Αναπάντεχα
ήρθες μες στ’ όνειρό μου να με ψάξεις
Να εκλιπαρήσεις τη δροσιά του βρεγμένου κάμπου
μετά τη μπόρα
Μπήκες με τη φλόγα της πιο όμορφης πανσέληνου
με τη μυρωδιά της πιο μεθυστικής άνοιξης να με αναζητήσεις
Κι ήσουν εκεί μέχρι το χάραμα
με τα μάτια καθαρά σαν θάλασσες
να περιμένουν
Με την καρδιά σου σαν μίσχος στο πρωτοβρόχι
Κι όπως σ’ αντάμωνα
μες στο γαλάζιο σου το φως
της προσμονής
Κρεμάστηκε ο ήχος τής φωνής σου -ξαφνικά-
απ’ το φτερό της νοσταλγίας
Κι έγινε κρώξιμο ενός γλάρου όπως ξημέρωνε·
χάθηκαν τα λόγια και τα χέρια σου
πίσω από το θολό βλέμμα του πρωινού
Η Μαίρη Γ. Πράσατζη γεννήθηκε στη Δράμα και μεγάλωσε στην Καλή Βρύση -ο τόπος που την καθόρισε. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Πηγή έμπνευσης για εκείνη αποτελούσε πάντα ο άνθρωπος, με τις ευαισθησίες, τις αξίες και τις αδυναμίες του, και ο χρόνος με την φθορά του, που τα υπονομεύει όλα.