιο μου στενό, διατυπώνουν όλο γλύκα και αθωότητα το ερώτημά τους. Αν ήξεραν τι κίνδυνος είναι να ρωτάς στα χαμένα κάτι τόσο σημαντικό, θα το συλλογίζονταν μια δεύτερη φορά.
«Ευρυδίκη σου δίνω τον λόγο της καρδιάς μου πως δεν καταλαβαίνω τι σημαίνουν όλα αυτά, οι λέξεις σου δεν αφήνουν κανένα σημάδι, καμιά ουλή. Ναι, μπορείς να μείνεις, δεν κινδυνεύεις. Θα σε ονομάζω Μπιάνκα, ίσως λευκή, διάφανη, αμφισβητούμενη δεσποινίδα. Σαν τους χαρακτήρες των βιβλίων που ποντάρουν τα πάντα στον εύκολο έρωτα». Της έδειξε τις προθέσεις του, εκείνη επέστρεφε στην πραγματικότητα. Έγνεψε στους φίλους της που την φωτογράφιζαν και γελούσαν . Πνίγηκε μες στο ποτάμι που περνούσε.
Φανταστείτε τι θέαμα, αρχές του καλοκαιριού μια ψηλόλιγνη φιγούρα που κρατά μια καρό κουβέρτα. Η σκιά του ψηλώνει και δεν βολεύεται πουθενά. Οι κούκλες και τα χρόνια περνούν, στρίβουν στον παρακάτω δρόμο και χάνονται. Κάποιος στο βάθος παίζει το La Strada μα είναι πολύ μακριά για να νιώσει την μουσική. Και όμως κάθε τόσο την ξεχωρίζει κρυστάλλινη, παιχνιδιάρικη και ατμοσφαιρική, μονάχα τρεις δρόμους νότια. Με εκείνον τον κόσμο συνορεύει απόψε. Το γαλάζιο φόντο που χύνεται έξω από το αδιέξοδο κάτι θέλει να πει.
«Συγνώμη, τι συμβαίνει εκεί;», ρώτησε τον περαστικό. Ο τελευταίος πόζαρε σαν δέντρο, τον ζύγισε και είπε.
«Είναι το γαλάζιο στενό. Κανείς δεν πλησιάζει, μιλούν για μια παράξενη έκρηξη πριν από καιρό, μιλούν για το υπέδαφος, λένε πολλά. Οι περισσότεροι κάτοικοι πούλησαν όταν ακόμη τα γεγονότα διέθεταν γοητεία μα άλλοι αναγκάστηκαν να φύγουν με τα βασικά, αφήνοντας κουρέλια από τις ζωές τους εδώ και εκεί μαζί με τις αποδεκατισμένες αξίες των εμπόρων».
Μα εκείνος, κύριε περαστικέ, δεν έχει τίποτε να χάσει. Και η μυρωδιά της καθημερινής ζωής μοιάζει τόσο διαφορετική σε αυτό το στενό. Όλα φαντασίες, σίγουρα για όλα φταίει το φως.
Και όταν έστριψε στο γαλάζιο στενό και ο περαστικός σκέπαζε τα μάτια να μην δει το φριχτό τέλος, αμέσως αναγνώρισε την τρυφερότητα του χώρου. Κάτι το ανθρώπινο, ένα είδος καταφυγίου. Τα τζάμια του εκλεκτικισμού που πεθαίνει στα βόρεια του στενού ευθύνονταν για όλα αυτά. Η φιγούρα βολεύτηκε στον χώρο και κάθισε στο σημείο όπου μπορούσε να εποπτεύσει τις πύλες εισόδου του στενού του. Είχε την ηλικία του βόρειου σέλατος, το όνειρο του ζωγράφου, την ακρίβεια του τεχνίτη και την πίστη ενός προφήτη.
«Εδώ θα μείνω», σκέφτηκε και έκλεισε σαν να πρόκειται για χαρτόκουτο τις άκρες του στενού του, σφραγίζοντας εκεί μέσα πεποιθήσεις, φαντασίες, οράματα, τις μικρές αποτυχίες που μας θυμίζουν την ύπαρξη του εαυτού. Άναψε ένα κερί μα δεν χρειάστηκε επειδή ο εκλεκτικισμός που πέθαινε γεννούσε ένα απαλό γαλάζιο φως. Εκείνος ο κόσμος ήταν ένα πηγάδι, από τα βάθη του ξυπνούσαν φυλακισμένοι ουρανοί.
Αυτή είναι η ιστορία του γαλάζιου στενού. Βρέθηκε από κάποιον σαν αυτούς που τριγυρνούν δίχως σκοπό, ρακένδυτοι και συγκλονισμένοι. Ο κύριος περαστικός στάθηκε αποτρεπτικός, όμως θες η μοίρα, θες η βεβαιότητα της ύφανσης που δένει το δέρμα του κόσμου, ανάγκασε τον ήρωα να ακολουθήσει το πεπρωμένο. Σε εκείνες τις μακρινές χώρες που η νύχτα ξεχώριζε, δεν υπήρχαν ασετιλίνες λέγανε τα βιβλία, δεν υπήρχαν προάστια, μονάχα πόλη. Μονάχα η ταυτότητά της η ίδια, που παιζόταν εκεί εμπρός του πάνω στο παλιό πλακόστρωτο εκείνου του κόσμου. Και οι μάγκες να ποντάρουν λίγα μέτρα παρακάτω, φωνάζοντας, ουρλιάζοντας σχεδόν και όλα συνομήλικα να μένουν με την βροχή. Κάποιοι περαστικοί έσερναν τις μορφές τους βιαστικά και χάνονταν όσο το βαρομετρικό έπεφτε σε ιστορικό χαμηλό.
Τυλίχτηκε με την κουβέρτα του και υποσχέθηκε πως αυτή εδώ θα είναι για πάντα μια δική του, μυστική πατρίδα. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε, η ίδια παλιά ιστορία με το αμμόχορτο και τα ατέλειωτα θηλαστικά, στην ίδια παγερή σκηνή του χρόνου. Αδύναμα κεράκια που τα βάζουν με τον άνεμο, αδύναμο, φτωχό αίμα που τίποτε δεν στοιχίζει.
«Φτωχέ μου θεατρίνε», είπε, πάει, αυτό ήταν, σε στυλ Κατερίνας Γώγου και όλα έπαιρναν εκδίκηση από την πόλη που μετεωριζόταν ανάμεσα στην δυνατότητα και την τραγωδία.
Απόστολος Θηβαίος